Ο συνδυασμός εκλεπτυσμένης ομορφιάς, κοριτσίστικης αγνότητας, με το λιγνό αποστεωμένο κορμί και τις εφηβικές γραμμές, στις οποίες το μπαλέτο έδωσαν χάρη και μία ανάλαφρη κορμοστασιά, κατέστησαν την Όντρεϊ Χέπμπορν μία από τις σταρ, που θα έχει για πάντα το δικό της κεφάλαιο στον κινηματογράφο.
Ωστόσο, τα μεγάλα θλιμμένα μάτια της ήταν αυτά που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους σκηνοθέτες, τις χάρισαν σπουδαίους ρόλους και εκείνη ανταπέδωσε με αξέχαστες ερμηνείες.
Η θλιμμένη ματιά της, όμως, δεν ήταν ένα φυσικό χάρισμα, αλλά προϊόν μίας πολύ δύσκολης παιδικής ζωής, καθώς η Όντρεϊ Χέπμπορν γνώρισε από πρώτο χέρι τι θα πει πόλεμος, ναζιστική θηριωδία, αλλά και απώλεια, όταν ο αγαπημένος της πατέρας την εγκατάλειψε, μαζί με τη μητέρα της, σε ηλικία έξι ετών. Μια τραυματική εμπειρία, καθώς ο πατέρας της δεν ήταν το πρότυπο που είχε στα παιδικά της μάτια, αλλά ένας αφοσιωμένος Χιτλερικός.
Παρά ταύτα, η Όντρεϊ Χέπμπορν, που συμπληρώνει 30 χρόνια από τον πρόωρο θάνατό της (20 Ιανουαρίου 1993), θα βρει κοπιάζοντας και με τεράστια θέληση, τον δρόμο της στην υποκριτική, θα φτάσει στην κορυφή του Χόλιγουντ, ενώ για πολλά χρόνια της ζωής της θα αφιερωθεί στα παιδιά που είχαν ανάγκη και θα προσπαθήσει να τους δώσει την αγάπη, που αυτή δεν έζησε παρότι γεννήθηκε μέσα στα πλούτη.
Από τα πλούτη στην τραυματική απώλεια
Αλλά ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Η Όντρεϊ Χέπμπορν γεννήθηκε στις 4 Μαΐου του 1929 στις Βρυξέλλες, ως μοναχοκόρη ενός Ιρλανδού τραπεζίτη και μιας μιας πρώην βαρόνης, Ολλανδέζας αριστοκράτισσας, που είχε από τον πρώτο της γάμο, με έναν Ολλανδό ευγενή, απόγονο του βασιλιά Εδουάρδου Γ’ της Αγγλίας, ακόμη δυο ετεροθαλείς αδελφούς. Η μικρή Όντρεϊ έκανε τα πρώτα της βήματα σαν πριγκίπισσα, πηγαίνοντας στο αριστοκρατικό σχολείο του Κεντ, αλλά πριν αρχίσει να πολυκαταλαβαίνει, ο πατέρας της, θα εγκαταλείψει την οικογένειά του, καθώς αυτός και η σύζυγός του, ήταν μέλη της Βρετανικής Φασιστικής Ένωσης. Μία τραυματική εμπειρία για την Όντρεϊ, όπως παραδέχθηκε χρόνια μετά.
Η γερμανική κατοχή και η Άννα Φρανκ
Όμως, τα χειρότερα για την Χέπμπορν ήταν μπροστά, με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1939 η μητέρα της πήρε την απόφαση να μετακομίσει μαζί με τα παιδιά της στο σπίτι του παππού της στο Άρνεμ της Ολλανδίας, καθώς πίστευε ότι η Ολλανδία ήταν ασφαλής από γερμανική εισβολή. Εκεί, η Όντρεϊ θα φοιτήσει στο Ωδείο του Άρνεμ, όπου μυήθηκε στο μπαλέτο.
Το 1940, οι Γερμανοί εισέβαλλαν στην Ολλανδία, αναγκάζοντας την Χέπμπορν να αλλάξει το όνομά της, για να μη θυμίζει αγγλικό. Η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς, ενώ το χειμώνα του 1944 θα έρθει και ο λιμός, αφήνοντας οι Γερμανοί τους ντόπιους χωρίς θέρμανση και τρόφιμα. Η ίδια, που είδε ανθρώπους να πεθαίνουν παγωμένοι ή από την πεινά στους δρόμους, δεν έχασε ποτέ το κουράγιο της και ως μπαλαρίνα, χόρευε για να μαζευτούν χρήματα που θα βοηθούσαν την αντίσταση. Υποφέροντας από οξεία αναιμία και αναπνευστικά προβλήματα, η έφηβη πια Όντρεϊ θα δει να εκτελείται μπροστά της και ο ξάδελφος της μητέρα της, ενώ ο ετεροθαλής αδελφός της, Ίαν, θα περάσει κάποιο διάστημα σε στρατόπεδο εργασίας.
Οι εικόνες, με τους Εβραίους στα τρένα να μεταφέρονται σε στρατόπεδα εργασίας και τις εκτελέσεις αντιστασιακών πλήγωσαν βαθιά την Χέπμπορν, η οποία είχε πολλά κοινά με την Άννα Φρανκ, της οποίας όταν διάβασε το βιβλίο της, αμέσως μετά τον πόλεμο, την καταρράκωσε.
Το μπαλέτο και η υποκριτική
Αμέσως μετά τον πόλεμο, μετακόμισε στο Άμστερνταμ, για να παρακολουθήσει μαθήματα μπαλέτου, ενώ στη συνέχεια θα πάει στο Λονδίνο για να τελειοποιηθεί παρακολουθώντας μαθήματα μπαλέτου από τη φημισμένη Μαρί Ράμπερτ, αλλά λόγω του ύψους της, το 1,70 ήταν τότε σχεδόν απαγορευτικό, για μια πρίμα μπαλαρίνα, καθώς και της ασθενικής της υγείας, δεν τα κατάφερε. Έτσι, ακούγοντας τη συμβουλή της δασκάλας της, θα στραφεί στην υποκριτική, απ’ την οποία θα εξασφάλιζε και περισσότερα χρήματα, καθώς η μητέρα της δούλευε ως υπηρέτρια, για να στηρίξει την οικογένειά της.
Ξεκίνησε να δουλεύει στο θέατρο, σε μουσικές παραστάσεις και ταυτόχρονα να παίζει μικρούς ρόλους σε ταινίες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Monte Carlo Baby» η Χέπμπορν επιλέχτηκε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Μπρόντγουεϊ με τίτλο «Gigi» που έκανε πρεμιέρα στις 24 Νοεμβρίου 1951 στο Θέατρο Φούλτον.
Ο Γουάιλερ, το Όσκαρ και η καταξίωση
Ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος θα έρθει το 1953 στην αμερικάνικη ταινία «Διακοπές στη Ρώμη», δίπλα στον σούπερ σταρ Γκρέκορι Πεκ και σε σκηνοθεσία του μεγάλου Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από το δοκιμαστικό που της είχε κάνει και ως εκ τούτου απέρριψε την αρχική επιλογή της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Όπως είχε πει ο Γουάιλερ για την επιλογή του «είχε όλα όσα έψαχνα: Γοητεία, αθωότητα και ταλέντο. Ήταν επίσης πολύ αστεία. Ήταν απολύτως μαγευτική». Με λίγες λέξεις ο Γουάιλερ θα συμπυκνώσει τα χαρακτηριστικά της ηθοποιού Όντρεϊ Χέπμπορν.
Η τύχη της Χέπμπορν να πέσει πάνω στον Γουάιλερ, θα της χαρίσει το Όσκαρ Α Γυναικείου ρόλου και θα της ανοίξει έναν ανεπανάληπτο δρόμο δόξας. Θα βραβευτεί με Όσκαρ, Τόνι, Έμμυ και Γκράμι, θα πρωταγωνιστήσει σε αμέτρητες παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ και θα κερδίσει τέσσερα θεατρικά βραβεία. Ταυτόχρονα, για μια 20ετία θα αναδειχθεί ως σύμβολο της μόδας, ένα είδωλο καλαισθησίας που ίσως δεν υπάρχει όμοιό της, ακολουθώντας το αξίωμα που είχε θέσει η ίδια: «Για ωραία μάτια, βλέπε το καλό στους άλλους. Για ωραία χείλη, να λες λόγια ευγενικά. Και για το παράστημα: να περπατάς σαν να μην είσαι ποτέ μόνη».
Θριαμβευτική πορεία
Η συνέχεια για την Χέπμπορν θα είναι θριαμβευτική, καθώς θα ακολουθήσουν σπουδαίες ταινίες, θαυμάσιες ερμηνείες της, η καθολική αποδοχή. Οι επιλεγμένες επιλογές της, θα της δώσουν την ικανοποίηση να μην έχει αποτυχίες στον κινηματογράφο. Ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες της είναι το υπέροχο δράμα του Φρεντ Τσίνεμαν «Η Ιστορία μιας Μοναχής» (1959), το θρυλικό πλέον «Πρόγευμα στο Τίφανις» (1961) του Μπλέικ Έντουαρντς, η κλασική κομεντί « Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (1954) του μέγιστου Μπίλι Γουάιλντερ, έχοντας δίπλα της τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και τον Γουίλιαμ Χόλντεν, το ρομαντικό μιούζικαλ «Έξυπνο Μουτράκι» (1957) του Στάνλεϊ Ντόνεν, με τον Φρεντ Αστέρ, την υπερπαραγωγή του Τζορτζ Κιούκορ «Ωραία μου Κυρία», με τον Ρεξ Χάρισον, «Πώς να Κλέψετε 1.000.000 δολάρια» (1966) του Γουάιλερ, με τον Πίτερ Ο’Τουλ, το ρομαντικό δράμα «Δύο για τον Δρόμο» (1967), δίπλα στον Άλμπερτ Φίνεϊ και το πανέμορφο γουέστερν «Οι Ασυγχώρητοι» (1960) του Τζον Χιούστον, με τον Μπαρτ Λάνκαστερ δίπλα της.
Για πάντα ευαίσθητη γυναίκα
Βεβαίως υπάρχει και η τελευταία της εμφάνιση, έπειτα από χρόνια ενασχόλησής της με τα παιδιά που είχαν ανάγκη, για λαούς που μαστίζονταν από τη φτώχεια και την πείνα, ταξιδεύοντας σε επικίνδυνες περιοχές της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, ως πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF. Ήταν το 1989 στην ρομαντική περιπέτεια φαντασίας του Σπίλμπεργκ «Για Πάντα», στην οποία η ολιγόλεπτη συμμετοχή της ήταν το πιο συγκινητικό χαρακτηριστικό της ταινίας, καθώς είχε γίνει γνωστό ότι πάσχει από καρκίνο. Μια μάχη που θα δώσει με γενναιότητα, ανάμεσα σε επώδυνες επεμβάσεις και χημειοθεραπείες, αλλά και συνεχή ταξίδια, για να βρεθεί δίπλα σε παιδιά και χειμαζόμενους λαούς.
Όντρεϊ Χέπμπορν – ΓΑΜΟΣ
Η Όντρεϊ Χέπμπορν, που παντρεύτηκε δυο φορές – την πρώτη με τον διάσημο ηθοποιό Μελ Φερέρ, τη δεύτερη με τον Ιταλό ψυχίατρο Αντρέα Ντότι – απέκτησε δύο παιδιά, είχε πολλές ερωτικές σχέσεις με διάσημους και μη άντρες, καθώς λόγω του ψυχικού τραύματος της απώλειας του πατέρα, αναζητούσε πάντα την αντρική αγάπη.
Μία πληγωμένη γυναίκα που ήξερε πόσο πολύτιμη είναι η αναζήτηση της ευτυχίας. Γιατί πίστευε ότι «τα ευτυχισμένα κορίτσια είναι τα πιο όμορφα». Ειδικά όταν η ματιά τους έχει κάτι το μελαγχολικό, έχουν να πουν μία μεγάλη ανθρώπινη ιστορία…