Ξεχωρίζουν το υποψήφιο για Όσκαρ animation «Οι Αναμνήσεις Ενός Σαλιγκαριού», το ελληνικό δράμα «Wishbone» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου και το σουρεαλιστικό «Οικουμενική Γλώσσα» από τον Καναδά, ενώ προβάλλεται και το το διάσημο παραμύθι «Χιονάτη» της Disney
Ακόμη μία παραφορτωμένη από πρεμιέρες εβδομάδα ξεκινά απόψε, με δέκα καινούργιες ταινίες, που θα αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη απ’ αυτές του απογοητευτικού εισπρακτικά προηγούμενου επταήμερου. Ξεχωρίζουν το υποψήφιο για Όσκαρ animation «Οι Αναμνήσεις Ενός Σαλιγκαριού», το ελληνικό δράμα «Wishbone» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου και το σουρεαλιστικό «Οικουμενική Γλώσσα» από τον Καναδά, ενώ προβάλλεται και το το διάσημο παραμύθι «Χιονάτη» της Disney, ριμέικ της κλασικής ταινίας κινουμένων σχεδίων του 1937, με ζωντανή δράση, που απευθύνεται κυρίως στο παιδικό και ευρύτερο κοινό.
Wishbone
(“Wishbone”) Δραματική ταινία, ελληνικής, γαλλικής και γερμανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Πέννυς Παναγιωτοπούλου, με τους Γιάννη Καράμπαμπα, Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, Αλεξάνδρα Σακελλαρόπουλου κα.
Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου, που έχει δώσει δείγματα γραφής και έχει αποδείξει ότι κατέχει την κινηματογραφική γλώσσα, επιστρέφει, με μεγάλη καθυστέρηση έντεκα χρόνων, με τούτο δω το μελόδραμα, ένα παρεξηγημένο είδος, καθώς τις περισσότερες φορές περιορίζεται στο γλυκερό και στις εύκολες συγκινήσεις. Όμως, η Παναγιωτοπούλου, ξέρει πότε να «χτυπήσει», να ανατρέψει τις μελό καταστάσεις και να προχωρήσει σε μία ανατροπή, βοηθούμενη από το καλογραμμένο σενάριο και να αναδείξει την κοινωνική κριτική της.
Βασισμένη στο διήγημα «40 Μέρες» της Κάλλιας Παπαδάκη, με την οποία συνυπογράφει το σενάριο, η Παναγιωτοπούλου στήνει το δράμα της γύρω από έναν νέο τραυματισμένο άντρα από τη ζωή, ρόλο που υποδύεται θαυμαστά ο πρωτόβγαλτος και πολλά υποσχόμενος Γιάννης Καράμπαμπας, κερδίζοντας και το βραβείο ερμηνείας πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ο Κώστας, ένας σεκιουριτάς σε νοσοκομείο, κακοπληρωμένος, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, υποχρεωμένος να βλέπει καθημερινά την αδιαφορία του συστήματος υγείας για την ανθρώπινη ζωή, έχει ως μοναδική διέξοδο την κοπέλα του και τη μηχανή του. Όταν ο αδελφός του πεθαίνει ξαφνικά, θα πρέπει να εξασφαλίσει το σπίτι τους, να φροντίσει τη μητέρα τους, αλλά και τη μικρή του ορφανή ανιψιά, καθώς η μητέρα της, εθισμένη στις ουσίες, αδυνατεί να αναλάβει το μεγάλωμά της. Για να τα καταφέρει του χρειάζονται χρήματα και ένας ρατσιστής γιατρός του ζητά με το αζημίωτο να καταθέσει ψέματα σε ένα δικαστήριο. Ο Κώστας θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίλημμα. Θα δεχτεί να σκύψει το κεφάλι και να πάρει τα χρήματα ή να κάνει αυτό που επιτάσσουν οι ηθικές αρχές του;
Με θάρρος και πάθος, χωρίς φαντεζί επιλογές, η Παπαδοπούλου επιλέγει έναν αργό και χαμηλότονο ρυθμό, αποφεύγοντας τα κλισέ του κλασικού μελοδράματος και επιμένοντας να τονίζει τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας στον ήρωα, με τον οποίο η ταύτιση έρχεται πολύ γρηγορότερα, αφήνοντας τον χώρο για την κορύφωση και την κάθαρση.
Η σκηνοθέτιδα αναδεικνύει ταυτόχρονα το ανθρωποφάγο σύστημα, τα κυκλώματα στον χώρο της υγείας, που βλέπουν την ανθρώπινη ζωή αναλώσιμη, είτε οδεύοντας προς την ιδιωτικοποίηση είτε εξυπηρετώντας χρυσοφόρα συμφέροντα. Η έξοχη σκηνή, που όλοι τρώνε χαρούμενοι, μετά τη δολοφονική επίθεση στον Κώστα και τον σοβαρό τραυματισμό του, είναι ενδεικτική και καταφέρνει να τροφοδοτήσει περαιτέρω το ενδιαφέρον και να κινητοποιήσει τα συναισθήματα, αλλά και τη σκέψη.
Μπορεί η ταινία να ήθελε ένα μικρό μάζεμα στη διάρκειά της, αλλά τελικά αυτό που μένει αδιαμφισβήτητα είναι η αγάπη για τον άνθρωπο και βεβαίως για το σινεμά, το οποίο τιμά για μία ακόμη φορά τόσο η Παναγιωτοπούλου όσο και η ερμηνεία του Καράμπαμπα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Κώστας, νεαρός σεκιουριτάς σε δημόσιο νοσοκομείο, μετά τον ξαφνικό θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, αναγκάζεται να αναλάβει την ανιψιά του αλλά και να βρει χρήματα για να σώσει το σπίτι τους από τα χρέη. Ενώ έχει χάσει κάθε ελπίδα, ένας τραυματιοφορέας τού προτείνει να τον βοηθήσει. Το τίμημα, όμως, θα είναι μεγάλο.
Αναμνήσεις ενός Σαλιγκαριού
(“Memoir of a Snail”) Ταινία κινουμένων σχεδίων, αυστραλιανής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Άνταμ Έλιοτ.
Η ιδιαίτερη και πολυβραβευμένη ταινία κινουμένων σχεδίων, υποψήφια για το σχετικό Όσκαρ, ξετυλίγει ένα ξεχωριστό εικαστικό όραμα, μέσα από ένα συγκινητικό ταξίδι, ένα ειλικρινές και πότε πότε ξεκαρδιστικό χρονικό μίας βασανισμένης κοπέλας, που κερδίζει την αυτοπεποίθησή της, διακρίνοντας αχτίδες φωτός στο χάος της καθημερινότητάς της.
Ο βραβευμένος με Όσκαρ δημιουργός animation Άνταμ Έλιοτ, χρησιμοποιώντας την απαιτητική τεχνική Stop Motion, μας υπενθυμίζει με την ευαισθησία ενός καλλιτέχνη που γνωρίζει από πόνο, ότι όπως τα σαλιγκάρια, πρέπει να προχωράμε πάντα μπροστά, παρά τις ψυχικές ρωγμές που σέρνουμε μαζί μας.
Το φιλμ, που χρειάστηκε οχτώ χρόνια για να ολοκληρωθεί, έχει στο κέντρο της ιστορίας του την Γκρέις, μια κοπέλα που αντιμετωπίζει προσωπικές τραγωδίες και εσωτερικές ανασφάλειες, έχει αδυναμία στα διακοσμητικά σαλιγκάρια και αγαπά τα βιβλία. Τα δύσκολα γι’ αυτήν ξεκίνησαν με τον θάνατο της μητέρας της πάνω στη γέννα της, ενώ ο πατέρας της μην μπορώντας να αντέξει τον χαμό της θα το ρίξει στο ποτό και θα πεθάνει πρόωρα. Η Γκρέις, που θα χωριστεί με τον οξύθυμο αδελφό της Γκίλμπερτ, ενώ θα χάσει και την καλύτερη φίλη της, θα βρει παρηγοριά στα βιβλία, ένα παράθυρο σε άλλους κόσμους. Ο Γκίλμπερτ, που μεγαλώνει με μία θετή οικογένεια, με αυστηρές θρησκευτικές αρχές και νιώθει καταπίεση, οδηγείται σε συγκρούσεις και σε μια έκρηξή του βάζει φωτιά στον ιερό χώρο της εκκλησίας. Η συνάντηση της Γκρέις με μία ηλικιωμένη εκκεντρική γυναίκα, την Πίνκι, που είναι γεμάτη σθένος και επιθυμία για ζωή, θα βοηθήσει την κοπέλα να βρει τον εαυτό της.
Με την ευχέρεια που του δίνει το stop-motion, ο Έλιοτ θα φτιάξει ένα σκοτεινό ενήλικο παραμύθι, γεμάτο ζωντάνια, φαντασία και λεπτομέρεια, με αφηγηματική δύναμη που δίνει βάθος και ψυχή στους χαρακτήρες. Ο σκηνοθέτης θα αφηγηθεί τις τραγικοκωμικές ιστορίες του για τη μοναξιά, την απώλεια, την εκκεντρικότητα, τις δυσκολίες της ζωής με μια μελαγχολική, σκοτεινή χρωματική παλέτα, που παραπέμπει σε μούχλα, ξεφλουδισμένες ταπετσαρίες, που αντανακλούν τις κομματιασμένες ψυχές της ιστορίας του.
Όμως, αυτό που κάνει ξεχωριστή την ταινία του Έλιοτ δεν είναι η αδυσώπητη δυστυχία, ο μαγνητισμός των βασάνων για τα δυο αδέλφια, αλλά οι πραγματικά κοφτερές λάμψεις του μελαγχολικού χιούμορ και η αγάπη με την οποία χειρίζεται τους καταστραμμένους κοινωνικούς παρίες του.
Μια ταινία που μένει στη μνήμη και μπαίνει στην καρδιά, ένα πολυεπίπεδο έργο, για τη δύναμη της ελπίδας και την αντοχή, αριστοτεχνικά φτιαγμένο από έναν πραγματικό δημιουργό, που δεν μένει στις εντυπώσεις, αλλά υπερασπίζεται τις ιδέες του, με πάθος και ψυχή.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Γκρέις είναι μια μοναχική γυναίκα που αγαπάει τα βιβλία, συλλέγει σαλιγκάρια και αντιμετωπίζει μια σειρά από ατυχίες όταν χωρίζεται από τον δίδυμο αδελφό της. Παρά τις δυσκολίες της, βρίσκει ξανά ελπίδα όταν αρχίζει μια φιλία με μια εκκεντρική ηλικιωμένη γυναίκα.
Οικουμενική Γλώσσα
(“Universal Language”) Κωμωδία, καναδικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μάθιου Ράνκιν, με τους Ροζίνα Εσμϊλί, Σομπχάμ Τζαβαντί, Μάνι Σολεμάνλου, Μάθιου Ράνκιν, Πιρό Νεμαντί κα.
Από τις πλέον «μυστήριες ταινίες» των τελευταίων χρόνων, από έναν Καναδό, που κάνει ουσιαστικά το ντεμπούτο του, πέρα από αρκετές μικρού μήκους ταινίες και ένα ψυχεδελικό πειραματικό φιλμ, τον Μάθιου Ράνκιν, ο οποίος με μία παράδοξη – λοξή κινηματογραφική ματιά αποτίει φόρο τιμής στο ιρανικό νέο κινηματογραφικό κύμα και τους πρωτεργάτες του Αμπάς Κιαροστάμι και Τζαφάρ Παναχί.
Σουρεαλιστική κωμωδία, που βρίθει παρεξηγήσεων και αλλεπάλληλων ανατροπών, αλλά και ένα φιλμ που δεν μπορεί να καταταχθεί σε κάποιο είδος, πέρα από την αδιαμφισβήτητη αγάπη του για το σινεμά, την παγκόσμια γλώσσα του, αρχής γενομένης από τα φαρσί, τα οποία μιλούν οι πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί. Μια ταινία που έκανε αίσθηση σε όλα τα φεστιβάλ που προβλήθηκε, κέρδισε το βραβείο Κοινού στις Κάννες και αποτέλεσε επίσημη πρόταση του Καναδά για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Σε μια μυστηριώδη, αλλόκοτη περιοχή, κάπου ανάμεσα στην Τεχεράνη και το Γουίνιπεγκ, οι ζωές διαφόρων χαρακτήρων μπλέκονται με παράξενους και απρόβλεπτους τρόπους. Οι μαθήτριες Νεγκίν και Ναζγκολ ανακαλύπτουν χρήματα θαμμένα κάτω από τον πάγο και αποφασίζουν να τα κάνουν δικά τους. Την ίδια στιγμή, ο Μασούντ οδηγεί μια ομάδα τουριστών που μοιάζουν ολοένα και πιο μπερδεμένοι καθώς περιηγούνται στα αξιοθέατα του Γουίνιπεγκ. Παράλληλα, ο Μάθιου αποφασίζει να παραιτηθεί από τη μονότονη δουλειά του σε μια κυβερνητική υπηρεσία του Κεμπέκ και ξεκινά ένα αινιγματικό ταξίδι για να βρει τη μητέρα του.
Για την πλοκή της ταινίας λίγα μπορείς να πεις, καθώς ο Ράνκιν συνθέτει εικόνες που από τη μια παραπέμπουν στις ταινίες του Κιαροστάμι («Πού είναι το σπίτι του φίλου μου;») και Παναχί («The White Balloon»), ενώ η κοιμισμένη τυπική και χιονισμένη πόλη του Γουίνιπεγκ παίρνει τη μορφή μιας γειτονιάς της Τεχεράνης και απ’ την άλλη, μένουν ανεξήγητα πολλά από τα όσα διαδραματίζονται, όπως και πώς βρέθηκαν εκεί οι ήρωές του.
Ο Ράνκιν, είναι φανερό ότι λατρεύει τους πειραματισμούς, τις αντισυμβατικές επιλογές και τα παράδοξα, καταφέρνοντας να τα περνά στη μεγάλη οθόνη με μία γοητευτική λοξή ματιά, που δεν μπορεί να εξηγηθεί – απλώς σε συνεπαίρνει με την αυθεντικότητά του και την «τρέλα» που κουβαλά. Ο σουρεαλισμός χτυπά στο κεφάλι το δράμα και το μελαγχολικό τοπίο, ενώ με έναν περίεργο τρόπο οι τρεις διαφορετικές ιστορίες της ενώνονται, αλληλοεπιδρούν και περιπλέκουν χώρο, χρόνο και ταυτότητες.
Εν κατακλείδι, μία ταινία εντελώς παράξενη, που πολλούς θα τους εκπλήξει και θα τους γοητεύσει και ακόμη περισσότερους μάλλον θα τους αφήσει αδιάφορους, αλλά σίγουρα πείθει για την προσπάθεια του σκηνοθέτη της να αναδείξει την παγκόσμια γλώσσα του σινεμά, και μέσω αυτής όλα αυτά που μπορεί να μας ενώνουν, σε έναν κόσμο που πλέον ψάχνει να βρει μόνο διχασμούς.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δυο μαθήτριες ανακαλύπτουν χρήματα κάτω από τον πάγο και αποφασίζουν να τα κάνουν δικά τους. Την ίδια στιγμή, ο Μασούντ οδηγεί μια ομάδα τουριστών στα αξιοθέατα του Γουίνιπεγκ, ενώ ο Μάθιου αποφασίζει να παραιτηθεί από τη μονότονη δουλειά του σε μία κυβερνητική υπηρεσία του Κεμπέκ για να βρει τη μητέρα του.
Νοβοκαϊνη
(“Novocaine”) Κωμική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Νταν Μπερκ, και Ρόμπερτ Όλσεν, με τους Τζακ Κουέιντ, Άμπερ Μιντθάντερ, Ρέι Νίκολσον, Μπέτι Γκάμπριελ κα.
Αμερικάνικη διασκεδαστική περιπέτεια, που ξεφεύγει κάπως από τα συνηθισμένα, γυρισμένη από τους σχεδόν άγνωστους Νταν Μπεργκ και Ρόμπερτ Όλσεν, ενώ στην παραγωγή βρίσκεται η ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής FilmNation Entertainment, που εδώ και λίγες ημέρες πανηγυρίζει το πρώτο της Όσκαρ καλύτερης ταινίας, με το εξαιρετικό «Anora».
Η ταινία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και θρίλερ δράσης, έχει μία πρωτότυπη ιδέα στον πυρήνα της πλοκής της, αρκετές σκηνές που παρωδούν το είδος και σινεφιλικές αναφορές κι έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή, τον Τζακ Κουέιντ, που βρίσκεται σχεδόν σε κάθε πλάνο.
Ο Νέιτ, είναι ένας συνεσταλμένος καλόκαρδος νέος άντρας, που είναι βοηθός διευθυντή σε μία επιχείρηση. Ο Νέιτ, που φοβάται υπερβολικά τον θάνατο και οτιδήποτε επικίνδυνο και γι’ αυτό οι συμμαθητές του, τον αποκαλούσαν κοροϊδευτικά «Νοβοκαΐνη», έχει μία σπάνια ασθένεια, με την οποία δεν αισθάνεται τον πόνο. Όταν επιτέλους θα συναντήσει το κορίτσι των ονείρων του, αυτό θα βρεθεί στη λάθος θέση, τη λάθος στιγμή και μετά από μία ληστεία οι δράστες θα την πάρουν ως όμηρο. Έτσι, ο Νέιτ θα νικήσει τους φόβους του και με όπλο την αναισθησία του στον πόνο θα βρεθεί στο κατόπι των ληστών.
Αν και η ταινία ξεκινά ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά, με τον χαρακτήρα του ήρωα και την αρχή μιας ρομαντικής ιστορίας, δεν συνεχίζεται αναλόγως, παρότι δεν χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της και τη θετική ενέργειά της, μέσω του Νοβοκαϊνη – το λέει και το όνομά του.
Οι σκηνές δράσης έχουν την πλάκα τους, η χημεία του πρωταγωνιστικού ντουέτου λειτουργεί καλά, όπως και το χάος της δράσης ή κάποιες σκηνές βίας, που παραπέμπουν στο «John Wick» και δημιουργούν μία θετική ώθηση, αλλά το σενάριο από ένα σημείο και μετά δείχνει αναιμικό και αρχίζει να εξαντλεί και τη φαντασία των σκηνοθετών, που πρέπει να γεμίσουν την πλοκή με πρωτότυπες σκηνές στην αντοχή στον πόνο του ήρωα, απέναντι στους σκληρούς εγκληματίες.
Ο Τζακ Κουέιντ είναι ένα από τα ατού αυτής της διασκεδαστικής αλλά άνισης ταινίας, αναδεικνύοντας τη φύση του χαρακτήρα του, ενός φοβισμένου ανθρώπου, που δεν καταλαβαίνει από πόνο, ενώ η Άμπερ Μιντθάντερ στέκεται ικανοποιητικά δίπλα του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν απαγάγουν την κοπέλα των ονείρων του, ο Νέιτ, ένας απλός καθημερινός άνθρωπος, μετατρέπει τη σπάνια αδυναμία του να νιώσει πόνο στη δύναμη που θα τον βοηθήσει να την πάρει πίσω.
Σε μια Άγνωστη Χώρα
(“To a Land Unknown”) Δραματικό θρίλερ, βρετανικής, παλαιστινιακής και ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μαχντί Φλάιφελ, με τους Μαχμούντ Μπακρί, Αράμ Σαμπάχ, Αγγελική Παπούλια, Μοχαμάντ Αλσουράφα κα.
Το προσφυγικό πρόβλημα από την καλή και την ανάποδη, χωρίς ηθικές κορώνες, εύκολες καταγγελίες, μελοδραματισμούς ή στερεοτυπικές ανθρωπιστικές μανιέρες. Αντιθέτως, ο παλαιστινιακής καταγωγής σκηνοθέτης Μαχντί Φλάιφελ, που ζει στην Αθήνα, με εμπειρία στο ντοκιμαντέρ και διαθέτοντας ένα ενδιαφέρον βιογραφικό, θα γυρίσει ένα κοινωνικό ρεαλιστικό θρίλερ, χωρίς ευκολίες και κλισέ, κερδίζοντας και το βραβείο Κοινού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Ένα φιλμ, που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σε γειτονιές της Αθήνας και στην οποία συμμετέχουν από ελληνικής πλευράς, εκτός της Αγγελικής Παπούλια, ο Θοδωρής Μιχόπουλος στη διεύθυνση φωτογραφίας, η Ιωάννα Σουλελέ στα σκηνικά και η Κωνσταντίνα Μαρδίκη στην παραγωγή.
Ο Σατίλα και ο Ρεντά, δυο ξαδέλφια από την Παλαιστίνη, ζουν μίζερα στην Αθήνα, χωρίς έγγραφα και κάποια δουλειά, κάνοντας μικροκλοπές. Θέλοντας να ξεφύγουν από την αβεβαιότητα και την εξαθλίωση και να ταξιδέψουν στη Γερμανία, για να ανοίξουν ένα μικρό καφέ, ο Σατίλα θα βάλει σε εφαρμογή ένα παράτολμο σχέδιο. Εμπόδιο σε αυτό και ο εθισμός στα ναρκωτικά του Ρέντα, που παρά τις προσπάθειές του δεν μπορεί να κόψει την εξάρτησή του. Μετά από ένα αποτυχημένο κόλπο, ο Σατίλα θα αρπάξει μία ευκαιρία, μέσα στην απογοήτευσή του, για ένα σχέδιο με σημαντικό κόστος, τόσο για τα απελπισμένα θύματα όσο και για τους ίδιους που θα πρέπει να θυσιάσουν τις αρχές τους και να ζήσουν με τις τύψεις τους.
Σκηνοθετημένο με ένταση και την κάμερα νευρική περισσότερο και από τους ήρωες, το φιλμ προσεγγίζει τους κουρελιασμένους χαρακτήρες με μία ευαισθησία, θυμίζοντας «Τον Καουμπόι του Μεσονυχτίου», ενώ ταυτόχρονα η ματιά του Φλάιφελ διατηρεί τη στιβαρότητά της αναδεικνύοντας τον επώδυνο ρεαλισμό, με φόντο ένα φυσικό σκηνικό που εντείνει το αδιέξοδο. Με τους χαρακτήρες να κινούνται ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία, την αβεβαιότητα και τον θρίαμβο ενός «ευρωπαϊκού ονείρου», που μετατρέπεται σε εφιάλτη για χιλιάδες πρόσφυγες, έρμαια της απάνθρωπης εκμετάλλευσης κυκλωμάτων και σκοτεινών ή και προφανών κύκλων συμφερόντων.
Οι σκληρές εικόνες, η μιζέρια της καθημερινότητας, συνοδεύονται και από την τρυφερή προσέγγιση του Φλάιφελ, που προβάλει, την ανθρώπινη ανάγκη για αξιοπρέπεια και την απαραίτητη ανάσα της ελπίδας. Το φιλμ, θα αγγίξει τον θεατή και θα τον προβληματίσει γύρω από τα παιχνίδια που παίζονται στις πλάτες αυτών των ανθρώπων, απ’ τη μια «χρήσιμοι» για την ευρωπαϊκή οικονομία και από την άλλη «επικίνδυνοι» για τον δυτικό κόσμο, που τις περισσότερες φορές δεν έχει καμία θέση γι’ αυτούς.
Καλές ερμηνείες από τους δυο πρωταγωνιστές και ειδικά από τον Μαχμούντ Μπακρί (Σατίλα) που κέρδισε και το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Αποκλεισμένα στην Αθήνα, δύο ξαδέρφια από την Παλαιστίνη, ο Σατίλα και ο Ρεντά, αναζητούν απεγνωσμένα έναν τρόπο να ξεφύγουν από την εξαθλίωση. Ο Σατίλα ονειρεύεται να φτάσει στη Γερμανία και να ανοίξει ένα μικρό καφέ, ενώ ο Ρεντά, βυθισμένος στον εθισμό του, δυσχεραίνει τα σχέδια για τη Γερμανία. Οι μικροαπάτες τους σύντομα μετατρέπονται σε επικίνδυνα σχέδια, με τα ηθικά τους όρια να δοκιμάζονται σκληρά.
September Says
(“September Says”) Δραματικό θρίλερ, ιρλανδικής και διεθνούς συμπαραγωγής 2024, σε σκηνοθεσία Αριάν Λαμπέντ, με τις Μία Τάρια, Πασκάλ Καν, Nίαμ Μορίαρτι, Ράκι Θάκραρ κα.
Η «δική μας» Αριάν Λαμπέντ, σύζυγος του Γιώργου Λάνθιμου και πρωταγωνίστριά του στα φιλμ «Αστακός» και «Άλπεις», στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, που προβλήθηκε στο Τμήμα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Καννών. Σε σενάριο της ιδίας, διασκευάζει το γοτθικό μυθιστόρημα «Sisters» της Ντέιζι Τζόνσον, μεταφέροντας ως ένα βαθμό το πνεύμα του Λάνθιμου, ενώ φαίνεται επηρεασμένη και από το «Attenberg» της Τσαγκάρη (είχε πρωταγωνιστήσει η Λαμπέντ), φανερώνοντας ταυτόχρονα το δικό της σκηνοθετικό βλέμμα.
Στο επίκεντρο της Λαμπεντ βρίσκεται μία δυσλειτουργική, χωρίς πατέρα, οικογένεια, την οποία συνθέτουν εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, ενώ είναι φανερή η θηλυκή αντιμετώπιση των εφήβων ηρωίδων, βγαλμένες από την αγγλική γοτθική λογοτεχνία.
Το στόρι αφορά δυο δεμένες αδελφές, δυο κορίτσια που έχουν δημιουργήσει το δικό τους περίεργο και σκοτεινό σύμπαν. Οι Τζουλάι και Σεπτέμπερ, είναι αχώριστες, παρόλο που είναι εντελώς διαφορετικές. Η πρώτη είναι ανοιχτή και περίεργη για τον κόσμο, ενώ η δεύτερη είναι προστατευτική και επιφυλακτική απέναντι σε όλους. Η δυναμική μεταξύ τους είναι πηγή ανησυχίας για τη μητέρα τους, η οποία τις μεγαλώνει μόνη της και δεν ξέρει πώς να τις διαχειριστεί. Όταν η Σεπτέμπερ παίρνει αποβολή από το σχολείο, η Τζουλάι πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της και αρχίζει να διεκδικεί την ανεξαρτησία της – κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τη Σεπτέμπερ. Η ένταση μεταξύ των τριών γυναικών κλιμακώνεται όταν αυτές βρίσκουν καταφύγιο σε ένα παλιό εξοχικό σπίτι στην Ιρλανδία.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε όλα τα γοτθικά έργα, το υποσχόμενο στόρι κρύβει μία σκοτεινή ανατροπή, μία σεναριακή αποκάλυψη, που συνοδεύεται με αλλαγή του ύφους, το οποίο φτάνει στα όρια ενός αναπάντεχου ξεσπάσματος.
Το φιλμ, που ακολουθεί μία μη γραμμική αφήγηση, ξεφεύγει ως ένα σημείο, προσπαθώντας να ισορροπήσει όχι πάντα πετυχημένα, αλλά ριψοκίνδυνα και χωρίς συμβιβασμούς, μεταξύ μίας ταινίας ενηλικίωσης, εφηβικού ψυχοδράματος και θρίλερ.
Το κρεσέντο που επιβάλει η Ελληνογαλλίδα, πλέον, σκηνοθέτιδα, πριν το φινάλε χωρίζει την ταινία σε δυο μέρη, όχι ίσης διάρκειας, που δημιουργούν την αίσθηση του άνισου, αν και καταφέρνει ως ένα σημείο να διατηρήσει το ίδιο εκτόπισμα και να προβάλει την τολμηρότητά της. Το σκηνοθετικό της ρίσκο αναδεικνύει το όμορφο κινηματογραφικό της σύμπαν και γυρίζοντας σε 16 και 35 χιλιοστά, μας φανερώνει το ελπιδοφόρο ταλέντο μίας νέας κινηματογραφικής ματιάς.
Οι δυο πρωταγωνίστριες, συμβάλουν στην ένταση και την πολύπλευρη αισθητική της ταινίας, ενώ το υπόλοιπο καστ μοιάζει να περνά σε δεύτερο πλάνο, χωρίς να αφήνει το αποτύπωμά του στο φιλμ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Οι δύο αδελφές Τζουλάι και Σεπτέμπερ είναι αχώριστες, παρόλο που είναι πολύ διαφορετικές. Η Σεπτέμπερ είναι προστατευτική και επιφυλακτική απέναντι στους άλλους, ενώ η Τζουλάι είναι ανοιχτή και διακατέχεται από περιέργεια για τον κόσμο. Η μητέρα τους που τις μεγαλώνει μόνη της, δεν ξέρει πως να τις διαχειριστεί.
Locked
(“Locked”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Γιαρόβεσκι, με τους Άντονι Χόπκινς, Μπιλ Σκάρσγκαρντ, Άσλεϊ Κάρτραϊτ, Μάικλ Εκλουντ, Ναβίντ Τσάρκι κα.
Χωρίς το όνομα του Άντονι Χόπκινς το θρίλερ τού Ντέιβιντ Γιαρόβεσκι («Brightburn: Ζωντανή Κόλαση») ίσως να μην έβρισκε διανομή, αν και το φιλμ βλέπεται με κάποιο ενδιαφέρον, έχει την πλάκα του, στιγμές που κόβει την ανάσα και βεβαίως προκαλώντας την περιέργεια για το ποιο θα είναι το τέλος της ιστορίας του.
Το φιλμ, ριμέικ του αργεντίνικου «4 times 4» (1919) που γύρισε ο Μαριάνο Κον, εμπνεόμενος από τα δελτία ειδήσεων, διαθέτει ακόμη ένα ισχυρό όνομα, αυτό του Σαμ Ράιμι στην παραγωγή.
Ένας νεαρός, κλέφτης αυτοκινήτων, με καλή, όμως, καρδιά, αποφασίζει να κλέψει ένα πολυτελές θηριώδες SUV, που έχει μείνει ξεκλείδωτο. Αμέσως θα καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά, καθώς θα βρεθεί παγιδευμένος από τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, ο οποίος επικοινωνεί μαζί του από την οθόνη του οχήματος. Είναι ο Γουίλιαμ, αυτοαποκαλούμενος και εκδικητής, που απονέμει δικαιοσύνη, όπως αυτός πιστεύει. Θα υποβάλει τον νεαρό σε διάφορα βασανιστήρια και τον αναγκάζει να παρακολουθεί το αυτοκίνητο, που ο ίδιος ελέγχει από μακριά, να πέφτει πάνω σε ανυποψίαστους περαστικούς. Χωρίς κανένα μέσο διαφυγής, ο Έντι θα πρέπει να βρει τρόπο να επιβιώσει.
Το φιλμ, που φλερτάρει με το horror, έχει κάποιες ιδέες, ρυθμό μέχρι ένα σημείο και αγωνιώδεις σκηνές και χιουμοριστικές στιγμές, ενώ ο πρωταγωνιστής Μπιλ Σκάρσγκαρντ, γιος του Στέλαν Σκάρσγκαρντ, είναι συμπαθής στο ρόλο του θύματος. Απ’ την άλλη, όμως, υπάρχει και η υποβλητική φωνή του Άντονι Χόπκινς (γιατί κυρίως τον ακούμε σε όλο το φιλμ), που δίνει αρκετούς πόντους στην ταινία. Όσο για τον τρίτο πρωταγωνιστή της ταινίας, το θηριώδες πολυτελές SUV, αυτό παραπέμπει ελαφρώς στην Κριστίν της ομώνυμης ταινίας του Κάρπεντερ, μόνο που δεν είναι σατανικό αυτό, αλλά ο διεστραμμένος ιδιοκτήτης του.
Ένα διασκεδαστικό θρίλερ, με καταιγιστική δράση, ότι πρέπει για τους θιασώτες του είδους, που θα περάσουν ευχάριστα μιάμιση ώρα, αλλά μέχρις εκεί. Πειστικός ο νεαρός Σκάρσγκαρντ, ενώ για τον Χόπκινς, ακόμη μία εύκολη αρπαχτή – καθώς δεν πρέπει να χρειάστηκε, με την εμπειρία του, πάνω από λίγες ώρες ηχογράφησης και δυο τρεις μέρες για τα λιγοστά πλάνα του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν ο Έντι παίρνει τη λάθος απόφαση να διαρρήξει ένα πολυτελές SUV, πέφτει στη θανάσιμη παγίδα που έχει στήσει ο Γουίλιαμ, ένας αυτοαποκαλούμενος εκδικητής που απονέμει τη δικαιοσύνη, κατά τη δική του διαστρεβλωμένη κρίση. Χωρίς κανένα μέσο διαφυγής, ο Έντι πρέπει να παλέψει για να επιβιώσει.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Χιονάτη
(“Snow White”) Το διάσημο παραμύθι, σε ζωντανή μεταφορά της κλασικής ταινίας κινουμένων σχεδίων του 1937 από την Disney και σε σκηνοθεσία του Μαρκ Γουέμπ («Χαρισματική», «The Amazing Spider-Man»), που προκάλεσε πολλές αρνητικές κρίσεις πριν ακόμη προβληθεί στους κινηματογράφους, πρωτίστως λόγω της λατίνας πρωταγωνίστριας στον ρόλο της Χιονάτης. Η Disney, έχοντας ένα θησαυρό, τις κλασικές ταινίες κινουμένων σχεδίων, προσπαθεί να τα αξιοποιήσει εμπορικά, μεταφέροντας τα με ηθοποιούς, χωρίς, ιδιαίτερη επιτυχία, μέχρι στιγμής. Χωρίς, να αποτελεί εξαίρεση η ταινία του Γουέμπ, με την Ρέιτσελ Ζέγκλερ στον ομώνυμο ρόλο και την Γκαλ Γαντότ στον ρόλο της Κακιάς Βασίλισσας, η παραγωγή είναι φανερό ότι δίνει για μια ακόμη φορά έμφαση στα εφέ και στην παρουσία των επτά νάνων, ενώ φυσικά δεν μπορούν να γίνουν συγκρίσεις με το πρωτότυπο. Η ταινία, παραγωγής του 2025, προβάλλεται μεταγλωττισμένη και στα ελληνικά.
Η Εξουσία της Κούκλας
(“The Rule of Jenny Pen”) Όχι και τόσο αδιάφορη ταινία τρόμου, μάλλον το αντίθετο, με τον εξαίρετο Τζον Λίθγκοου να παραδίδει μία εκπληκτική ερμηνεία. Το φιλμ, νεοζηλανδικής παραγωγής 2024 και σε σκηνοθεσία Τζέιμς Άσκροφτ, θέλει τον σεβαστό και αυταρχικό δικαστή Στέφαν Μόρτενσεν, να παθαίνει εγκεφαλικό και να εισάγεται σε έναν οίκο ευγηρίας, ανήμπορος και ευάλωτος. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με τον Ντέιβ Κρίλι, έναν ψυχοπαθή, που τρομοκρατεί τους υπόλοιπους τρόφιμους με μια σατανική κούκλα. Στον ρόλο του δικαστή ακόμη ένας σημαντικός ηθοποιός, ο Τζέφρι Ρας.
Αλύγιστος Νίκος
Ένα μοναδικό ντοκουμέντο για τον αμφιλεγόμενο ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ, τον Νίκο Ζαχαριάδη, ρωσικής παραγωγής του 2025, που ανέλαβε να υλοποιήσει ο ιστορικός και ποιητής Ντιμίτρι Μιζγκούλιν, σε σκηνοθεσία του Αντρέι Νικίσιν. Αξιοποιώντας τις αναμνήσεις του επιστήθιου φίλου και συναγωνιστή του Αλέξη Πάρνη, αλλά και τη συνεργασία του γιου του Σήφη Ζαχαριάδη, το ντοκιμαντέρ, που περιέχει και δραματοποιημένα κομμάτια του περιβόητου πολιτικού, ξεδιπλώνει την ιστορία του Ζαχαριάδη, από το ξεκίνημά του, την πορεία του ως ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, μέχρι την καθαίρεσή του και την αποκατάστασή του το 2011 από την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ. Το φιλμ, διαθέτει πλούσιο αρχειακό υλικό, ιστορικές μαρτυρίες και προσωπικές στιγμές του Ζαχαριάδη, ο οποίος την τελευταία ημέρα της ζωής του, ενώ βρισκόταν εξόριστος στη Σιβηρία, έγραψε προς τον γιο του: «Θα ήταν καλύτερα να μην κρατήσεις το επίθετό μου. Με συγχωρείς που έτσι αταίριαστα ήρθαν τα πράγματα και μη μου κρατάς κακία». Ο γιος του Σήφης, θα εξομολογηθεί στο φιλμ ότι «σήμερα στα 74 μου χρόνια, εκτός από τη μεγάλη υπερηφάνεια, για το όνομά μου αυτό, δεν κρατάω τίποτα άλλο. Μάλλον, όχι… Κρατάω βαθιά μέσα μου τη βεβαιότητα πως η προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη δεν κρίθηκε, ούτε κρίνεται ακόμα κατάλληλα».
(Φωτογραφία από την ταινία «Οι Αναμνήσεις Ενός Σαλιγκαριού»)
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: CINOBO
Χάρης Αναγνωστάκης