Εξειδικευμένο εμβόλιο κατά της μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού αναπτύσσει η Pfizer όπως δήλωσε ο Άλμπερτ Μπουρλά τη Δευτέρα (23/08).
Παρότι το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech για τον κορονοϊό έλαβε πλήρη έγκριση από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), οι ερευνητές της αμερικανικής εταιρεία επιδιώκουν την ανάπτυξη ενός άλλου εμβολίου για την καταπολέμηση της ιδιαίτερα μεταδοτικής μετάλλαξης Δέλτα.
Συγκεκριμένα, σε σχετικές δηλώσεις στο NBC ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος (CEO) της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, ανέφερε: «Κάνουμε, αυτή τη στιγμή, ένα εξειδικευμένο εμβόλιο για τη Δέλτα. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν θα το χρειαστούμε γιατί η ενισχυτική δόση του τρέχοντος εμβολίου είναι πολύ, πολύ αποτελεσματική κατά της Δέλτα».
Ακόμα, ο ίδιος πρόσθεσε ότι εκείνοι που προηγουμένως δίσταζαν να κάνουν το εμβόλιο, θα πρέπει να αισθάνονται πιο άνετα εφόσον ο FDA υποστηρίζει πλήρως τη χορήγηση δύο δόσεων.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer σημείωσε, επίσης, ότι ενώ υπάρχουν «σοβαρές» παρενέργειες, όπως η λεμφαδενοπάθεια, είναι απίστευτα σπάνιες.
Αμερικανοί υγειονομικοί αξιωματούχοι έχουν ανακοινώσει ότι, από τις 20 Σεπτεμβρίου, τα εμβολιασμένα άτομα θα μπορούν να αρχίσουν να προγραμματίζουν το ραντεβού τους για την αναμνηστική δόση.
Η νέα δόση πρέπει να χορηγηθεί οκτώ μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου και αναμένεται να ενισχύσει την ανοσία, η οποία υποχωρεί έπειτα από περίπου έξι μήνες.
Επισημαίνεται ότι ανοσοκατασταλμένα άτομα στις ΗΠΑ μπορούν ήδη να λάβουν την τρίτη δόση του εμβολίου ή των Pfizer/BioNTech ή της Moderna.
Καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεχίζει να καταπολεμά την κυρίαρχη μετάλλαξη Δέλτα, άλλες μέθοδοι προστασίας έλαβαν έγκριση έκτακτης ανάγκης από τις Αρχές, όπως οι θεραπείες μονοκλωνικών αντισωμάτων που προσβάλλουν την πρωτεΐνη ακίδας του ιού SARS-CoV-2.
Ο Δρ. Άντονι Φάουτσι, ο κορυφαίος ειδικός μολυσματικών ασθενειών της χώρας, τόνισε την Τρίτη ότι οι θεραπείες μονοκλωνικών αντισωμάτων, που αναπτύχθηκαν από την Eli Lilly and Company, Regeneron και GlaxoSmithKline-Vir Biotechnology, βρέθηκε ότι μειώνουν τον κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου, μεταξύ 70% και 85%.
Μια τέτοια θεραπεία, ωστόσο, πρέπει να ολοκληρωθεί πριν από τη μόλυνση.
Πηγή: Sputniknews