Ας φανταστούμε μια μεσαιωνική θεατρική σκηνή με βασιλιάδες, βασιλοπούλες και ιππότες, όπου ο γενναίος ιππότης θα αγωνιστεί με απαράμιλλη τόλμη κατά του αντιπάλου του, διεκδικώντας τα εύσημα του σεβαστού βασιλιά
Ας φανταστούμε μια μεσαιωνική θεατρική σκηνή με βασιλιάδες, βασιλοπούλες και ιππότες, όπου ο γενναίος ιππότης θα αγωνιστεί με απαράμιλλη τόλμη κατά του αντιπάλου του, διεκδικώντας τα εύσημα του σεβαστού βασιλιά και το χέρι της όμορφης κόρης του. Κι αν παραλλάξουμε κάπως τη σκηνή; Αν βάλουμε στη θέση του ιππότη ένα ατίθασο αγόρι σε φάση οργισμένης ενηλικίωσης, στη θέση του βασιλιά έναν μπαμπά που άγχεται πρωτίστως για το πώς θα μεγαλώσει βλαστάρι του και στη θέση της κόρης ένα ευγενικό κορίτσι που έχει για κορώνα στο στεφάνι του το ζήτημα της ανεξαρτησίας του φύλου του; Μα, τότε θα έχουμε μπροστά μας τη «Διήγηση Μαργαρώνας και Ιμπερίου», ένα έμμετρο ελληνικό μυθιστόρημα στα όρια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, που δημοσιεύεται το 1543 ως μετάφραση από τα γαλλικά και επανεκδίδεται κατ’ επανάληψη μέχρι και το 1806, δείχνοντας την επίδραση που ασκούσε στο αναγνωστικό κοινό επί τρεις συνεχόμενους αιώνες. Η «Διήγηση Μαργαρώνας και Ιμπερίου» (στον πρωτότυπο τίτλο προηγείται ο Ιμπέριος και ακολουθεί η Μαργαρώνα) κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε επιμέλεια και εισαγωγή του Κώστα Γιαβή. Η επιστημονική έκδοση του έργου από τον ίδιο έγινε το 2019 από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, έκδοση που βραβεύτηκε το 2020 από την Ακαδημία Αθηνών.
Η ιπποτική λογοτεχνία γεννήθηκε στην καρδιά της Ευρώπης, ανατράφηκε με τον μύθο των ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης του βασιλιά Αρθούρου, κορυφώθηκε κατά τον 12ο αιώνα με τη συμβολή του Γάλλου ποιητή Κρετιέν ντε Τρουά, αλλά από τον 15ο αιώνα και μετά το είδος άρχισε να απευθύνεται σε ευρύτερα στρώματα, χάνοντας εκ των πραγμάτων τα αριστοκρατικά χαρακτηριστικά του. Οι ιπποτικές ιστορίες γοήτευαν και τους καινούργιους αναγνώστες, που πάντως ήθελαν κάτι πιο κοντά στα καθημερινά τους γούστα και στα κοινωνικά τους πρότυπα.
Απότοκο ανάλογου κλίματος αποτελεί το έμμετρο μυθιστόρημα της Μαργαρώνας και του Ιμπέριου. Όπως, πολύ παραστατικά αποδεικνύει ο εκδότης και επιμελητής, όλοι οι ήρωες εμφορούνται από το νέο πνεύμα. Ο Ιμπέριος δεν είναι ο ιδανικός ιππότης γιατί φεύγει από το σπίτι του δυσαρεστημένος από την άρνηση του πατέρα του να αναγνωρίσει την πρώτη του ανδραγαθία σαν δυσαρεστημένος έφηβος. Ο πατέρας πάλι δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη διαδοχή της εξουσίας του όσο για την ψυχολογική ισορροπία του γόνου του. Η Μαργαρώνα ερωτεύεται με τη σειρά της τρελά τον Ιμπέριο, αλλά έχει καταστήσει νωρίτερα σαφές στην οικογένειά της στη Νάπολη πως δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτεί χωρίς τη θέλησή της. Όσο για τον Ιμπέριο, δίνει τις μάχες του ως άτρομος κατάφρακτος μα αναζητεί και σαν τυχοδιώκτης τη μοίρα του ενόσω και η Μαργαρώνα δεν ανησυχεί τόσο για την επιβράβευση του ιπποτικού του κυρούς όσο για την ασφάλεια της ζωής του.
Ιδού, λοιπόν, πώς η ανανεωμένη ιπποτική ιστορία εξακολουθεί από τη μια πλευρά να τρέφει τους αποδέκτες της με ατρόμητες κονταρομαχίες, τολμηρές πράξεις, επικίνδυνες περιπλανήσεις και ερωτικούς θριάμβους, πλησιάζοντας από την άλλη μεριά τις ταξικές προσδοκίες όχι των ευγενών μα των πλουσίων και των αστών. Και εδώ θα υπερισχύσουν ευνόητα το κυνήγι του χρήματος και της τύχης, οι υπεραυξημένες ανασφάλειες των γονέων για τα τέκνα τους και η σημαία της γυναικείας αυτονομίας.
Λέει ο Κώστας Γιαβής, επίκουρος καθηγητής Γενικής και συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ, για τη σχέση της «Μαργαρώνας» με την εποχή μας: «Η ”Μαργαρώνα” διεκδικεί το δικαίωμα του αναγνώστη να ελέγχει την αρχική γλώσσα των κειμένων ως προϋπόθεση της ερμηνευτικής διαδικασίας. Σε εποχές εξιδανίκευσης της ταχύτητας πρόσκτησης της πληροφορίας, η δυνατότητα να επιστρέφουμε επαναληπτικά και κριτικά στις πηγές των πληροφοριών δημιουργεί, και χρειάζεται, απαιτητικότερους αναγνώστες και εντέλει πολίτες. Το βιβλίο εισάγει ένα σύστημα ερμηνευμάτων στα περιθώρια των σελίδων, που δεν έχουμε ξαναδεί στην ελληνική λογοτεχνία, το οποίο επιτρέπει στον μη ειδικό αναγνώστη να διαβάζει εξαιρετικά εύκολα τα ελληνικά του 16ου αιώνα. Μπορεί έτσι να διαβάσει ένα πεδίο που νομιζόταν χαμένο, και να το ερμηνεύσει ενεργητικά. Ξαναδιαβάζουμε την καλή λογοτεχνία γιατί ευνοεί πολλαπλές ερμηνείες».
Το αίτημα για φρέσκια ανάγνωση κάνει τον συνομιλητή μας να ξαναδεί την παλιά ιστορία από άλλη γωνία. Τελευταία οι φιλόλογοι γνώρισαν ότι η εκδοτική αγορά του 16ου αιώνα τύπωνε ιστορίες με ενισχυμένους τους γυναικείους χαρακτήρες, για να καταστήσουν τα βιβλία τους ελκυστικότερα στο αναδυόμενο κοινό αναγνωστριών της καινούριας, δημώδους γλώσσας. Όπως διαβάζει την ιστορία ο Κώστας Γιαβής, το παλιό «ηρωικό» μυθιστόρημα του Ιμπερίου θα μπορούσε να είχε προσληφθεί και ως αφήγηση ενδυναμωμένης γυναικείας φωνής. Γι’αυτό και το εύρημα της αντιμετάθεσης των ονομάτων στον τίτλο: «Η ”Μαργαρώνα” είναι προϊόν μιας ευρωπαϊκής κατάκτησης: δείχνει πόσο συνεκτικός είναι ο κοινός πολιτισμός μας και πόσο εύκολα ακόμη και τα ”μικρά” κείμενα πάνω στα οποία στηρίχθηκε μπορούν να αναθεωρούνται, να κυκλοφορούν. Η ”Μαργαρώνα” ήταν αρχικά ένας γερμανικός μύθος, έγινε γαλλικό ρομάντζο, ιταλική νουβέλα, βυζαντινό μυθιστόρημα, ελληνικό παραμύθι».
Η ανάγνωση του Γιαβή δείχνει ότι η τελευταία έκδοση του 1806 διαβαζόταν ως αναζήτηση του εαυτού από πολλούς οικονομικούς μετανάστες της εποχής. Αλλά και οι δημοκρατικοί και οι μοναρχικοί, και όσοι παρακολουθούσαν τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία έβρισκαν κάτι συναρπαστικό στη «Μαργαρώνα». Τι θα κάνουμε άραγε εμείς σήμερα;
Β. Χατζηβασιλείου