Υπέρβαση των στόχων για τα δημόσια έσοδα και στο πρώτο δίμηνο του 2023, «βλέπει» ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής
Υπέρβαση των στόχων για τα δημόσια έσοδα και στο πρώτο δίμηνο του 2023, «βλέπει» ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), Γιώργος Πιτσιλής, όπως προκύπτει από σημερινή διαδικτυακή του τοποθέτηση στην 6η Prodexpo North, στη Θεσσαλονίκη. Κατά τον κ. Πιτσιλή, μετά το πολύ δύσκολο 2020 και έπειτα από την ανάκαμψη του 2021, το 2022 η ελληνική οικονομία πήγε ακόμα καλύτερα και σε ό,τι αφορά τα δημόσια έσοδα υπήρξε η πολύ μεγάλη αύξησή τους, «κατά 6 δισ. ευρώ ή 12% παραπάνω από ό,τι είχε στοχοθετηθεί».
Μάλιστα, ποσό της τάξης του μισού δισεκατομμυρίου εκτίμησε ότι έχει προέλθει και από τις δράσεις φορολογικής συμμόρφωσης. Ο κ.Πιτσιλής υπενθύμισε ακόμα ότι οι εγγεγραμμένες συναλλαγές στο MyDATA από τον Οκτώβριο του 2020 έχουν πλέον ξεπεράσει σε αξία το 1 τρισ. ευρώ.
«Θέλουμε να επενδύσουμε στη Θεσσαλονίκη, η περιοχή έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες»
Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη, ο κ.Πιτσιλής επισήμανε ότι η ΑΑΔΕ επένδυσε πολύ στην πόλη και άλλαξε το μοντέλο εργασίας της. Υπενθύμισε ότι, ήδη, έχουν δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη, δύο ελεγκτικά κέντρα -«εκεί που τον έλεγχο είχαν 10 εφορίες»- σε περιοχές που αναμένεται να υπάρξει ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια και συγκεκριμένα κοντά στον σταθμό Βενιζέλου του Μετρό και στην περιοχή των Σφαγείων. Πρόσθεσε ότι η ΑΑΔΕ εξακολουθεί να αναζητά υποδομές, γιατί θέλει να συνεχίσει την κεντρικοποίηση των υπηρεσιών της, ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στο ανθρώπινο δυναμικό της Θεσσαλονίκης, το οποίο η Αρχή θέλει να αξιοποιήσει σε όλη την Ελλάδα. «Θέλουμε να επενδύσουμε στη Θεσσαλονίκη, πιστεύουμε ότι έχει πάρα πολλές δυνατότητες η περιοχή» τόνισε και συμπλήρωσε ότι για να επιτευχθούν όλοι οι στόχοι «χρειάζεται να είμαστε αισιόδοξοι και ανικανοποίητοι».
Στη σωστή κατεύθυνση, αλλά «κρατιόμαστε από ένα κλαδί που τρίζει»
Με τη φράση «χρειάζεται να είμαστε τυχεροί, να μη συμβεί κάτι στο εξωτερικό μας περιβάλλον» ο καθηγητής Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), απάντησε σε ερώτημα σχετικά με τι πρέπει να συμβεί για να συνεχιστεί η θετική πορεία της εληνικής οικονομίας.
Ο ίδιος εξέφρασε την πεποίθηση ότι αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία «κρατιέται» -και θα κρατιέται- από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και η ΕΕ τη στηρίζει μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης ωστόσο τόνισε: «αν το σκάψουμε πολύ το ταμείο αυτό και άλλοι οργανισμοί του είδους είναι στον αέρα, αν η ίδια η ΕΕ δεν προχωρήσει σε μια στενή δημοσιονομική ένωση. (…) Κρατιόμαστε από ένα κλαδί και αν αρχίσει και τρίζει θα δημιουργηθούν θέματα και για εμάς. Το ίδιο ισχύει και με το παγκόσμιο περιβάλλον χρηματοδότησης».
Πρόσθεσε ότι αν κάνουμε μια αναδρομή στο 1981, οπότε η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ, θα διαπιστώσουμε ότι τότε η χώρα ήταν σαφώς πιο πλούσια -σε επίπεδο κατα κεφαλήν ΑΕΠ- από την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία και διάφορες άλλες, αλλά στα 40 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε χάθηκε έδαφος «λίγο-λίγο κάθε χρονιά». Όπως είπε, ο μέσος όρος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την 40ετία ήταν κάτω του 1% «και επειδή το ζητούμενο για τα επόμενα 20 χρόνια είναι να γίνει 2,5%-3%, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτό δεν είναι εφικτό με τη σημερινή παραγωγική διαδικασία και το σημερινό κράτος. Πηγαίνουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, κάναμε επώδυνες βελτιώσεις (…), αλλά υπάρχει απόσταση από το τι πρέπει να γίνει».
Συμπλήρωσε ότι η Ελλάδα χρειάζεται να παίξει με κανόνες μικρής ανοικτής οικονομίας, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να δει «πού θα μπει στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αντί για αυτό όμως, η φυσική μας τάση είναι να κλείνουμε με τεχνητό τρόπο τα σύνορά μας, για να ανακυκλώνουμε μεταξύ μας χρήματα» υποστήριξε.
H Θεσσαλονίκη, η Μακεδονία και το κρίσιμο ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικού
Σε ερώτημα για την προοπτική της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, απάντησε ότι αυτή έχει πρωτοστατήσει εσχάτως σε δύο κατευθύνσεις, αφενός στη λειτουργία επιχειρήσεων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας, με εξαγωγικό χαρακτήρα και αφετέρου στην προσέλκυση εταιρειών εξαγωγής υπηρεσιών. Ωστόσο, για να διατηρηθεί η θετική τάση, έμφαση πρέπει να δοθεί στους εξής τομείς: στην ποιότητα και την ποσότητα του ανθρώπινου δυναμικού και στη σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την παραγωγή, στο κόστος και την ποιότητα της στέγασης και στην προσέλκυση εργαζομένων και από το εξωτερικό.
«Αν μιλήσεις με τους επιχειρηματίες αυτούς, ένα ενδεχόμενο “φρένο” (στη δραστηριότητά τους) είναι το ανθρώπινο δυναμικό» σημείωσε ο κ.Βέττας και πρόσθεσε ότι, πέραν της διασύνδεσης εκπαιδευτικής διαδικασίας και παραγωγής, χωρίς να ανοίξεις τη χώρα και να φέρεις ανθρώπους και από το εξωτερικό -είτε ως εργαζόμενους είτε ως σπουδαστές, καθώς «είναι αδιανόητο ένα εκπαιδευτικό σύστημα να μην έχει 20% αλλοδαπούς»- δεν μπορείς να αξιοποιήσεις όλο το δυναμικό.
Αυτό, διευκρίνισε, χρειάζεται να γίνει με σχέδιο, ενώ πρόσθεσε ότι και το δημογραφικό θα επηρεάσει το θέμα με διάφορους τρόπους, καθώς στο μέλλον «θα είμαστε λιγότεροι κατά 10%-15%, ενώ αλλάζει και η μέση ηλικία». Πολλοί άνθρωποι θα είναι στο μέλλον άνω των 80 ετών, κάτι που σημαίνει ότι θα χρειαστούν κέντρα φροντίδας, μικρότερα ακίνητα και παρεμβάσεις στην ίδια την πόλη, ώστε να υπάρχει ελεύθερος χώρος που συνδυάζεται με μέσα μαζικής μεταφοράς, κατέληξε._
Αλεξάνδρα Γούτα