Με τις συνέπειες από την πολυετή οικονομική κρίση και την πανδημία του κορονοϊού να είναι ακόμη νωπές, η ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις καλούνται να διαχειριστούν ένα ακόμη σφοδρό κτύπημα από την διεθνή έκρηξη του ενεργειακού κόστους.
Εχοντας δώσει τα τελευταία χρόνια μια άνιση μάχη επιβίωσης, οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και οι Ελληνες βιοτέχνες, βλέπουν το ενεργειακό μέτωπο ως την «χαριστική βολή» στα όποια σχέδια συνέχισης της παραγωγικής τους δραστηριότητας.
Με τις έως τώρα ενδείξεις οι αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα είναι τουλάχιστον 165%, ενώ σε σχέση με πέρυσι η αύξηση στους λογαριασμούς φυσικού αερίου υπερβαίνει το 300%. Η εκτίναξη του κόστους ενέργειας θα επηρεάσει σημαντικά τη ρευστότητα όλων των επιχειρήσεων. Ηδη, η μια στις τέσσερις επιχειρήσεις, έχουν απλήρωτους λογαριασμούς.
Είναι προφανές, ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν την αύξηση του ενεργειακού κόστους, με αποτέλεσμα, είτε να αναγκαστούν να το μετακυλήσουν στους καταναλωτές, είτε να οδηγηθούν σε μειωμένο κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων και άρα σε κίνδυνο περισσότερων λουκέτων. Την ενεργειακή μετάβαση στην κλιματική αλλαγή, δεν πρέπει να την «πληρώσουν» μόνο οι ΜμΕ και τα νοικοκυριά.
Παράλληλα η ακρίβεια θα συνεχίσει το επόμενο διάστημα την αυξητική της πορεία, καθώς τα αποθέματα που υπήρχαν μέχρι σήμερα και συγκρατούσαν σε ένα βαθμό το άλμα των τιμών, έχουν πλέον εξαντληθεί. Ενέργεια, μεταφορικά και πρώτες ύλες αυξάνονται καθημερινά εκτινάσσοντας το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων οι οποίες πλήττονται και από τις περιορισμένες καταναλωτικές δυνατότητες των πολιτών που βλέπουν καθημερινά τα εισοδήματά τους να «ψαλιδίζονται» λόγω της ακρίβειας.
Την ίδια στιγμή οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την επιδότηση των τιμολογίων ρεύματος των επιχειρήσεων, κινούνται στη σωστή κατεύθυνση αρκεί να έχουν ως στόχο την ουσιαστική στήριξη και να ακολουθήσουν εξειδικευμένα μέτρα για τις βιοτεχνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.
Σε ό,τι αφορά στα μελλοντικά μέτρα, που εξετάζονται ανά επαγγελματικό κλάδο, ανάλογα με την βαρύτητα του ενεργειακού κόστους, υπάρχει βάσιμος φόβος να οδηγηθούμε σε αδικίες και ανισότητες μεταξύ των επιχειρήσεων. Χρειάζεται αξιολόγηση από το οικονομικό επιτελείο και προσεκτική προσέγγιση, για να αποδειχτεί στην πράξη ότι τα μέτρα θα στηρίξουν ουσιαστικά τις επιχειρήσεις. Διαφορετικά ο κίνδυνος αναστολής της λειτουργίας τους και η συσσώρευση νέων κόκκινων δανείων είναι παραπάνω από ορατός.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, απαιτείται άμεσα η αντίδραση της Κυβέρνησης με επιδότηση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, παράταση της δημοσιονομικής χαλάρωσης, μείωση του ΦΠΑ σε συγκεκριμένα προϊόντα αλλά και στους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, φοροελαφρύνσεις όπως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και του ειδικού φόρου και φυσικά «πυροσβεστικά» μέτρα οικονομικής ανακούφισης, ανάλογα με εκείνα ενδεχομένως που ελήφθησαν την εποχή της πανδημίας – όπως ήταν π.χ. επιστρεπτέες προκαταβολές, αποζημιώσεις για αναστολές, αποζημίωση παγίων δαπανών κ.λπ.
Συγκεκριμένα, για την αντιμετώπιση των άμεσων και πιεστικών προβλημάτων της οικονομίας, το Β.Ε.Α. έχει διατυπώσει τις παρακάτω θέσεις – προτάσεις:
-μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 20%,
-περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από 3 σε 5 μονάδες,
-μείωση του ΕΝΦΙΑ και απαλλαγή από τον συμπληρωματικό φόρο,
-μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις στο 50%,
-πλήρη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης,
-κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος,
-καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή στο 6%,
-Ελαστικοποίηση του αυστηροποιημένου πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς πλέον η ακόμη και για μία ημέρα καθυστέρηση της διευθέτησης οποιασδήποτε οφειλής (καταβολή δόσης), συνεπάγεται απώλεια της ρύθμισης. Με τα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση να έχουν φτάσει τα 109,1 δις, η εντατικοποίηση της εφαρμογής αναγκαστικών μέτρων (κατασχέσεις, “πάγωμα” λογαριασμών, μέτρα εις χείρα τρίτων) δεν αποτελεί σε καμία περίπτωσή ενδεδειγμένη λύση,
-Μέτρα για την ενίσχυση της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας: ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, κίνητρα και παρεμβάσεις που ευνοούν την επιχειρηματική μεγέθυνση, την καλλιέργεια δεξιοτήτων, την εξωστρέφεια, την πρόσβαση στην καινοτομία,
-Μεταρρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη: με στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σταδιακή απεξάρτηση από τον λιγνίτη, με νέα πολιτική για τα απορρίμματα με ανακύκλωση στην πηγή, επαναχρησιμοποίηση υλικών, και επεξεργασία των υπολειμμάτων των απορριμμάτων για παραγωγή ενέργειας. Προετοιμασία των πόλεων και των μέσων μαζικής μεταφοράς για ηλεκτροκίνηση και εκπομπή μηδενικών ρύπων. Ολοκλήρωση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Οργανωμένα σχέδια πρόληψης και αντιμετώπισης των πυρκαγιών και των επιπτώσεων από επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα.
Η επόμενη ημέρα της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, προδιαγράφεται δυσοίωνη εάν δεν παρθούν τώρα μέτρα, που όχι απλά θα ανακουφίζουν, αλλά θα δημιουργούν και τις προϋποθέσεις επανεκκίνησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εάν δεν δράσουμε τώρα, τότε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων αυτών, δεν θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
Παύλος Ραβάνης-Πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητήριου Αθήνας
Είναι προφανές, ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν την αύξηση του ενεργειακού κόστους, με αποτέλεσμα, είτε να αναγκαστούν να το μετακυλήσουν στους καταναλωτές, είτε να οδηγηθούν σε μειωμένο κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων και άρα σε κίνδυνο περισσότερων λουκέτων.