Ο εθισμός των ΗΠΑ στις κυρώσεις: Αποδίδουν ελάχιστα και μακροπρόθεσμα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα, αλλά οι πολιτικοί στην Ουάσινγκτον δεν μπορούν να απεξαρτηθούν. Και όσο η… “θεραπεία” αποτυγχάνει τόσο ο “γιατρός” αυξάνει τη δόση του φαρμάκου.
Καθώς οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν αποδεικνύουν την αποτυχία παραδοσιακών μέσων άσκησης εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (βομβαρδισμοί, εισβολές, στρατιωτική κατοχή), αρκετοί αξιωματούχοι στην Ουάσινγκτον θεωρούν ότι θα χρειαστεί να καταφεύγουν όλο και συχνότερα στις οικονομικές κυρώσεις για να συνετίσουν τους αντιπάλους τους.
Δυστυχώς, για αυτούς, ακόμη και αυτό το εργαλείο έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του.
«Η εμμονή της Ουάσινγκτον με τις κυρώσεις δεν αποδεικνύει την αποτελεσματικότητά τους, αλλά την παρακμή της Αμερικής» έγραφε προ ημερών το Foreign Affairs.
Ενώ μέχρι σήμερα γνωστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές, όπως ο Μαξ Βάισμπροτ, ερευνούσαν τις συνέπειες μόνο στους πληθυσμούς των χωρών που δέχονταν τις κυρώσεις, μια νέα γενιά Αμερικανών αναλυτών διαπιστώνει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα λειτουργούν σαν μπούμερανγκ για την ισχύ των ΗΠΑ.
Το βασικότερο πρόβλημα, φυσικά, όπως αποδεικνύουν οι περιπτώσεις της Κίνας, της Ρωσίας, του Ιράν και της Βενεζουέλας, είναι ότι οι κυβερνήσεις τους δεν υποκύπτουν στις πιέσεις ακόμα και όταν οι πολίτες τους (ειδικά στην Τεχεράνη και το Καράκας) βιώνουν τρομακτικές επιπτώσεις, οι οποίες μετριούνται σε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι ΗΠΑ καταφέρνουν απλώς να πυροβολήσουν τα πόδια τους. Όπως αποκάλυψε ο οίκος πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s, το 2018, όταν η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε στην Κίνα υψηλότατους δασμούς για να τιμωρήσει τη νομισματική και εξαγωγική της πολιτική, το μεγαλύτερο κόστος επωμίστηκε ο αγροτικός τομέας και ο κλάδος υψηλής τεχνολογίας των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, καθώς το Πεκίνο απάντησε με δικά του οικονομικά αντίμετρα, το δασμολογικό κόστος επιβάρυνε μόλις κατά 8% την Κίνα και πάνω από 90% τις αμερικανικές εταιρείες εισαγωγών, οι οποίες τελικά το μετακύλησαν στους καταναλωτές.
Βασικό θύμα το δολάριο
H σημαντικότερη παρενέργεια, όμως, από τον εθισμό των ΗΠΑ στις κυρώσεις είναι ότι σταδιακά ροκανίζουν την ισχύ του δολαρίου, ως παγκόσμιου μέσου συναλλαγών, δηλαδή πλήττουν έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες της αμερικανικής κυριαρχίας.
Οι ΗΠΑ επιλέγουν όλο και συχνότερα τις οικονομικές κυρώσεις, καθώς στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας το τραπεζικό τους σύστημα παίζει κομβικό ρόλο, επιτρέποντάς τους να παρεμβαίνουν σχεδόν σε κάθε μεγάλη συναλλαγή.
Ακόμα και όταν οι αμερικανικές τράπεζες δεν μπορούν να «παγώσουν» τα περιουσιακά στοιχεία ή τις συναλλαγές μιας χώρας, μπορούν να τιμωρήσουν άμεσα ή έμμεσα όσους συνεργάζονται μαζί τους.
Ακόμα και μεγάλες κινεζικές ή ρωσικές τράπεζες δεν έχουν καμία όρεξη να βρεθούν σε επίσημες ή άτυπες μαύρες λίστες των αμερικανικών τραπεζών και του Υπουργείου Οικονομικών της Ουάσινγκτον.
Όσο συνεχίζεται, όμως, αυτή η κατάσταση, αρκετές χώρες αναζητούν τρόπους για να παρακάμψουν το δολάριο και το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα με τρεις τρόπους: με διμερείς συναλλαγές σε εθνικά νομίσματα, με την αντικατάσταση του δολαρίου από το ευρώ και πολύ πιο πρόσφατα με τη χρήση κρυπτονομισμάτων.
Η τελευταία λύση, αν και ενέχει σημαντικούς κινδύνους (ειδικά αν τα κρυπτονομίσματα δεν έχουν αντίκρισμα στην πραγματική παραγωγή μιας εθνικής οικονομίας), κερδίζει συνεχώς έδαφος μεταξύ των χωρών που βρίσκονται στο στόχαστρο των κυρώσεων.
Η κατάχρηση, λοιπόν, της ισχύος του δολαρίου απλώς επιταχύνει τη φθορά και τη σταδιακή εγκατάλειψη του αμερικανικού νομίσματος.
Μέχρι πρότινος το Πεντάγωνο αντιστάθμιζε αυτές τις απώλειες βομβαρδίζοντας -κυριολεκτικά- όσους αναζητούσαν εναλλακτικούς μηχανισμούς συναλλαγών (Σαντάμ Χουσείν, Μοαμάρ Καντάφι κ.ά.).
Όσο αυξάνεται όμως ο αριθμός των χωρών που υπόκεινται σε κυρώσεις τόσο πιο δύσκολο είναι να ελεγχθεί το κύμα φυγής από το δολάριο.
Οι αλλαγές αυτές ήταν ένας από τους παράγοντες, για τους οποίους η χρήση του αμερικανικού νομίσματος, ως αποθεματικό συναλλάγματος από άλλες χώρες, έπεσε το 2020 στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 25 χρόνων.
Εγκλωβισμένοι στα εμπάργκο
Παρά το γεγονός όμως ότι οι κυρώσεις αποδίδουν ελάχιστα ενώ μακροπρόθεσμα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα και για τις ΗΠΑ, οι πολιτικοί στην Ουάσινγκτον δεν μπορούν να απεξαρτηθούν από αυτές.
Ο Μπαράκ Ομπάμα έδωσε νέα πνοή στο φαινόμενο επιβάλλοντας κυρώσεις και εμπάργκο σε τουλάχιστον 500 άτομα, οργανισμούς και χώρες.
Ο Τραμπ πολλαπλασίασε τις σχετικές αποφάσεις, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις, ενώ ο Μπάιντεν διατήρησε σχεδόν το σύνολο των κυρώσεων που επέβαλαν οι προκάτοχοί του.
Κάθε πρόεδρος και γερουσιαστής λειτουργεί σαν ένας κομπογιαννίτης γιατρός, ο οποίος χορηγεί επικίνδυνα φάρμακα (ώστε να αποδείξει ότι αντιμετωπίζει με πυγμή την κατάσταση) ελπίζοντας ότι κανένας δεν θα μιλήσει για τις παρενέργειες.
Και όσο η θεραπεία αποτυγχάνει τόσο ο «γιατρός» αυξάνει τη δόση του φαρμάκου.
Άρης Χατζηστεφάνου- sputniknews.gr