Την ανάγκη να εγκαταλειφθεί η ουδετερότητα χωρών για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, γιατί υπονομεύουν την ενιαία στάση και την αταλάντευτη στήριξη για την εδαφική ακεραιότητα και την τάξη που βασίζεται σε κανόνες, προτάσσει σε συνέντευξή του στον Δημήτρη Μάνωλη για το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διευθυντής του Ινστιτούτου για την Πολιτική Ασφάλειας και Ανάπτυξης (Institute for Security & Development Policy) δρ Νίκλας Σουάνστρομ , με αφορμή τη συμμετοχή του στο Φόρουμ των Δελφών, που πραγματοποιείται από 6 έως 9 Απριλίου. «Χώρες όπως η Ινδία ή η Τουρκία πρέπει να εγκαταλείψουν τη λεγόμενη ουδετερότητά τους και να αποφασίσουν σε ποια πλευρά βρίσκονται, γιατί υπονομεύουν την ενιαία στάση εναντίον της Ρωσίας και την αταλάντευτη στήριξη για την εδαφική ακεραιότητα και την τάξη που βασίζεται σε κανόνες και στην πραγματικότητα είναι άμεση υποστήριξη της Ρωσίας» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ Νίκλας Σουάνστρομ. Σημειώνει ότι θα ήθελε να δει να αναπτύσσεται μια ισχυρή δημοκρατική συμμαχία σε όλο τον κόσμο, «η οποία θα είναι ισχυρά ενωμένη και θα αποτρέπει τυχόν μελλοντικές απειλές για την ασφάλεια από μη δημοκρατίες, όπως η Ρωσία». Ωστόσο, όπως επισημαίνει, αυτό προς το παρόν εμποδίζεται να συμβεί από κράτη που ήταν απρόθυμα να καταδικάσουν τη Ρωσία για την εισβολή, λόγω των ισχυρών δεσμών τους με τη Μόσχα που χρονολογούνται από τον Ψυχρό Πόλεμο.
Επίσης, ο διευθυντής του Ινστιτούτου για την Πολιτική Ασφάλειας και Ανάπτυξης, με ειδίκευση στην πρόληψη και διαχείριση των συγκρούσεων, καθώς και την περιφερειακή συνεργασία, προτρέπει την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τους συμμάχους τους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση σήμερα, γιατί εκτιμά πως στο μέλλον η πόλωση θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Επιπλέον, καλεί την Ευρώπη και όλες τις χώρες να συνειδητοποιήσουν ότι η συλλογική αδιαφορία για την εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία (2008) και την προσάρτηση της Κριμαίας (2014)–με την έννοια ότι απάντησαν με κυρώσεις αλλά δεν έλαβαν ουσιαστική δράση – ενθάρρυνε την πίστη του Πούτιν για επιτυχία της εισβολής στην Ουκρανία.
Σε αυτό το πλαίσιο, προειδοποιεί ότι «εάν επιτρέψουμε στη Ρωσία να καταλάβει την Ουκρανία, τότε η Μόσχα θα συνεχίσει να πιστεύει ότι η βία έχει αποτελέσματα και θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει την επέκτασή της, για παράδειγμα, στις χώρες της Βαλτικής ή στο Καζακστάν», καθώς και ότι «στέλνει επίσης ένα μήνυμα στον υπόλοιπο κόσμο, και ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Κίνα με ιστορικές διεκδικήσεις σε περιοχές, ότι είναι δυνατό να επανασχεδιαστούν τα σύνορα με τη χρήση στρατιωτικής δράσης και να μείνουν ατιμώρητες». Επεκτείνοντας τον συλλογισμό του, αναφέρει πως «οι παγκόσμιες επιπτώσεις του πολέμου θα αντηχούν τα επόμενα χρόνια και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιτραπεί στη Ρωσία να μείνει ατιμώρητη από την εισβολή».
Σε ό,τι αφορά τον σκοπό της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατά τη γνώμη του Νίκλας Σουάνστρομ είναι η προώθηση του μεγάλου οράματος του Πούτιν «για την αυτοκρατορία της Ρωσίας» και την πεποίθησή του ότι τα αληθινά σύνορα του ρωσικού έθνους εκτείνονται πέρα από το σημείο που βρίσκονται σήμερα. «Ο Πούτιν θέλει να θριαμβεύσει επί της δημοκρατίας στην Ουκρανία και να κάνει τους άλλους γείτονες της Ρωσίας να αμφισβητήσουν τη βιωσιμότητα των δικών τους δημοκρατιών, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη δύναμη της Αμερικής στην υπεράσπιση της δημοκρατίας. Θα ήταν πολύ δύσκολο να αρνηθούμε τη δημοκρατία στους Ρώσους πολίτες εάν η Ουκρανία αναδυόταν ως δημοκρατία και μέλος της ΕΕ. Θα υποστήριζα ότι έχει να κάνει λιγότερο με το ΝΑΤΟ και πολύ περισσότερο με το δικό του σύστημα πεποιθήσεων και τις εσωτερικές προκλήσεις» εξηγεί.
«Το αποτέλεσμα του πολέμου θα είναι πιθανότατα μια ρωσική κατοχή σε μεγάλο μέρος της Ουκρανίας»
Περαιτέρω, ο διευθυντής του Ινστιτούτου για την Πολιτική Ασφάλειας και Ανάπτυξης προβαίνει στην εκτίμηση ότι αποτέλεσμα του πολέμου θα είναι πιθανότατα μια ρωσική κατοχή σε μεγάλο μέρος της Ουκρανίας, μια εισβολή που ξεκίνησε ήδη το 2014. «Μπορούμε να περιμένουμε το τέλος της στρατιωτικής εμπλοκής στο εγγύς μέλλον, ακόμη κι αν είναι δύσκολο να πούμε πότε, αλλά η Ρωσία θα παραμείνει δύναμη κατοχής σε ορισμένες περιοχές της Ουκρανίας ως αποτέλεσμα της ειρηνευτικής συμφωνίας ή της κατάπαυσης του πυρός που θα επιτευχθεί» σημειώνει.
Όσον αφορά το μέλλον της Ουκρανίας, θεωρεί πως «η χώρα θα καταστραφεί από τις επιπτώσεις του πολέμου» και αναδεικνύει τον ρόλο που θα κληθεί να διαδραματίσει η Ευρώπη. «Η Ευρώπη θα βοηθήσει πιο ενεργά τη χώρα να ανακάμψει και με αυτόν τον τρόπο θα την φέρει πιο κοντά της». Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι οι χώρες με εκκρεμείς συνοριακές διαφορές δεν μπορούν να ενταχθούν στην ΕΕ, κάτι που δεν θα δεχθεί η Ρωσία για την Ουκρανία. Σε αυτό το πλαίσιο, υποδεικνύει πως πρέπει να αναζητηθούν τρόποι να αντιμετωπιστούν αυτές οι νέες καταστάσεις, καθιστώντας σαφές πως η Ουκρανία είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος και θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι είναι ευπρόσδεκτη στους κόλπους της ΕΕ.
«Ο πόλεμος προετοιμάζει το έδαφος για μακροπρόθεσμη σύγκρουση με τη Ρωσία»
Σκιαγραφώντας εναργέστερα το νέο τοπίο στην περιοχή μετά τον πόλεμο, προβλέπει πως οι μάχες μπορεί να σταματήσουν, αλλά οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Ο πόλεμος προετοιμάζει το έδαφος για μακροπρόθεσμη σύγκρουση με τη Ρωσία και αναμένω να δω μια πολύ μεγαλύτερη και βαθύτερη σύγκρουση, ακόμη και αν αυτή η στρατιωτική εισβολή θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί προσωρινά» θεωρεί.
«Οδεύουμε σε ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο»
Εν συνεχεία, επιχειρεί να χαρτογραφήσει το νέο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον ασφαλείας που θα αναδυθεί. «Σίγουρα οδεύουμε προς ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο και οι σφαίρες επιρροής αναπτύσσονται αισθητά» παρατηρεί. Επεξηγώντας την οπτική του, διατυπώνει την εκτίμηση πως οι δεσμοί μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας γίνονται πιο στενοί. «Η κοινή τους δήλωση τον Φεβρουάριο του 2022, η οποία περιέγραφε τη “χωρίς όρια” φιλία και το όραμά τους να αναδιανείμουν την παγκόσμια δύναμη μακριά από τις ΗΠΑ και να αναλάβουν οι ίδιες την ηγεσία, προκάλεσε ανησυχία, ακόμη και πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Τώρα, οι αναφορές των ΗΠΑ που υποδηλώνουν ότι η Ρωσία ζήτησε από την Κίνα να την υποστηρίξει στρατιωτικά στην Ουκρανία είναι μια σημαντική εξέλιξη και μια κλιμάκωση της ιδιαιτερότητας αυτών των αντίπαλων σφαιρών [επιρροής]» αναφέρει. Συνεχίζοντας την ανάλυσή του, διατυπώνει την ανησυχία του πως «καθώς αυτές οι σφαίρες επιρροής φτάσουν σε οριακό σημείο, η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και η Ινδία, μεταξύ άλλων, θα βρεθούν σε σοβαρό οικονομικό κίνδυνο εάν δεν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε την εξάρτησή μας από την Κίνα και άλλα μη δημοκρατικά κράτη και να αναπτύξουμε νέες αλυσίδες εφοδιασμού που βασίζονται σε οικονομίες και δημοκρατίες που τηρούν τους κανόνες».
Διαφαίνεται μια «πυρηνική οικονομική απειλή»
Εστιάζοντας στις αλυσίδες εφοδιασμού, προκρίνει την ανάπτυξη των «μπλε» αντί των «κόκκινων», που ελέγχονται από την Κίνα. «Κατά μία έννοια πρέπει να σεβαστεί κανείς αυτό που μπόρεσε να επιτύχει το Πεκίνο –η Κίνα μπόρεσε να μειώσει τη διεθνή της εξάρτηση μέσω της οικονομικής νομοθεσίας. Για παράδειγμα, οι ξένες εταιρείες δεν μπορούν να επενδύσουν σε υποδομές ζωτικής σημασίας στην Κίνα. Η Κίνα κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί σχετικά από τις δυτικές αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ εμείς παραμένουμε πολύ πιο εξαρτημένοι από την Κίνα. Πρέπει να δούμε τις πολιτικές τους για να αναπτύξουμε κάτι παρόμοιο». Μάλιστα, χαρακτηρίζει «μεγάλη αφέλεια της Ευρώπης να πιστεύει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει το εμπόριο για να επηρεάσει την Κίνα προκειμένου να συμπεριφέρεται καλά».
Παράλληλα, επισημαίνει πως ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Κίνας θα έβλαπτε όλες τις οικονομίες. Ωστόσο, προειδοποιεί πως «διαφαίνεται μια “πυρηνική οικονομική απειλή”» και προκρίνει πως πρέπει «να διαφοροποιήσουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού μας και να διασφαλίσουμε ότι έχουμε κρίσιμες εγχώριες βιομηχανίες».
Η ΕΕ πρέπει να γίνει «hard power»
Ερωτηθείς για την ΕΕ και αν θα πρέπει να συμβαδίσει την οικονομική της δύναμη με τη γεωπολιτική ισχύ, υποστηρίζει πως ενώ δεν είναι σήμερα «hard power», πρέπει να γίνει. Όπως επεξηγεί, από τη μία πλευρά η ΕΕ χρειάζεται στενότερη συνεργασία με το ΝΑΤΟ και από την άλλη πρέπει να αναπτύξει τη δική της στρατηγική στρατιωτική πολιτική που να είναι αποτελεσματική. «Ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη έχουν αρχίσει να αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες έως και 2%, κάτι που είναι μια καλή αρχή. Πρώτον, λόγω της σημαντικής περιφερειακής απειλής της Ρωσίας. Και δεύτερον, γιατί η ΕΕ πρέπει να αποδειχθεί χρήσιμη στο ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ μπορεί συχνά να θεωρείται ως “συμμαχία της Αμερικής”, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συμβάλλει τα μέγιστα σε αυτό όσον αφορά το κόστος και το προσωπικό. Εάν η ΕΕ θέλει να έχει μεγαλύτερη συμβολή στη διατλαντική συμμαχία, τότε θα πρέπει επίσης να επωμιστούμε περισσότερο κόστος και στρατιωτικά καθήκοντα» προσθέτει.
Η ΕΕ να αναπτύξει νέο ταμείο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της εισβολής
Σχετικά με τις επιπτώσεις από τη ρωσική εισβολή, ο Νίκλας Σουάνστρομ υπογραμμίζει πως είναι απαραίτητο η ΕΕ να αναπτύξει ένα νέο ταμείο για την αντιμετώπισή τους. Ειδικότερα, αρθρώνει την άποψη πως πρέπει η ΕΕ «να δημιουργήσει ένα ταμείο ανάκαμψης για να αντιμετωπίσει τις υψηλές τιμές της ενέργειας και να καλύψει την επιτακτική μετάβαση των αλυσίδων εφοδιασμού». Αν και σημειώνει ότι θα έχει μεγάλο κόστος για την Ευρώπη να γίνει πιο ανεξάρτητη από τη Ρωσία, την Κίνα και άλλα «μη φιλικά» κράτη και να δημιουργήσει αλυσίδες εφοδιασμού. Υπογραμμίζει μάλιστα πως είναι απαραίτητο να αναλάβει το υψηλό κόστος της μετάβασης τώρα, παρά να καθυστερήσει μέχρι να μην είναι πλέον δυνατή. «Αυτή η αλλαγή θα είναι μια μετάβαση κατά την οποία θα πρέπει να ξεκινήσουμε με τους κρίσιμους τομείς και βιομηχανίες και με την πάροδο δεκαετιών να προχωρήσουμε σε ένα πιο σταθερό και ασφαλές οικονομικό σύστημα» υποστηρίζει. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει πως η ΕΕ πρέπει να επαναφέρει την παραγωγή στα επιμέρους κράτη και στο δημοκρατικό σύστημα και συμπληρώνει: «Η Δύση υποβλήθηκε σε μια διαδικασία “αποβιομηχάνισης” από το δεύτερο μισό του 20ού αι., η οποία θεωρήθηκε φυσική ή αντίδραση στην παγκόσμια ανάπτυξη και στην παγκοσμιοποίηση και άνοιξε τον χώρο για την οικονομία υπηρεσιών που έχουμε τώρα. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία ουσιαστικά μετέφερε ένα σημαντικό ποσό ισχύος στα κράτη που συγκέντρωσαν την παραγωγή και πρέπει να την ανακτήσουμε. Το πιο πιεστικό είναι να ανακτήσουμε τον έλεγχο της κατασκευής βασικών αγαθών, όπως αγωγών, νέων τεχνολογιών, εμβολίων και οποιωνδήποτε φαρμάκων, που είναι επιτακτικά για τη λειτουργία της Ευρώπης».
«Απαραίτητο να δεθούν τα Δυτικά Βαλκάνια πιο κοντά στην ΕΕ»
Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια, ο Δρ Νίκλας Σουάνστρομ θεωρεί πως είναι απολύτως απαραίτητο να δεθούν τα Δυτικά Βαλκάνια πιο κοντά στην ΕΕ. Προτείνει η ΕΕ να έχει ένα σύστημα προσχώρησης το οποίο θα έχει 2-3 φάσεις και θα σημαίνει ότι εκείνα τα κράτη που είναι έτοιμα, μπορούν να προχωρήσουν περαιτέρω και όσα δεν πληρούν ακόμη όλες τις προϋποθέσεις ενός πλήρους μέλους, μπορούν να ενταχθούν εν μέρει, αλλά που συνδέονται στενά με την Ευρώπη και θα επωφελούνται από το οικονομικό και πολιτικό της σύστημα, εμποδίζοντάς τα να πέσουν στην αγκαλιά της Ρωσίας και της Κίνας.
«Η τουρκική επιθετικότητα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο»
Ερωτηθείς για την τουρκική προκλητικότητα έναντι της Ελλάδας, ο διευθυντής του Ινστιτούτου για την Πολιτική Ασφάλειας και Ανάπτυξης τονίζει πως η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξει μια συντονισμένη πολιτική ενάντια σε όλα τα κράτη που επιδεικνύουν επιθετική ή απειλητική συμπεριφορά προς την ΕΕ. Για παράδειγμα, αναφέρει, «όσον αφορά τις κινεζικές οικονομικές κυρώσεις κατά της Λιθουανίας, αυτές θα πρέπει να θεωρούνται κατά της Ευρώπης στο σύνολό της και οποιαδήποτε απειλή για τα σύνορα ενός ευρωπαϊκού κράτους θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απειλή για την ΕΕ». Και στις δύο περιπτώσεις, υπογραμμίζει, η Ευρώπη θα πρέπει να απαντήσει βάσει μιας συμφωνημένης κοινής πολιτικής.
Αναφερθείς ειδικότερα στην τουρκική επιθετικότητα, υπογραμμίζει πως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω της εξέτασης μιας συντονισμένης πολιτικής ενάντια στις όποιες απειλές. Όλες οι διαφορές πρέπει να επιλύονται ειρηνικά και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, σημειώνει επιπροσθέτως. Παράλληλα, επισημαίνει πως παραμένει πολύ σημαντικό «να φέρουμε την Τουρκία, και άλλους διεθνείς παράγοντες, όπως αυτή, πιο κοντά στην ΕΕ και να της δώσουμε τα εργαλεία για να συμμετάσχει προς μεγαλύτερο όφελος της Ευρώπης και των μεμονωμένων κρατών μελών της, όπως η Ελλάδα».
Σε ό,τι αφορά την τουρκική θέση απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παρατηρεί πως η Τουρκία έχει επιδείξει κριτική στάση για την εισβολή και την αναγνώρισε ως πόλεμο που οδήγησε στο κλείσιμο των στενών στη Μαύρη Θάλασσα στα ρωσικά πολεμικά πλοία. Ακτινογραφώντας την τουρκική στάση, είπε πως η Τουρκία προσπάθησε κατά κάποιο τρόπο να βρει τη μέση λύση με το να μην εφαρμόσει κυρώσεις στη Ρωσία, επειδή το επίπεδο εξάρτησής της από τη ρωσική ενέργεια σημαίνει ότι η Άγκυρα δεν θέλει να βλάψει πλήρως τις σχέσεις με τη Μόσχα. Ωστόσο, εκφράζει την εκτίμηση ότι η Τουρκία είναι απίθανο να υπερασπιστεί τη Ρωσία και να την υποστηρίξει με τον τρόπο που έχει κάνει η Κίνα και «μάλλον, η τουρκική υποστήριξη προς την Ουκρανία μπορεί να παρουσιάζει μικροδιαφοροποίηση, αλλά είναι εκεί. Η φύση της επίθεσης έχει οδηγήσει την Τουρκία να εκφράσει την υποστήριξή της για την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Ουκρανίας. Επιπλέον, η Τουρκία είναι ένα κρίσιμο κράτος του ΝΑΤΟ στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης και υποστήριξε τα βήματα του ΝΑΤΟ για την ενεργοποίηση αμυντικών σχεδίων κατά την εισβολή».
Θα μπορούσε η ρωσική εισβολή να επηρεάσει την Ανατολική Μεσόγειο; Στο ερώτημα αυτό ο Νίκλας Σουάνστρομ αναφέρει πως ο πόλεμος θα έχει αναμφίβολα σημαντικές επιπτώσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, σημειώνοντας ότι πιο πιεστικός θα είναι ο οικονομικός αντίκτυπος, η αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, καθώς η Ουκρανία και η Ρωσία προμηθεύουν το μεγαλύτερο μέρος του σιταριού στον κόσμο και η αναταραχή σε αυτές τις αλυσίδες εφοδιασμού θα επηρεάσει περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Αίγυπτος που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σίτου στον κόσμο.
Θα μπορούσε να επιταχυνθεί το σχέδιο για τον EastMed
Τέλος, αναδεικνύει πως η Ανατολική Μεσόγειος θα μπορούσε να γίνει μια νέα πηγή ενέργειας, καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο. Όπως ανέφερε, υπάρχουν μη αναπτυγμένα κοιτάσματα πετρελαίου και αγωγοί προς την Τουρκία, καθώς και ο αγωγός EastMed, που έχουν προταθεί αλλά δεν έχουν τεθεί σε ισχύ, και ίσως η εισβολή θα μπορούσε να δημιουργήσει το επείγον ώστε επιταχυνθούν αυτά τα σχέδια. Ωστόσο, διακρίνει ότι αυτό θα έρθει σε σύγκρουση με τον εναλλακτικό στόχο της ΕΕ να χρησιμοποιήσει αυτή την ώθηση για να επιταχύνει τη μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας και αλυσίδες εφοδιασμού στην Ευρώπη.
Σημειώνεται ότι ο δρ Νίκλας Σουάνστρομ είναι διευθυντής του Ινστιτούτου για την Πολιτική Ασφάλειας και Ανάπτυξης και ένας από τους συνιδρυτές του. Είναι μέλος του Ινστιτούτου Εξωτερικής Πολιτικής της Σχολής Προηγμένων Διεθνών Σπουδών Paul H. Nitze (SAIS) και ερευνητικός συνεργάτης στο Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών (ISPI). Οι κύριοι τομείς εξειδίκευσής του είναι η πρόληψη των συγκρούσεων, η διαχείριση των συγκρούσεων και η περιφερειακή συνεργασία, καθώς και η κινεζική εξωτερική πολιτική και ασφάλεια στη Βορειοανατολική Ασία, η Πρωτοβουλία Belt and Road. Η εστίασή του είναι κυρίως στη Βορειοανατολική Ασία, την Κεντρική Ασία και τη Νοτιοανατολική Ασία.
Δημήτρης Μάνωλης
ΦΩΤΟ ΑΠΕ-ΜΠΕ