Άρθρο του προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλη Κορκίδη
Τα εισοδήματα μπορεί να αυξάνονται στην Ελλάδα, αλλά και πάλι δεν επαρκούν για πολλά νοικοκυριά, καθώς το κόστος διαβίωσης, ειδικά της στέγασης, υπηρεσιών και διατροφής, έχει αυξηθεί δυσανάλογα τα τελευταία τρία χρόνια. Τα συμπεράσματα πρόσφατων ερευνών στη χώρα μας καταλήγουν πως το μηνιαίο εισόδημα των μισθωτών, παρά το γεγονός πως αυξάνεται περαιτέρω από 1η Απριλίου 2025, εντούτοις για τα νοικοκυριά που βασίζονται στον μισθό επαρκεί μεσοσταθμικά από 19 έως 23 ημέρες τον μήνα. Επίσης σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πέρυσι ήταν 30% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και στη προτελευταία θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη πριν τη Βουλγαρία. Όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ δέκα χώρες στην ΕΕ-27 ξεπερνούν τον μέσο όρο με πρώτο το Λουξεμβούργο κατά 241%.
Σύμφωνα με τους δείκτες που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, δηλαδή το εισόδημα που διατίθεται προς κατανάλωση, αλλά και αποταμίευση, παρουσίασε ετήσια ονομαστική αύξηση 5,6% το 2024. Όμως σε πραγματικούς όρους, δηλαδή σε μονάδες αγοραστικής δύναμης PPS, η αύξηση ήταν ηπιότερη στο 2,5%, καθότι την ίδια περίοδο το γενικό επίπεδο των τιμών κινήθηκε ανοδικά κατά 3%. Σημειωτέον πως η μεγαλύτερη αύξηση τόσο του ονομαστικού όσο και του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος καταγράφηκε το 2021 με 13% και 11% αντίστοιχα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, στην Ελλάδα, όταν προσαρμόζεται με την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης PPP ισοδυναμεί με 207% του παγκόσμιου μέσου όρου, αλλά το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν εκφρασμένο σε ευρωπαϊκά πρότυπα αγοραστικής δύναμης PPS κυμάνθηκε το 2024 στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ. Προς ενημέρωση, το 2008 ήταν στο 93% και μετά δέκα χρόνια, το 2018 κατακρημνίστηκε στο 66%.
Το πρότυπο αγοραστικής δύναμης, με συντομογραφία PPS, είναι ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται από τη Eurostat για το κοινό νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα μεγέθη των εθνικών λογαριασμών όταν προσαρμόζονται για διαφορές σε επίπεδο τιμών με χρήση ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης. Θεωρητικά, το PPS είναι μια τεχνητή νομισματική μονάδα, η οποία μπορεί να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα. Ωστόσο, οι διασυνοριακές διαφορές τιμών σημαίνουν ότι χρειάζονται διαφορετικές ποσότητες εθνικών νομισματικών μονάδων για τα ίδια αγαθά και υπηρεσίες ανάλογα με τη χώρα.
Η ισοτιμία αγοραστικής δύναμης PPP είναι μια μέτρηση που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση της οικονομικής παραγωγικότητας και του βιοτικού επιπέδου διαφορετικών χωρών, μέσω της προσέγγισης τιμών και ποσοτήτων για το ίδιο «καλάθι αγαθών».
Στην Ελλάδα ο μισθός παραμένει βασική πηγή εισοδήματος για τη μεγάλη πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, άνω του 50% των νοικοκυριών δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μηνιαίο μισθό. Βάσει λοιπόν όλων των στοιχειών η ενίσχυση του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας με την αύξηση των αμοιβών ανά απασχολούμενο έχει τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος. Είναι απόλυτα κατανοητό πως για τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, μια αύξηση της τάξης του 6% στο κατώτατο μισθό, βελτιώνει ελάχιστα την οικονομική τους κατάσταση, καθώς εξανεμίζεται από τον πληθωρισμό, αλλά δεν παύει να είναι υπερδιπλάσια του πληθωρισμού που κυμαίνεται στο 2,7%. Η πέμπτη κατά σειρά αύξηση από το 2019 του κατώτατου μισθού που ανακοινώθηκε είναι σωστή και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων των επιχειρήσεων. Η αύξηση από τα 830 στα 880 ευρώ ή από τα 910 στα 968 ευρώ, με βάση τους 14 μισθούς, καθώς και το γεγονός ότι συμπαρασύρει ανοδικά 19 επιδόματα θα ενισχύσει το εισόδημα, όχι μόνο των 575.000 που αμείβονται με τον κατώτατο, αλλά και άλλων 1,6 εκατ. εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και 770.000 υπαλλήλων του Δημοσίου.
Παραταύτα, η οικονομική ανισότητα μεταξύ κατώτατου μισθού και διαθέσιμου εισοδήματος στη χώρα μας, επιβεβαιώνεται από τα χαμηλά επίπεδα αγοραστικής δύναμης, κάτω από τα 1.000 PPS, που είναι η τρίτη και χαμηλότερη ευρωπαϊκή κατηγορία. Ενώ λοιπόν μέχρι σήμερα η αύξηση του κατώτατου μισθού, σε βάθος πενταετίας, είναι 35,4%, για το ίδιο διάστημα η πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος στη χώρα μας δεν ξεπέρασε τα επίπεδα του 13%, δημιουργώντας ένα εισοδηματικό κενό άνω του 22%. Αυτή είναι και η ποσοστιαία απόσταση μεταξύ μέσου εισοδήματος και αγοραστικής δύναμης.
Υπό πληθωριστικές προϋποθέσεις, ο στόχος για 950 ευρώ κατώτατο μισθό και 1.500 ευρώ μέσο μισθό μέχρι το 2027 μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος του μισθολογικού κενού και των αναγκών του κόστους ζωής, αλλά από η αύξηση αναλογεί σε 8% και δεν επαρκεί. Η αύξηση των μισθών, που θα μας οδηγήσει στην εισοδηματική σύγκλιση με την υπόλοιπη ΕΕ και θα ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πολιτών θα πρέπει να συνοδεύεται με λελογισμένη μείωση φόρων και εισφορών. Η εξαγγελθείσα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5 μονάδες το 2027 αργεί και δεν επαρκεί. Οι όποιες μειώσεις θα πρέπει να συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Ο βασικός στόχος για τη δημιουργία περισσότερων, βιώσιμων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη διατήρηση και βελτίωση του ρυθμού ανάπτυξης, προϋποθέτει κυρίως βιώσιμες επιχειρήσεις.
Η φωτογραφία παραχωρήθηκε από το ΕΒΕΠ