Ποιες χώρες έφεραν υψηλά και μακροχρόνια πλεονάσματα
Πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% έως το 2022 και 2,2% από το 2023 έως το 2060: Είναι εφικτή η επίτευξή τους; Ποιες είναι οι χώρες με τα μεγαλύτερα σερί. Το παράδειγμα της… Ελλάδας του ’90.
Τα μνημόνια αποτελούν πλέον παρελθόν. Η λιτότητα φεύγει δια παντός, η ύφεση συνιστά μακρινή ανάμνηση και οι αγορές περιμένουν την Ελλάδα με… ανοιχτές αγκάλες. ‘Η μήπως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα;
Η συμφωνία του Eurogroup του περασμένου Ιουνίου, η οποία αποτέλεσε και το «εξιτήριο» της χώρας από την οκταετή εποχή των μνημονίων, προβλέπει μία σειρά δεσμεύσεων, τις οποίες η Αθήνα καλείται να εφαρμόσει απαρέγκλιτα. Μία από αυτές είναι η επίτευξη υψηλότατων πρωτογενών πλεονασμάτων για μία περίοδο, η οποία εκτείνεται σε τέσσερις δεκαετίες:
– Πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022
– Πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, από το 2023 έως το 2060.
Μάλιστα, στις δύο συγκεκριμένες μεταβλητές εδράζεται και η ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Είναι εφικτό όμως, η Ελλάδα να επιτύχει πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα; Εχει τις δυνατότητες να το καταφέρει; Ποιες άλλες χώρες έχουν επιτύχει ανάλογες δημοσιονομικές επιδόσεις; Και τέλος, ποιες είναι οι «πρωταθλήτριες» χώρες στα πρωτογενή πλεονάσματα;
Το Sputnik ζήτησε τη γνώμη των καθ’ ύλιν αρμόδιων, δηλαδή τεσσάρων εγκεκριμένων οικονομολόγων, οι οποίοι ομοφώνως καταλήγουν στην ίδια απάντηση. Ποια είναι αυτή;
«Υπονόμευση της ανάπτυξης και στενά περιθώρια ελιγμών»
«Η δέσμευση της Ελλάδας προς το Eurogroup, της στερεί σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης και διακριτικής δημοσιονομικής πολιτικής, με στόχο την τόνωση της ενεργούς ζήτησης και την αύξηση του ΑΕΠ» τονίζει ευθύς εξαρχής, ο Σπύρος Παγκράτης, επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μάλιστα, όπως σπεύδει να προσθέσει, «αυτό θα φανεί καλύτερα, και με μεγαλύτερες επιπτώσεις, τα επόμενα χρόνια, δηλαδή σε βάθος χρόνου». Δεν παραλείπει παράλληλα, να κάνει αναφορά και στα ελλιπή περιθώρια ελιγμών, σε περίπτωση που η εκάστοτε κυβέρνηση κληθεί να διαχειριστεί μία αρνητική σειρά οικονομικών διαταραχών.
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τον κ. Παγκράτη, «η επιδίωξη επίτευξης υπερπλεονασμάτων, που στηρίζονται στην υπερφορολόγηση και όχι στην καλύτερη του αναμενομένου επίδοση της οικονομίας, υπονομεύει περαιτέρω την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας».
Αυτό, συνεχίζει, «καθιστά ακόμη πιο επώδυνη τη δημοσιονομική δέσμευση, οδηγώντας εντέλει την οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης, χαμηλών δαπανών για την κοινωνική προστασία και υποτονικής οικονομικής ανάπτυξης».
Ο ίδιος, άλλωστε, κάνει ειδική μνεία και στην ευρύτερη συγκυρία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον σταδιακό τερματισμό της μακράς περιόδου χαλαρής νομισματικής πολιτικής, δηλαδή της παροχής «φθηνού» χρήματος, μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
«Αντίρροποι στόχοι τα υψηλά πλεονάσματα και η υψηλή ανάπτυξη»
Από την πλευρά του, ο πρώην υπουργός Οικονομίας και νυν καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Χριστοδουλάκης, ξεκαθαρίζει ότι «οι δύο παράλληλοι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι αντίρροποι και η επίτευξη του ενός εξασθενεί την επιτυχία του άλλου».
Και συνεχίζει: «Εάν δοθεί έμφαση στα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, ο ρυθμός ανάπτυξης θα συμπιεστεί κι’ αυτό με τη σειρά του, θα επιβαρύνει το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους». «Εάν από την άλλη, δοθεί έμφαση στην τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης, το κόστος χρηματοδότησης θα μειωθεί, αλλά η επίτευξη ενός υψηλού στόχου πλεονάσματος θα είναι αδύνατη» σπεύδει να συμπληρώσει.
Εν ολίγοις; Δεν μπορούμε να έχουμε και υψηλά πλεονάσματα και μεγάλη ανάπτυξη. Είτε θα έχουμε μόνο υψηλά πλεονάσματα, είτε θα έχουμε μόνο υψηλή ανάπτυξη!
Ο ίδιος πάντως, προτιμάει την υψηλή ανάπτυξη έναντι των υψηλών πλεονασμάτων, καθώς ο ευμεγέθης ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αφενός θα περιορίσει την ανάγκη για υψηλά πλεονάσματα, αφετέρου θα διαμορφώσει τις συνθήκες για μία πιο έντονη και αξιόπιστη πορεία αποκλιμάκωσης του χρέους.
«Εξαιρετικά δύσκολη η επίτευξη μόνιμων και υψηλών πλεονασμάτων»
Ο Ευθύμιος Τσιώνας, επίσης καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, θεωρεί ότι η επίτευξη μόνιμων και υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων «κατ’αρχήν φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη». Ο λόγος; Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας της οικονομίας, η οποία χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής για τη στήριξη των πλεονασμάτων εντός ενός τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος.
Αλλωστε, κατά τον ίδιο, η επίτευξη επί μακρόν πλεονασμάτων μπορεί να καταστεί εφικτή, μόνο εφόσον ο ρυθμός ανάπτυξης υπερβαίνει το ποσοστό του πλεονάσματος επί του ΑΕΠ. Δηλαδή, όταν η έμφαση δίνεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του ΑΕΠ και δευτερευόντως στην καταγραφή υψηλών δημοσιονομικών επιδόσεων.
«Χαμηλότερα των στόχων τα πρωτογενή πλεονάσματα»
O Φρανκ Τζιλ της Standard & Poor’s, ταυτόχρονα, θεωρεί απίθανη την επίτευξη τόσο υψηλών πλεονασμάτων και εκτιμά ότι η Ελλάδα θα επιτύχει επιδόσεις κατώτερες των θεσμοθετημένων στόχων. Πάντως, κατά τον ίδιο, οι δανειστές, γνωρίζοντας εξαρχής τη δυσκολία επίτευξης αυτών των στόχων, δεν αποκλείεται να υιοθετήσουν μία πιο ευέλικτη προσέγγιση απέναντι στην Αθήνα.
Παράλληλα, το στέλεχος του αμερικανικού οίκου αξιολόγησης διαπιστώνει ότι η εξασφάλιση των πλεονασμάτων μέχρι στιγμής, εδράζεται στη βάση της μείωσης των δαπανών και όχι στην αύξηση των εσόδων. Στο πλαίσιο αυτό, αξιώνει τη λήψη μέτρων προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και στη μείωση του ποσοστού των αυτοαπασχολούμενων.
Τα διδάγματα της διεθνούς εμπειρίας
Οι τέσσερις οικονομολόγοι αποφαίνονται, εν ολίγοις, ότι η Ελλάδα δύσκολα θα επιτύχει τους στόχους της συμφωνίας, καθώς η εμφάνιση πρωτογενών πλεονασμάτων, ύψους 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, για τέσσερις δεκαετίες αποτελεί ένα πολύ δύσκολο «στοίχημα».
Ποια είναι όμως, τα διδάγματα της διεθνούς εμπειρίας; Υπάρχουν αντίστοιχες περιπτώσεις; Ποιο είναι το ρεκόρ των πλεονασμάτων και ποια χώρα το κατέχει;
Τα 12 παράδειγμα προς… μίμηση
Οι οικονομολόγοι Μπάρι Αΐζενγκριν και Ούγκο Πανίτσα έχουν προχωρήσει στη δημοσίευση μίας αναλυτικής έρευνας για τη διεθνή εμπειρία επί των υψηλών και μακροχρόνιων πρωτογενών πλεονασμάτων. Η έκθεση αφορά την περίοδο από το 1974 έως το 2013 και εξετάζει μία σειρά αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων οικονομιών.
Αβίαστα εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι χώρες που κατάφεραν να επιτύχουν υψηλά πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι εξαιρετικά λίγες. Συγκεκριμένα, καταγράφονται:
-7 περιπτώσεις, όπου σημειώνεται πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ για διάστημα άνω των 10 ετών (Καναδάς 1996, Δανία 1984, Δανία 1999, Φινλανδία 1999, Ιταλία 1993, Κορέα 1993, Τουρκία 1999)
– 2 περιπτώσεις, όπου σημειώνεται πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ για διάστημα άνω των 10 ετών (Ιρλανδία 1991, Νέα Ζηλανδία 1994)
– 3 περιπτώσεις, όπου σημειώνεται πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 5% του ΑΕΠ για διάστημα άνω των 10 ετών (Βέλγιο 1995, Νορβηγία 1999, Σιγκαπούρη 1990)
Η ερμηνεία των παραπάνω είναι φυσικά, διττή: Αφενός, αναγνωρίζεται η δυνατότητα επίτευξης υψηλών πλεονασμάτων για επί μακρόν χρονικές περιόδους. Αφετέρου, αυτό αποτελεί… εξαίρεση και όχι κανόνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, παρατηρούνται και 101 περιπτώσεις, με συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα για τουλάχιστον 10 έτη, το ύψος των οποίων όμως, δεν υπερβαίνει κατά μέσο όρο το 3% του ΑΕΠ.
Τα κοινά χαρακτηριστικά των «πρωταθλητών»
Βέλγιο, Νορβηγία και Σιγκαπούρη, σύμφωνα με την ανάλυση των δύο οικονομολόγων, συνιστούν τις «πρωταθλήτριες» χώρες των πρωτογενών πλεονασμάτων, επιτυγχάνοντας υψηλές επιδόσεις για διάστημα μεγαλύτερο των 10 ετών.
Ποια είναι όμως, τα κοινά τους χαρακτηριστικά; Πρόκειται για μικρές αλλά «ανοιχτές» οικονομίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σχετικά χαμηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας. Επικουρικά, αποτελούν χώρες με βιώσιμο χρέος, εξασφαλισμένη και μόνιμη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά και ισχυρούς-διαφανείς θεσμούς, οι οποίοι συνδυάζονται από υψηλά ποσοστά αποταμίευσης.
Η περίπτωση του Βελγίου
Οι αλματώδεις δημοσιονομικές επιδόσεις της ευρωπαϊκής χώρας κατέστησαν πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν την ένταξη στην Ευρωζώνη. Πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι Βρυξέλλες προσπαθούσαν να επιτύχουν υψηλά πλεονάσματα και μείωση του χρέους, με απώτερο στόχο το «εισιτήριο» για την ένωση του ευρώ.
Και πράγματι οι Βέλγοι τα κατάφεραν. Έκτοτε όμως, η κατάσταση ανετράπη πλήρως, καθώς κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ’00, παρατηρήθηκε σημαντική δημοσιονομική κόπωση, η οποία οδήγησε σε εξάλειψη των πλεονασμάτων και ανάπτυξη των ελλειμμάτων.
Το… πετρέλαιο της Νορβηγίας
Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση της Νορβηγίας, καθώς τα υψηλά πλεονάσματα συνέπεσαν με την περίοδο της αλματώδους ενίσχυσης της πετρελαϊκής παραγωγής στη Βόρεια Θάλασσα, η οποία συνδυάστηκε με την επιτυχή ίδρυση του Κρατικού Επενδυτικού Ταμείου. Τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου προσέφεραν σημαντικούς οικονομικούς πόρους, τονώνοντας τα δημόσια «ταμεία» και εξαλείφοντας τα ελλείμματα.
Η Ελλάδα της δεκαετίας του ‘90
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, σε πρόσφατη ανάλυσή της, επιχειρεί να ρίξει περαιτέρω φως στην υπόθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, διερευνώντας ενδελεχώς τα ευρωπαϊκά ρεκόρ των «πρωτογενών πλεονασμάτων», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η…. Ελλάδα της δεκαετίας του ’90.
Κάνοντας μία επισκόπηση της περιόδου 1980-2010, η Κομισιόν εντοπίζει τις χώρες, οι οποίες πέτυχαν πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 4,5% του ΑΕΠ για τουλάχιστον πέντε συνεχόμενα χρόνια. Το αποτέλεσμα; Έξι μόλις χώρες κατάφεραν να ανταποκριθούν στα παραπάνω κριτήρια της Επιτροπής και ειδικότερα:
– Βέλγιο (1993-2004): Πλεόνασμα 5,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο
– Ιταλία (1995-2000): Πλεόνασμα 5,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο
– Ιρλανδία (1988-2000): Πλεόνασμα 5,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο
– Φινλανδία (1998-2003): Πλεόνασμα 5,6% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο
– Ελλάδα (1994-1999): Πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο
– Σουηδία (1996-2001): Πλεόνασμα 4,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο
Οπως καθίσταται σαφές από τα διαθέσιμα στοιχεία, Ιταλία, Ελλάδα και Σουηδία πέτυχαν πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 4,5% για τουλάχιστον έξι χρόνια, ενώ το Βέλγιο για 12 χρόνια, η Ιρλανδία για 13 χρόνια και η Φινλανδία για 14 χρόνια.
Τα στοιχεία «μαρτυρούν» επομένως, ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκό προηγούμενο ως προς την επίτευξη μεγάλων πλεονασμάτων για περίοδο 40 και πλέον ετών, όπως ορίζει η συμφωνία Ελλάδας-πιστωτών. Μάλιστα, η απόσταση από τα 14 χρόνια, που είναι και το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής καταγεγραμμένο σερί, μοιάζει… αγεφύρωτη.
Οσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδας, η έρευνα αποδίδει την «έκρηξη» πλεονάσματος τόσο στην περιοριστική πολιτική που υλοποιήθηκε κατά τα προηγούμενα χρόνια, όσο και στην προοπτική ένταξης στην Ευρωζώνη, η οποία έπρεπε να συνοδεύεται από σχεδόν μηδενικά ελλείμματα και χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ.
Προϋπόθεση η δημοσιονομική προσαρμογή
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κοινό «μυστικό» των παραπάνω χωρών για την επίτευξη αυτών των αν μη τι άλλο εντυπωσιακών πλεονασμάτων, συνίσταται στη συντελεσθείσα προσαρμογή των εθνικών οικονομιών, η οποία προηγήθηκε των υψηλών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων.
Για παράδειγμα, η περίοδος των ελληνικών πρωτογενών πλεονασμάτων συνιστούσε απόρροια και συνέχεια μία σωρευτικής προσαρμογής της τάξης του 10,1% του ΑΕΠ κατά τα έτη 1991-1994. Το ίδιο συνέβη και στη Σουηδία, η οποία την τριετία 1994-1996, εμφάνισε σωρευτικό πλεόνασμα, ύψους 6% του ΑΕΠ.
Το πρώτο συμπέρασμα επομένως, της ευρωπαϊκής έρευνας είναι το εξής: Μία περίοδο μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη υγιών και ισορροπημένων προϋπολογισμών κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Η σχέση πλεονασμάτων-χρέους
Ωστόσο, τι γίνεται με το χρέος; Οι περισσότερες χώρες κατάφεραν να περιορίσουν το δημόσιο χρέος. Ενδεικτικά, η Ιταλία είδε το εξωτερικό χρέος να περιορίζεται την επόμενη πενταετία κατά 3,3% του ΑΕΠ, η Ιρλανδία και η Φινλανδία κατά 10,4% και η Σουηδία κατά 9%. Και οι τέσσερις χάρη στη μείωση των επιτοκίων δανεισμού και τις επιπτώσεις της βιώσιμης ανάπτυξης.
Στον αντίποδα, παρά τα υψηλά πλεονάσματα, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας και του Βελγίου εμφάνισε αύξηση, κατά 4,9% και κατά 2% του ΑΕΠ, αντίστοιχα, «εξουδετερώνοντας» κάθε θετική επίδραση από την υλοποίηση των μακροχρόνιων πλεονασματικών προϋπολογισμών.
Ποιο είναι επομένως, το δεύτερο συμπέρασμα; Χωρίς την επίλυση των μακροοικονομικών ανισορροπιών μίας οικονομίας, τα υψηλά και επί μακρόν πλεονάσματα καθίστανται ανώφελα και αναποτελεσματικά ως προς την προσπάθεια μείωσης του δημόσιου χρέους.
Η σχέση πετρελαίου και… πλεονασμάτων
Από την πλευρά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) θέτει στο επίκεντρο πρόσφατης έρευνάς του, τα πρωτογενή πλεονάσματα 55 οικονομιών του πλανήτη, από το 1800 έως το 2011.
Κατά το επίμαχο διάστημα, οι υπό εξέταση χώρες παρουσιάζουν πλεόνασμα 0,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, με το συγκεκριμένο ποσοστό να αυξάνεται στο 0,5% του ΑΕΠ ανάμεσα στις αναπτυγμένες οικονομίες. Όσον αφορά την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρείται σε 0,3% και 0,7% κατά μέσο όρο, αντίστοιχα.
Το Ταμείο, μεταξύ των συμπερασμάτων, ξεχωρίζει τον παράγοντα πετρέλαιο, ο οποίος συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση των δημοσιονομικών επιδόσεων των πετρελαιο-παραγωγικών κρατών, κάτι το οποίο βέβαια, αντικατοπτρίστηκε και στην περίπτωση της Νορβηγίας.
Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί θέσφατο. Ο λόγος; Οι διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου, γεγονός το οποίο εκδηλώθηκε σε μεγάλη ένταση τη διετία 2015-2016, όταν και η τιμή του αργού βρέθηκε στο επίπεδο των 33 δολαρίων ανά βαρέλι.
Το σύνολο των χωρών του ΟΠΕΚ αλλά και των υπόλοιπων πετρελαιο-παραγωγικών κρατών, υπέστησαν σημαντική δημοσιονομική καθίζηση, η οποία συνεπαγόταν την εκδήλωση υψηλότατων ελλειμμάτων, όπως συνέβη για παράδειγμα στη Σαουδική Αραβία και τη Βενεζουέλα.
Πηγή Sputnik, Γεράσιμος Χιόνης
Ποια είναι όμως, τα κοινά τους χαρακτηριστικά; Πρόκειται για μικρές αλλά «ανοιχτές» οικονομίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σχετικά χαμηλά επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας. Επικουρικά, αποτελούν χώρες με βιώσιμο χρέος, εξασφαλισμένη και μόνιμη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά και ισχυρούς-διαφανείς θεσμούς, οι οποίοι συνδυάζονται από υψηλά ποσοστά αποταμίευσης.