14.6 C
Athens
Κυριακή, 1 Δεκεμβρίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΔΙΕΘΝΗΗ βραδεία γεωπολιτική αφύπνιση της Γερμανίας

Η βραδεία γεωπολιτική αφύπνιση της Γερμανίας

Αρθρο των Τομάς Βιεντέρ και Πιοτρ Σμολάρ

Η Αγγελα Μέρκελ θα επισκεφθεί για πρώτη φορά αύριο (σ.σ. Πέμπτη) το οχυρό του Μπρεγκανσόν, τόπο των διακοπών των Γάλλων προέδρων. Αλλά δεν θα έχει πολύ καιρό να θαυμάσει τη θέα. Εχει πολλά θέματα να συζητήσει με τον πρόεδρο Μακρόν: Λευκορωσία, Τουρκία, Λίβανος. Και η εποχή δεν ενδείκνυται για την παραδοσιακή επιφυλακτικότητα της Γερμανίας.
Πράγματι, η Γερμανία είναι υποχρεωμένη να ασχοληθεί με κάτι που παραδοσιακά δεν της αρέσει: τη γεωπολιτική. Η μεταβολή αυτή υποκινείται από την επιδείνωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την άνοδο της Κίνας και την κρίση του κορονοϊού.
«Επί εβδομήντα χρόνια, η ομοσπονδιακή Γερμανία στηριζόταν πάντα στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της και η εξωτερική της πολιτική ήταν ευθυγραμμισμένη με εκείνη της Ουάσινγκτον», εξηγεί ο Ούλριχ Σπεκ από το Γερμανικό Ταμείο Μάρσαλ. «Η εμπιστοσύνη αυτή έχει πλέον διαρραγεί. Οι ΗΠΑ δεν παίζουν πια αυτόν τον ρόλο του στρατηγικού ηγέτη. Στο γεωπολιτικό επίπεδο, η Γερμανία πρέπει να θέτει ερωτήματα που δεν έθετε όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες τα απαντούσαν στη θέση της».
Η Κίνα είναι η άλλη δύναμη που αναγκάζει τη Γερμανία να βγει από την καθαρά εμπορική λογική που διείπε μέχρι τώρα τη σχέση των δύο χωρών. Στα μέσα Ιουνίου, η Αγγελα Μέρκελ αναγκάστηκε να ματαιώσει τη σύνοδο της Λειψίας, που ήταν προγραμματισμένη για τα μέσα Σεπτεμβρίου και στην οποία θα συμμετείχαν οι ηγέτες της ΕΕ και η Κίνα. Οπως εαπισημαίνει η ερευνήτρια Κλερ Ντεμέ, από την Επιτροπή μελετών των γαλλογερμανικών σχέσεων, το Βερολίνο έχει τώρα δύο προτεραιότητες απέναντι στο Πεκίνο. Πρώτον, οι Ευρωπαίοι πρέπει να καθορίσουν τα συμφέροντά τους και να αγωνιστούν για αμοιβαία πρόσβαση στις αγορές. Δεύτερον, η Γερμανία θέλει να εμβαθύνει τις συζητήσεις με το Πεκίνο για τα μεγάλα πολυμερή ζητήματα, όπως είναι η μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, η διεθνής ασφάλεια και το διεθνές εμπόριο.
«Απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, οι Γερμανοί δεν θέλουν να είναι ακτιβιστές όπως οι Γάλλοι», τονίζει ο Γιόζεφ ντε Βεκ από το Berlin Policy Journal, ένα περιοδικό που εκδίδει το Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. «Η Γερμανία μοιάζει να αντιδρά πάντα με καθυστέρηση. Ομως τα πράγματα αλλάζουν. Η Μέρκελ κατάλαβε ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα μπορεί να αποτελέσουν μια απειλή κι ότι η Γερμανία πρέπει να προβάλει μεγαλύτερη αντίσταση».
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Γερμανοί χρησιμοποιούν πλέον πολύ συχνότερα τον όρο «ευρωπαϊκή κυριαρχία», που εισήγαγε πρώτος ο Μακρόν. Εννοούν βέβαια κυρίως την κυριαρχία στον ψηφιακό τομέα και τις τεχνολογίες, όχι στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο. Αλλά κι αυτό μπορεί να αλλάξει.
Μεταξύ των χωρών για τις οποίες το Βερολίνο και το Παρίσι έχουν κοινές απόψεις είναι το Ιράν. Και οι δύο, μαζί με τη Βρετανία, προσπαθούν να σώσουν τη συμφωνία για τα πυρηνικά. Πιο επιφυλακτική, αντίθετα, εμφανίζεται η Γερμανίδα καγκελάριος απέναντι στην κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Παρισιού και Αγκυρας. Το Βερολίνο απλώς «σημείωσε», χωρίς να υποστηρίξει, την αποστολή γαλλικών ενισχύσεων στην ανατολική Μεσόγειο. Οι γερμανικές επιφυλάξεις εξηγούνται από την παρουσία 3 εκατομμυρίων Τούρκων σε γερμανικό έδαφος. Επιπλέον, η Μέρκελ έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μόνη αποτελεσματική διπλωματία με τον Ερντογάν είναι αυτή που δεν κάνει θόρυβο.
Η άλλη διαφωνία μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού αφορά παραδόξως τη Ρωσία. Η Γερμανία δεν είδε με ενθουσιασμό τον μεγαλοπρεπή τρόπο με τον οποίο ο Γάλλος πρόεδρος παρουσίασε πέρυσι την πρόταση στρατηγικού διαλόγου προς τη Μόσχα. Κατά βάθος, όμως, το Βερολίνο συμφωνεί ότι πρέπει οι δύο πλευρές να μιλήσουν για μια αρχιτεκτονική κοινής ασφαλείας. «Στο ενεργειακό πεδίο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γερμανία είναι εκείνη που υπερασπίζεται πιο σθεναρά την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2», λέει ο Γιόζεφ ντε Μπεκ.
Στις αρχές του 2016, μόλις το 28% των Γερμανών είχε απαντήσει σε μια έρευνα ότι η Γερμανία πρέπει να αναλαμβάνει μεγαλύτερες ευθύνες στα διεθνή ζητήματα. Στο τέλος του 2019, το ποσοστό αυτό είχε φτάσει το 42%. Και η μεγαλύτερη άνοδος αφορά τους νέους ψηφοφόρους: το ποσοστό σε αυτή την κατηγορία αυξήθηκε από 36% σε 52%.
Πηγή Le Monde

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

spot_img

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ