Σοκαριστικά φαίνεται να είναι αποτελέσματα έρευνας της PwC «Upskilling Hopes & Fears», που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 32.500 εργαζόμενων σε 19 χώρες, για την μετάβαση στην εξ αποστάσεως εργασία.
Το 44% των εργαζομένων παγκοσμίως θα συμφωνούσαν να επιτρέψουν στον εργοδότη τους να χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να παρακολουθεί την απόδοσή τους στην εργασία, με μέσα όπως είναι για παράδειγμα οι αισθητήρες και οι φορέσιμες συσκευές, με 31% να δηλώνουν αντίθετοι. Ωστόσο, πολλοί δεν θα επέτρεπαν στους εργοδότες τους πρόσβαση στα προσωπικά τους δεδομένα. Το 41% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν θα ήταν πρόθυμοι να δώσουν στον εργοδότη τους πρόσβαση στα προσωπικά τους δεδομένα, π.χ. στα προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με μόλις το 35% να αναφέρουν ότι θα ήταν πρόθυμοι.
Ενα ποσοστό 60% ανησυχεί ότι η αυτοματοποίηση θέτει πολλές θέσεις εργασίες σε κίνδυνο, 48% πιστεύει ότι «η παραδοσιακή απασχόληση δεν θα συνεχίσει να υφίσταται στο μέλλον» και 39% αξιολογεί την πιθανότητα η εργασία τους να καταστεί παρωχημένη εντός 5 ετών.
Ποσοστό 40% των εργαζομένων αναφέρουν ότι οι ψηφιακές τους δεξιότητες έχουν βελτιωθεί στη διάρκεια της παρατεταμένης περιόδου του lockdown και ισχυρίζονται ότι θα συνεχίσουν να επιδιώκουν την κατάρτιση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους. Σε ποσοστό 77% είναι έτοιμοι να αποκτήσουν νέες δεξιότητες ή να επανεκπαιδευτούν πλήρως και 74% αντιμετωπίζουν την κατάρτισή τους ως ζήτημα ατομικής ευθύνης. Επίσης, 80% είναι βέβαιοι ότι θα καταφέρουν να προσαρμοστούν στις νέες τεχνολογίες που εισέρχονται στον εργασιακό χώρο, με ένα μεγάλο ποσοστό των ερωτηθέντων στην Ινδία (69%) και στη Νότια Αφρική (66%) να αναφέρουν ότι είναι «πολύ» βέβαιοι. Επιπλέον, 49% των συμμετεχόντων εστιάζουν στη βελτίωση των επιχειρηματικών δεξιοτήτων τους με ενδιαφέρον για τη δημιουργία της δικής τους επιχείρησης.
Ποσοστό 50% των εργαζομένων αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην εργασία, λόγω των οποίων έχασαν ευκαιρίες ανέλιξης ή κατάρτισης. Σε ποσοστό 13% αναφέρουν ως αιτία την εθνικότητά τους, ενώ 14% των εργαζομένων έχουν υποστεί διάκριση βάσει φύλου, με τις γυναίκες να έχουν διπλάσια πιθανότητα να αναφέρουν διάκριση συγκριτικά με τους άνδρες. Σε ποσοστό 13% αναφέρουν διάκριση βάσει τάξης, με εκείνους που διαθέτουν μεταπτυχιακό και υψηλότερα προσόντα να εμφανίζουν μεγαλύτερες πιθανότητες προκατάληψης. Οι νεαρότερες ηλικίες αναφέρουν διάκριση βάσει ηλικίας σε παρόμοια ποσοστά με τους μεγαλύτερους.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα, εμφανίζονται ανισότητες στην πρόσβαση στις ευκαιρίες αναβάθμισης δεξιοτήτων. Ενώ σε ποσοστό 46% τα άτομα που κατέχουν μεταπτυχιακά διπλώματα αναφέρουν ότι ο εργοδότης τους, τους προσφέρει πολλές ευκαιρίες να βελτιώσουν τις ψηφιακές δεξιότητές τους, αυτό ισχύει για μόλις 28% των ατόμων με απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε κλάδους όπως το λιανεμπόριο ή οι μεταφορές, το ποσοστό είναι 25% και 20% αντίστοιχα, ενώ στον τραπεζικό κλάδο ανέρχεται σε 42%.
Τρία τέταρτα των εργαζομένων παγκοσμίως (75%) αναφέρουν ότι θέλουν να εργάζονται για μια επιχείρηση με «θετική συνεισφορά στην κοινωνία». Το αίσθημα αυτό ήταν ιδιαίτερα διάχυτο στην Κίνα (87%), την Ινδία (90%) και τη Νότια Αφρική (90%). Ωστόσο, η οικονομική ανασφάλεια περιορίζει την ικανότητα των ανθρώπων να επιδιώκουν καριέρες επικεντρωμένες σε έναν σκοπό, με τους νέους να επηρεάζονται ιδιαίτερα. Γενικά, το 54% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι, εάν αναγκάζονταν να επιλέξουν, θα προτιμούσαν μια θέση εργασίας που θα τους επέτρεπε να «εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία για να μεγιστοποιήσουν το εισόδημά τους» έναντι μιας εργασίας που «κάνει τη διαφορά» (46%).
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι ηλικίες μεταξύ 18 και 34 ετών είναι πιθανότερο, σε σύγκριση με άλλες γενιές, να δίνουν μεγαλύτερη προτεραιότητα στο εισόδημα παρά στο σκοπό της εργασίας τους, με ποσοστό 57% να θέτουν ως προτεραιότητα την «μεγιστοποίηση του εισοδήματός τους», έναντι του «να κάνουν τη διαφορά» (43%), καταγράφοντας διαφορά 14 μονάδων. Οι άνω των 55 ετών δίνουν προτεραιότητα στο να κάνουν τη διαφορά, με μια απόσταση της τάξης των 8 μονάδων, η οποία αυξάνεται στις 22 για εργαζομένους άνω των 65.
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξ αποστάσεως εργασία θα παραμείνει και μετά το lockdown. Μεταξύ όσων μπορούν να εργαστούν εξ αποστάσεως, ποσοστό 72% δηλώνει ότι προτιμούν ένα συνδυασμό μεταξύ γραφείου και απομακρυσμένης εργασίας, με μόλις 9% να δηλώνουν ότι θα ήθελαν να επιστρέψουν πλήρως στο κανονικό τους εργασιακό περιβάλλον. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους επαγγελματίες, τους υπαλλήλους γραφείων, τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι όλοι έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται εξ αποστάσεως μέσω της τεχνολογίας. Η εργασία από το σπίτι δεν χρειάζεται να περιορίζεται στους επαγγελματίες. Το 43% όσων εκτελούν χειρωνακτικά επαγγέλματα και το 45% των ημι-ειδικευμένων εργαζομένων δηλώνουν ότι υπάρχει μεγάλο μέρος της δουλειάς τους που θα μπορούσαν να τα πραγματοποιήσουν από απόσταση.
Η στάση των ανθρώπων ως προς την εργασία από το σπίτι αλλάζει επίσης ανάλογα με την τοποθεσία, παρέχοντας περαιτέρω στοιχεία για το πώς η πανδημία έχει αυξήσει το παγκόσμιο ψηφιακό χάσμα. Οι εργαζόμενοι σε μητροπολιτικές περιοχές (66%) είναι πιο πιθανό να εργάζονται σε ρόλους που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την απομακρυσμένη εργασία σε σύγκριση με όσους ζουν σε αγροτικές περιοχές (44%).
Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι παγκοσμίως θα επιτρέψουν τον έλεγχο εργασίας με φορέσιμες συσκευές
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ