«Η παγκόσμια διαχείριση των ωκεανών στο μέλλον, η μείωση των πιέσεων μέσω μιας βιώσιμης γαλάζιας οικονομίας και οι υγιείς και καθαρές θάλασσες», είναι το αντικείμενο διάσκεψης υψηλού επιπέδου που πραγματοποιούν από κοινού το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 19 Μαρτίου, στις Βρυξέλλες.
Η διάσκεψη θα γίνει με τη συμμετοχή του προέδρου του ΕΚ, Αντόνιο Ταγιάνι, των Επιτρόπων, Καρμένου Βέλα (Περιβάλλον, Θαλάσσιες Υποθέσεις και Αλιεία) και Κάρλος Μοέδας (Ερευνα, την Επιστήμη και την Καινοτομία), της γενικής διευθύντριας του παγκόσμιου οργανισμού Nature Conservancy, Μαρίας Δαμανάκη, της αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, Εμα Ναβάρο, εκπροσώπων ινστιτούτων, περιβαλλοντικών οργανώσεων και επιχειρήσεων για το εμπόριο, την έρευνα και την ενέργεια.
Μεταξύ αυτών που γνωρίζουμε είναι ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η υπερεκμετάλλευση, οι εκπομπές άνθρακα, η ρύπανση και τα σκουπίδια ασκούν πιέσεις στη βιοποικιλότητα των ωκεανών.
Το ΕΚ δίνει στοιχεία για την οικονομική συμβολή των ωκεανών μέσω θέσεων εργασίας και της προαγωγής της οικονομικής σταθερότητας: Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες των οποίων οι δραστηριότητες σχετίζονται με τις θάλασσες και τις ακτές εκτιμάται ότι χρησιμοποιούν 7 εκατομμύρια εργαζόμενους. Κάποιοι τομείς μάλιστα γνωρίζουν ανάπτυξη, κυρίως η offshore παραγωγή ενέργειας, η ναυτιλία, ο παράκτιος τουρισμός και η αναψυχή.
Σε μια πρόσφατη δράση για τη βιώσιμη διαχείριση των θαλασσών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις αρχές του 2018 στρατηγική αντιμετώπισης της ρύπανσης από πλαστικά και μικροπλαστικά.
Η κατάσταση βελτιώνεται σε κάποια σημεία αλλά οι ευρωπαϊκές θάλασσες δεν είναι ακόμη σε καλή κατάσταση. Ενα θέμα είναι η υπερεκμετάλλευση των έμβιων όντων. Αν και οι πιέσεις στην αλιεία έχουν σημαντικά μειωθεί την τελευταία δεκαετία, πολλά είδη εξακολουθούν να υπεραλιεύονται πάνω από την βιώσιμη απόδοσή τους.
Αλλα προβλήματα προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή – που επηρεάζει τη θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας – από τον παράκτιο ευτροφισμό, τη ρύπανση με μόλυβδο και υδράργυρο, από ρυπαντές όπως φαρμακευτικά προϊόντα ή ενδοκρινολογικούς διαταρακτικούς παράγοντες και θαλάσσια σκουπίδια όπως πλαστικά. Παρατηρείται επίσης αύξηση της οξύτητας των ωκεανών ως αποτέλεσμα των εκπομπών άνθρακα και εισαγωγή μη ιθαγενών ειδών, μέσω των φορτίων και του Σουέζ.
Εκτιμάται ότι υπάρχουν πάνω από 150 εκατ. τόνοι πλαστικού, στις θάλασσες παγκοσμίως και χωρίς σημαντική δράση το 2050 θα υπάρχουν περισσότερα πλαστικά από ψάρια.
Ορισμένα από τα σκουπίδια αποτελούνται από μικροπλαστικά, που προκύπτουν από μεγαλύτερα κομμάτια πλαστικού ή αφήνονται ευθέως στο περιβάλλον, κυρίως από το πλύσιμο συνθετικών υφασμάτων (35 %) και από την τριβή των ελαστικών κατά την οδήγηση (28 %), ενώ τα μικροπλαστικά ατομικής φροντίδας προϊόντων αντιστοιχούν στο 2%.
Τι κάνει η ΕΕ για όλα αυτά;
Μια κοινή στρατηγική για την αλιεία άρχισε να εφαρμόζεται στη δεκαετία του ’70 και έκτοτε ανανεώνεται διαδοχικά.
Το 2008, η ΕΕ υιοθέτησε νομοθεσία για καλύτερη κατάσταση των ευρωπαϊκών θαλασσών ως το 2020, με στόχο τη βιώσιμη χρήση των θαλασσών και τη διατήρηση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.
Το 2013, η κοινή πολιτική αλιείας πήρε νέα κατεύθυνση και ζητάει η εκμετάλλευση των ιχθυαποθεμάτων να βασίζεται στη μέγιστη βιώσιμη απόδοσή τους, ως το 2020 το αργότερο.
Στο θέμα των πλαστικών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις αρχές του 2018 στρατηγική για τη διευθέτηση των πηγών των θαλάσσιων σκουπιδιών και των μικροπλαστικών. Και σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν βελτιώσεις: Στη Βαλτική, η κατάσταση των θηρευτών όπως οι γκρίζες φώκιες και οι θαλάσσιοι αετοί βελτιώνεται τις τελευταίες δεκαετίες. Ο αριθμός των υπεραλιευμένων ιχθυακών αποθεμάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό έχει σταθερά μειωθεί και υπάρχουν ενθαρρυντικές τάσεις στη βιοποικιλότητα των ψαριών στις εκβολές των ποταμών καθώς και καλή υγεία των θαλάσσιων πτηνών σε περιοχές που προστατεύονται από είδη όπως οι αρουραίοι.