Οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη καταγράφουν μεγαλύτερες αυξήσεις από τις τιμές των άλλων ομάδων προϊόντων, συμβάλλοντας περισσότερο στον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, η μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Μάρτιο στο 5,4% σε ετήσια βάση από 6,5% τον Φεβρουάριο οφειλόταν στη μείωση των τιμών ενέργειας κατά 14,7%, ενώ αντίθετα οι τιμές των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού συνέχισαν να αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό 11,8% έναντι αύξησης 12,2% τον Φεβρουάριο.
Στην Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 6,9% από 8,5%, με την αποκλιμάκωση να οφείλεται επίσης στις τιμές ενέργειας, οι οποίες μειώθηκαν 0,9% έναντι αύξησης 13,7% τον Φεβρουάριο, ενώ οι τιμές στα τρόφιμα, αλκοόλ και καπνό συνέχισαν να αυξάνονται και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό (15,4% έναντι 15% τον Φεβρουάριο).
Οι άλλοι επιμέρους δείκτες, όπως των τιμών μη ενεργειακών βιομηχανικών προϊόντων και των υπηρεσιών αυξήθηκαν, αλλά πολύ λιγότερο απ’ ό,τι των τροφίμων (6,6% και 5%, αντίστοιχα).
Παράλληλα, όμως, από στοιχεία που ανακοίνωσε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) προκύπτει ότι οι διεθνείς τιμές των τροφίμων, οι οποίες διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, μειώθηκαν φέτος τον Μάρτιο, για 12ο συνεχόμενο μήνα, μετά το ράλι που έκαναν το 2021 και το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Ο γενικός δείκτης τιμών του FAO ήταν μειωμένος κατά 20,5% σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα του Μαρτίου 2022, καθώς μειώθηκαν οι τιμές στα φυτικά έλαια (47,7%), στα δημητριακά (18,6%), στα γαλακτοκομικά προϊόντα (15,6%) και τα κρέατα (5,3%) και μόνο οι τιμές της ζάχαρης συνέχισαν την ανοδική τους κούρσα, σκαρφαλώνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2016.
Η αντίθετη πορεία των διεθνών τιμών των τροφίμων σε σχέση με τις λιανικές τιμές στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη έχει διάφορες εξηγήσεις.
Κατ’ αρχήν, οι εγχώριες σχετίζονται εν μέρει μόνο με τις διεθνείς τιμές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι διεθνείς τιμές αύξησαν κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες τις λιανικές τιμές των τροφίμων το 2022, δηλαδή εξηγούν ένα μέρος μόνο των αυξήσεων τους.
Δεύτερον, υπάρχει σημαντική χρονική υστέρηση όσον αφορά το πέρασμα των αυξήσεων ή μειώσεων των διεθνών τιμών στις λιανικές, η οποία εκτιμάται από το ΔΝΤ σε 6 έως 12 μήνες.
Τρίτον, οι εγχώριες τιμές επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τη φύση της παραγωγής διάφορων αγροτικών προϊόντων, όπως π.χ. του ελαιόλαδου, η παραγωγή του οποίου γίνεται μία φορά τον χρόνο.
Επομένως η τιμή του στα ράφια δεν θα μειωθεί παρά μόνο με τη νέα παραγωγή του στα τέλη του έτους, εφόσον το κόστος της είναι μειωμένο, όπως αναμένεται λόγω της μείωσης στις τιμές σημαντικών αγροτικών εισροών, όπως των λιπασμάτων και της ενέργειας. Αναφορικά με τις τιμές των λιπασμάτων, άλλη μελέτη του ΔΝΤ δείχνει ότι κάθε μεταβολή στις τιμές τους επηρεάζει άμεσα τις διεθνείς τιμές των σιτηρών μέσα σε τέσσερα τρίμηνα.
‘Ακης Χαραλαμπίδης