Τρία μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του, ο Γκιστάβ Φλομπέρ τύπωσε ένα μικρό βιβλίο, υπό τον τίτλο «Τρεις ιστορίες», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και στα καθ’ ημάς, σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια
Τρία μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του (σε ηλικία 59 χρόνων), το 1877, ο Γκιστάβ Φλομπέρ τύπωσε ένα μικρό βιβλίο, υπό τον τίτλο «Τρεις ιστορίες», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και στα καθ’ ημάς, σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια, και με επίμετρο του Σωτήρη Παράσχα, από τις εκδόσεις Αντίποδες. Το βιβλίο έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Φλομπέρ, ο οποίος, πάντως, πρόλαβε να εισπράξει έναν θρίαμβο από επαινετικές κριτικές του γαλλικού Τύπου, που έσπευσε σύσσωμος να το αποθεώσει. Το σύντομο αυτό τρίπτυχο βρίσκεται τα πολλά τελευταία χρόνια στην αιχμή του δόρατος των μελετών και της φιλολογικής έρευνας για τον Φλομπέρ, τόσο εντός όσο και εκτός Γαλλίας. Κριτικοί και μελετητές φρόντισαν να του αναγνωρίσουν μεγάλη αξία στον καιρό του, και για τον ίδιο λόγο το αναγνωρίζουν ευρέως και στις ημέρες μας – παλαιότεροι και σύγχρονοι δεν έπαψαν και δεν έχουν πάψει να βλέπουν στις σελίδες του τη συνόψιση της μυθιστορηματικής παραγωγής του Φλομπέρ.
Τι ακριβώς συμβαίνει στις «Τρεις ιστορίες»; Στην πρώτη, και ίσως την περισσότερο σχολιασμένη, υπό τον τίτλο «Απλή καρδιά», ταξιδεύουμε στη γαλλική επαρχία της εποχής του συγγραφέα, παρακολουθώντας τη βασανισμένη ζωή μιας χαζούλας αλλά συγκινητικά αγνής και αθώας υπηρέτριας, της Φελισιτέ, η οποία αγαπά με περισσή φροντίδα πρώτα έναν άντρα, ύστερα την κυρία της -μαζί με τα παιδιά της, κατόπιν τον ανιψιό της -κι έναν ηλικιωμένο- και στο τέλος έναν παπαγάλο, τον οποίο και εκλαμβάνει ως ενσάρκωση του Αγίου Πνεύματος. Η Φελισιτέ πεθαίνει χωρίς ανταπόκριση στην άδολη αγάπη της και οι κριτικοί συσχετίζουν τον ρεαλιστικό μικρόκοσμό της με τη μυθιστορηματική σύνθεση της «Κυρίας Μποβαρύ» (1857). Στη δεύτερη ιστορία, με τίτλο «Άγιος Ιουλιανός ο φιλόξενος», πρωταγωνιστής είναι ένας μεσαιωνικός φεουδάρχης, που σκοτώνει με μανία άγρια ζώα, και από το χέρι του οποίου θα πεθάνουν και οι γονείς του. Φορτωμένος ενοχές, ο Ιουλιανός θα καταλήξει ζητιάνος και θα αναληφθεί στους ουρανούς, αγκαλιάζοντας έναν λεπρό. Η κριτική βρήκε εδώ το κλίμα υποβολής του «Πειρασμού του Αγίου Αντωνίου» (1874). Στην τρίτη ιστορία, που τιτλοφορείται «Ηρωδιάδα», και έχει συγκριθεί με την μπαρόκ ατμόσφαιρα της «Σαλαμπώ» (1862), πρωταγωνιστούν ο χορός της Σαλώμης και ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή στο πλαίσιο των συγκρούσεων των πολιτικών φατριών και των ποικίλων εθνοτήτων της αρχαίας εβραϊκής επικράτειας. Κι αν ο Ιουλιανός ανεβαίνει στους ουρανούς όταν αγκαλιάζει τον λεπρό, στην «Ηρωδιάδα» ο Ηρώδης αναγκάζεται να δει τον Ιωάννη, τον οποίο λατρεύει κρυφά, να χάνει το κεφάλι του ύστερα από συζυγική παραγγελία.
Πώς συνδέονται μεταξύ τους τρία τόσο διαφορετικά μεταξύ τους θέματα και τρεις τόσο απομακρυσμένες η μια από την άλλη εποχές; Οι κριτικοί ψάχνουν ακόμα και σήμερα ένα πειστικό συνδετικό νήμα, το οποίο είναι κατά πάσα πιθανότατα η αγιοσύνη (η Φελισιτέ γίνεται αγία λόγω των υπέρτερων συναισθημάτων της, ο Άγιος Ιουλιανός εξαιτίας των ανομημάτων του και ο Ιωάννης χάρη στην επίμονη ηθική του, η οποία τρέφει την αποστροφή του για την Ηρωδιάδα). Δεν αποκλείεται, όμως, το κοινό έδαφος να είναι οι παραισθήσεις και η παράνοια που διατρέχουν, φανερά ή υπόγεια, και τα τρία διηγήματα, ή και η μοντερνιστική (κάθε άλλο παρά ρεαλιστική ή νατουραλιστική) πίστη του Φλομπέρ στην έκπληξη και στη γοητεία την οποία μπορεί να προκαλέσουν το παράξενο και το ασύνδετο (για όλα αυτά βλ. το πυκνά αναπτυγμένο και εξαιρετικά διεισδυτικό επίμετρο του Παράσχα).
Ο έπαινος είναι πολλαπλός για τη Δημητρούλια: όχι μόνο για τη μετάφρασή της, που έπρεπε να αντιμετωπίσει την εποχή του Φλομπέρ, τον Μεσαίωνα και την εβραϊκή αρχαιότητα (τα εξηγεί όλα πολύ καλά στο μεταφραστικό της σημείωμα), ενοφθαλμίζοντας και εγκλιματίζοντας τα κείμενα στο σύγχρονο γλωσσικό αίσθημα, αλλά και να αναμετρηθεί με τις παλαιότερες μεταφράσεις του τρίπτυχου, παλεύοντας με τον χρόνο και με τις νέες ανάγκες μετάφρασης του ίδιου κειμένου σε υστερότερη φάση από εκείνη της γέννησής του. Κι ένα επιπλέον επίτευγμα είναι το πώς δούλεψε η μεταφράστρια με το ίδιο το ύφος του Φλομπέρ, που συνδυάζει την αφαιρετική συμπύκνωση της ποίησης με τον λοξό (αν μη τι άλλο) ρεαλισμό, με τη λεπτή ειρωνεία (ιδίως ως προς το διήγημα με τη Φελισιτέ) ή με τα φίλτρα συναισθηματικής απόστασης του αφηγητή, καθώς και με ένα είδος εικαστικής ή και βαριά διακοσμητικής γραφής, όπου κάθε λέξη και κάθε φράση διεκδικούν τον ρόλο τους. Σίγουρα, ένα μεταφραστικό, αλλά και μεταφρασιολογικό (αν λάβουμε υπόψη το μεταφραστικό σημείωμα) κατόρθωμα.
Β. Χατζηβασιλείου