της Sylvie Kauffmann (*)
Η κατηγορία είναι σοβαρή, αλλά ο άνθρωπος μιλάει εκ πείρας. Σε πολλές από τις συνεντεύξεις που έδωσε αυτές τις ημέρες για να προωθήσει τον πρώτο τόμο των Απομνημονευμάτων του, ο Μπάρακ Ομπάμα μίλησε για την απειλή που συνιστά η παραπληροφόρηση για τη δημοκρατία. «Αν δεν έχουμε την ικανότητα να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος», είπε ο πρώην πρόεδρος στο Atlantic, «τότε εξ ορισμού η ελεύθερη αγορά των ιδεών δεν λειτουργεί. Και εξ ορισμού δεν λειτουργεί η δημοκρατία μας. Ζούμε μια επιστημολογική κρίση».
Ο Ομπάμα ξέρει για τι μιλάει: είναι ο άνθρωπος που αναγκάστηκε να ξεθάψει από τα αρχεία της Χαβάης το πλήρες πιστοποιητικό της γέννησής του για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Ντόναλντ Τραμπ ότι δεν έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Χάρις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κατηγορία εναντίον του γιγαντώθηκε και έγινε κίνημα, το «birtherism», μια εκδοχή του νατιβισμού.
«Να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος»: μια κουβέντα είναι. Εδώ ο διάδοχος του Ομπάμα συνεχίζει να υποστηρίζει ότι κέρδισε τις εκλογές, όταν όλοι ξέρουν ότι τις έχασε. Ο Ντόναλντ Τραμπ θα περάσει στην ιστορία ως ο πρόεδρος επί της θητείας του οποίου οι Ηνωμένες Πολιτείες περιφρόνησαν και τσαλαπάτησαν την αλήθεια.
Ο Ομπάμα δεν ρίχνει όλη την ευθύνη στα social media, το πρόβλημα είχε ξεκινήσει από πριν, υποστηρίζει. Ο ίδιος, άλλωστε, είναι από τους πρώτους που κατάλαβαν την πολλαπλασιαστική τους δύναμη και στηρίχθηκε σε αυτά τόσο για την εκλογή του, το 2008, όσο και για την επανεκλογή του, το 2012. Ο Ομπάμα είχε 34 εκατομμύρια φίλους στο Facebook. Και το επιτελείο του τους είχε ζητήσει να αναπαράγουν τα μηνύματα του, να κάνουν δηλαδή προεκλογική εκστρατεία εκ μέρους του.
Οι Δημοκρατικοί έχουν έτσι μια μάλλον θετική άποψη για τα δίκτυα αυτά. «Οι χρήστες του Διαδικτύου έχουν μια ευαισθησία και μια κουλτούρα, δεν ανέχονται την ανεντιμότητα και το ψέμα», λέει ο Τέντι Γκοφ, επικεφαλής της ψηφιακής εκστρατείας του Ομπάμα. Ο πρόεδρος είχε απευθείας επαφή με τους ψηφοφόρους, χωρίς να είναι αναγκασμένος να περνάει από το φίλτρο των μέσων ενημέρωσης. Ο Ντέιβιντ Καρ των New York Times, όμως, προειδοποιούσε: «Το πρόβλημα με αυτά τα δίκτυα είναι ότι λειτουργούν και προς τις δύο κατευθύνσεις».
Ο Ντόναλντ Τραμπ το κατάλαβε πολύ καλά. Και κατάφερε να στρέψει το όπλο των social media κατά των Δημοκρατικών. Κυρίως όμως κατάφερε να διασπείρει στη δημόσια συζήτηση το δηλητήριο της αμφιβολίας, των «εναλλακτικών γεγονότων», του ψέματος και της συνωμοσίας. Η Χίλαρι Κλίντον ήταν μέλος ενός δικτύου παιδεραστών, ο δόκτωρ Φάουτσι εισήγαγε ο ίδιος τον ιό στην Κίνα, οι Δημοκρατικοί έκλεψαν τις εκλογές. Ποιοι ευθύνονται; «Big money, big media, big tech», φώναζε ο Τραμπ τη νύχτα της 3ης Νοεμβρίου.
Λίγες ημέρες αργότερα κυκλοφορούσε στη Γαλλία το ντοκιμαντέρ «Hold-up, επιστροφή στο χάος», που καταγγέλλει μια υποτιθέμενη παγκόσμια συνωμοσία γύρω από την Covid-19. Οι υπεύθυνοι εδώ είναι ο Μπιλ Γκέιτς, το Νταβός, οι πλούσιοι και το Ινστιτούτο Παστέρ, «που κατασκεύασε τον ιό»… Το Hold-up είναι ένα πιστό, αλλά μεγαλύτερο, αντίγραφο ενός αμερικανικού βίντεο που κυκλοφόρησε τον Μάιο με τίτλο «Plandemic» και υποστήριζε ότι η Covid-19 είναι μια γιγαντιαία συνωμοσία με σκοπό να επιβληθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός στους Αμερικανούς.
Συναντάς εδώ τα ίδια ψέματα, τους ίδιους επιστήμονες που έχουν εκδιωχθεί από την κοινότητά τους. Τα ντοκιμαντέρ αυτά παρακολουθούνται από εκατομμύρια ανθρώπους προτού τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λάβουν μέτρα για τον περιορισμό της κυκλοφορίας τους. Στη Γαλλία, η αντίδραση αυτών των μέσων ήταν καθυστερημένη, τονίζει ο Τριστάν Μεντές-Φρανς, ειδικός για την ψηφιακή κουλτούρα και τη συνωμοσιολογία. Το ζήτημα δεν είναι να απαγορευτούν αυτά τα ντοκιμαντέρ, σημειώνει, αλλά να περιοριστεί η προβολή τους στους περιθωριακούς κύκλους που κανονικά θα τα έβλεπαν.
Αυτό το γαλλογερμανικό παράλληλο είναι ανησυχητικό. Οπως δείχνουν οι έρευνες, οι Γάλλοι γοητεύονται όλο και περισσότερο από συνωμοσιολογικές θέσεις. Ποιος ελέγχει τη δημόσια συζήτηση σε έναν πολύπλοκο ψηφιακό κόσμο; Τόσο στη Γαλλία όσο και στις ΗΠΑ, το θέμα αυτό έχει γίνει κρίσιμο για τη δημοκρατία.
(*) Η Σιλβί Κοφμάν είναι αρθρογράφος της Monde
(Πηγή: Le Monde)