Μια διεθνής ομάδα ερευνητών, μεταξύ των οποίων και από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας, NUST MISIS, ανέπτυξε μια μη επεμβατική μέθοδο εντοπισμού κακοηθών κυττάρων.
Η νέα μέθοδος που ανακάλυψε η επιστημονική ομάδα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ακρίβεια και βασίζεται σε ένα μίγμα μαγνητοφερριτίνης.
Οι ειδικοί κατά τη διάρκεια μιας μη επεμβατικής διάγνωσης πρέπει συχνά να χρησιμοποιούν ελαφρώς ανακριβείς εικόνες χαμηλής αντίθεσης. Ορατές ουσίες εγχέονται στις φλέβες του ασθενούς πριν από τη σάρωση από μαγνητικό τομογράφο.
Αυτές οι ουσίες, ανάμεσα στις οποίες είναι τα παραμαγνητικά σωματίδια γαδολινίου και τα υπερπαραμαγνητικά σωματίδια σιδήρου, επιτρέπουν στον τομογράφο να εντοπίζει τα προσβεβλημένα κύτταρα και να τα μελετά λεπτομερώς.
Αλλά ακόμη και μικρές ποσότητες ουσιών που είναι ξένες προς το ανθρώπινο σώμα μπορεί να φέρουν πιθανούς κινδύνους.
Αυτός ο κίνδυνος επιχειρείται τώρα να αντιμετωπιστεί χρησιμοποιώντας ένα σύστημα έγχυσης βασισμένο στην μαγνητοφερριτίνη, το οποίο αναπτύχθηκε από μια διεθνή ερευνητική ομάδα από το NUST MISIS και το Γερμανικό Πανεπιστήμιο Duisburg-Essen, το Πολυτεχνείο του Μονάχου και το πανεπιστήμιο Carl von Ossietzky του Ολντενμπουργκ.
Η βιοσυμβατική και υποαλλεργική ένωση μαγνητοφερριτίνης αποτελείται από μια ενδογενή ανθρώπινη πρωτεΐνη (φερριτίνη) και έναν μαγνητικό πυρήνα.
Καθώς η ουσία εξαπλώνεται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, συλλαμβάνεται από τα κύτταρα τα οποία στοχεύει να εντοπίσει.
«Πολλές ερευνητικές μελέτες δείχνουν ότι αυτά τα καρκινικά κύτταρα συλλαμβάνουν την τρανσφερίνη, μια πρωτεΐνη υπεύθυνη για τη μεταφορά του σιδήρου μέσα στην κυκλοφορία του αίματος. Οι ίδιοι υποδοχείς μπορούν επίσης να συλλάβουν τη μαγνητοφερριτίνη. Μετά την είσοδο στα λυσοσώματα, τα κύτταρα-στόχος, η μαγνητοφρεριτίνη θα «εκπέμψει» ενισχυμένο σήμα, δήλωσε ο Oλαφ Βιντβαλνυ, επισκέπτης καθηγητής στο εργαστήριο Βιοϊατρικών Νανοϋλικών.
Η «μαγνητική ετικέτα» θα συμβάλει στην ενίσχυση της ποιότητας των μεθόδων διάγνωσης του καρκίνου και θα επιτρέψει επίσης στους γιατρούς να προχωρήσουν στην κατάλληλη ιατρική θεραπεία.
Πηγή Sputnik