11.4 C
Athens
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΠΡΩΤΗΣΕΛΙΔΑΓ. Στουρνάρας: «Η Ελλάδα επιστρέφει στις αγορές μετά την ενίσχυση του αποθέματος...

Γ. Στουρνάρας: «Η Ελλάδα επιστρέφει στις αγορές μετά την ενίσχυση του αποθέματος ρευστότητας»

Ανοικτό το ενδεχόμενο συμμετοχής των ελληνικών ομολόγων στο QE
Ολη η έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ

Η οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο άμεσο μέλλον υπό προϋποθέσεις, εκτιμά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δόθηκε σήμερα (σ.σ. Δευτέρα) στη δημοσιότητα. Παράλληλα, ο ίδιος ζήτησε από τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειες τους για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Στο πλαίσιο αυτό αναγκαία κρίνεται η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Σε αυτό θα συμβάλουν αποφασιστικά οι αποφάσεις του Eurogroup της 21ης Ιουνίου για την αναδιάρθρωση του χρέους και την ενίσχυση του αποθέματος ρευστότητας, αλλά και η δέσμευσή του ότι θα λάβει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εάν υπάρξουν απρόβλεπτες, δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Παράλληλα, η ΤτΕ εκτιμά ότι απαιτείται η υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Για τις Τράπεζες ο κ. Στουρνάρς υποστηρίζει ότι θα πρέπει να επιταχύνουν τις διαδικασίες μείωσης των κόκκινων δανείων προκειμένου να ξεπεράσουν τους στόχους που είχαν τεθεί.
Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισ. ευρώ (από 66,4 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά).
Ωστόσο, παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων.
Τέλος, η ΤτΕ υπογραμμίζει στην Εκθεση την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι και μετά το τέλος του προγράμματος η οικονομική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και θα αποφύγει διολίσθηση σε πρακτικές του παρελθόντος που έφεραν την κρίση. Αυτό, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, απαιτεί πρώτον, σταθερή πολιτική βούληση και δεύτερον, δραστική βελτίωση της λειτουργίας των μηχανισμών που καλούνται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή του δημόσιου τομέα.
Ανοικτό το ενδεχόμενο συμμετοχής των ελληνικών ομολόγων στο QE
Ανοιχτό άφησε το ενδεχόμενο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να συνεχίσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Στην Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που κατέθεσε στον πρόεδρο της Βουλής, ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι δεδομένου ότι οι αποφάσεις του Eurogroup συνδέονται με ενισχυμένη εποπτεία και αιρεσιμότητα (που αποτελούν ουσιαστικά τις προϋποθέσεις για τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης), ενώ παράλληλα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παρέχουν στην ΕΚΤ τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει τη διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Παράλληλα, παρέχουν στην ΕΚΤ τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (στην κανονική χρονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης).
Η Τράπεζα της Ελλάδος αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, εκτιμώντας ότι το 2018 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 2% (από 2,4% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη) και το 2019 στο 2,3% (από 2,5%).
Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
Θετικές καταγράφονται οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξάνονται. Από τον Ιούνιο του 2015, οπότε εισήχθησαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι συνολικές καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες έχουν αυξηθεί κατά 14,6 δισ. ευρώ (ή κατά περίπου 9%). Οι τραπεζικές πιστώσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σταθεροποίηση. Επίσης, οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες άντλησαν, για πρώτη φορά μετά το 2014, κεφάλαια ύψους 2.250 εκατ. ευρώ από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων με την έκδοση καλυμμένων ομολογιών.
Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων έχουν χαλαρώσει και η εξάρτηση των τραπεζών από την έκτακτη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος έχει μειωθεί σημαντικά, με το ανώτατο όριο χρηματοδότησης μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) να ανέρχεται σήμερα σε 10,9 δισ. ευρώ από 90 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015. Παρ’ όλα αυτά, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν περιοριστικές και τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων είναι υψηλά. Επίσης, το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει η σημαντικότερη πρόκληση για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
Γενικότερα, τα βασικά χρηματοοικονομικά μεγέθη των τραπεζών βελτιώνονται. Οπως αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ, το 2017 περιορίστηκαν οι ζημίες των ελληνικών τραπεζών, ενώ το α’ τρίμηνο του 2018 οι τράπεζες επανήλθαν σε κερδοφορία, η οποία όμως παραμένει αδύναμη. Η κεφαλαιακή επάρκεια διατηρείται σε υψηλό επίπεδο, οι πηγές χρηματοδότησης των τραπεζών έχουν διαφοροποιηθεί, ενώ η υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) συνεχίζεται σε συμμόρφωση με τους τεθέντες στόχους.
Η ανθεκτικότητα των τραπεζών επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα της πρόσφατης άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Οσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα (15,8% και 16,4% αντίστοιχα το Μάρτιο του 2018). Τους πρώτους μήνες του 2018 διεξήχθη, στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής άσκησης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, η σχετική άσκηση για τις τέσσερις σημαντικές ελληνικές τράπεζες. Σκοπός της άσκησης ήταν να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές για την τριετία 2018-2020, με σημείο αναφοράς τα μεγέθη της 31ης Δεκεμβρίου 2017 αναμορφωμένα για την επίπτωση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9/IFRS 9).
Συνολικά, κατά μέσο όρο, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών στο δυσμενές σενάριο υποχωρεί κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, που αντιστοιχούν σε μείωση των ιδίων κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος κατά 15,5 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η φιλοσοφία της άσκησης δεν ήταν τέτοια ώστε να τίθεται συγκεκριμένο ποσοτικό κριτήριο βάσει του οποίου θα αξιολογείτο αν οι τράπεζες πέτυχαν ή απέτυχαν στην άσκηση. Τουναντίον, τα αποτελέσματα ανά τράπεζα θα συνεκτιμηθούν από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, βάσει της οποίας ο επόπτης ενδέχεται να ζητήσει από κάποια τράπεζα να τηρεί πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ή/και να θέσει ποιοτικές απαιτήσεις (αναφερόμενες συχνά ως «απαιτήσεις του Πυλώνα ΙΙ»). Ωστόσο, δεν προέκυψε κεφαλαιακό έλλειμμα ως αποτέλεσμα της άσκησης.
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα υποχωρούν σταδιακά
Οι τράπεζες σημείωσαν πρόοδο με την κυριότερη πρόκληση την οποία αντιμετωπίζουν, δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ), καθώς μείωσαν το απόθεμα αυτών των στοιχείων κατά περίπου 10% στη διάρκεια του 2017. Τα ΜΕΑ ανήλθαν στο τέλος του 2017 σε 94,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 11 δισ. ευρώ έναντι του τέλους του 2016 (οι τράπεζες ξεπέρασαν κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ).
Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2017 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (6,5 δισ. ευρώ) και πωλήσεις (3,6 δισ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σύμφωνα με στοιχεία Μαρτίου 2018, το ύψος των ΜΕΑ μειώθηκε κατά 2,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2017, φθάνοντας τα 92,4 δισ. ευρώ ή το 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων. Η μείωση των ΜΕΑ κατά το α’ τρίμηνο του 2018 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις διαγραφές, που ανήλθαν σε 1,7 δισ. ευρώ. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν ελαφρώς μειωμένη σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Στο μέλλον αναμένονται καλύτερες επιδόσεις, καθώς οι τράπεζες έχουν ήδη ανακοινώσει, και σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιήσει, πωλήσεις δανείων.
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει αυξηθεί σημαντικά, σε 49% το Μάρτιο του 2018 από 46,2% το Δεκέμβριο του 2017, ενώ, αν συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται ξεπερνά το 100%. Η αύξηση στην κάλυψη από προβλέψεις οφείλεται κυρίως στην αναγνώριση νέων υψηλών προβλέψεων, λόγω της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9).
Οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των ΜΕΑ. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισ. ευρώ (από 66,4 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά). Η βελτίωση αυτή εκτιμάται ότι θα προέλθει από την επίσπευση πώλησης δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, καθώς επίσης και μέσω αύξησης των διαγραφών, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής. Παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για υπέρβαση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των ΜΕΑ και για επιτάχυνση των προσπαθειών βελτίωσης της ποιότητας στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

spot_img

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ