Ένα τέταρτο άτομο (σ.σ. η πρώτη γυναίκα) πέτυχε ύφεση της λοίμωξης από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) μετά από γονιδιακή θεραπεία και το τέλος της αντιρετροϊκής θεραπείας.
Η γυναίκα, η ταυτότητα της οποίας δεν αποκαλύφθηκε από τους γιατρούς της στο Ιατρικό Κέντρο New York-Presbyterian/Weill Cornell στη Νέα Υόρκη, έκανε μεταμοσχεύσεις βλαστοκυττάρων από ενήλικο συγγενή και από αίμα ομφάλιου λώρου από ένα άσχετο προς την ίδια νεογέννητο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οξεία μυελογενής λευχαιμία, σύμφωνα με δημοσίευμα της wsj.com.
Τα βλαστοκύτταρα που εισήχθησαν στο σώμα της περιείχαν μια γενετική μετάλλαξη που καθιστά το γονίδιο CCR5, ένα κοινό σημείο εισόδου για τον ιό HIV στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος, αδιαπέραστο στον ιό.
Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, η μακρά λοίμωξη HIV μπορεί να εξελιχθεί σε Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας (AIDS) –μια κατάσταση στην οποία ο ιός καταστρέφει το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος, πράγμα που σημαίνει ότι μια συνήθως μικρή λοίμωξη μπορεί να γίνει απειλητική για τη ζωή.
Η εν λόγω ασθενής είναι η πρώτη γυναίκα στην οποία ήταν αποτελεσματική η διαδικασία, αλλά τρεις άλλοι άντρες έχουν επίσης επιτύχει ύφεση του HIV μετά από παρόμοιες θεραπείες γονιδιακής θεραπείας για καρκίνους του αίματος όπως η λευχαιμία.
Όμως σύμφωνα με τους γιατρούς, η διαδικασία θεραπείας της γυναίκας πήγε σημαντικά καλύτερα από ό,τι στους άνδρες, οι οποίοι υπέστησαν σημαντικές παρενέργειες. Εκτιμούν, δε, πως η χρήση αίματος του ομφάλιου λώρου δεν χρειάζεται να έχει τέλεια γενετική ταύτιση με τον παραλήπτη.
Ωστόσο, δεν έχει κηρυχθεί ακόμα «θεραπευμένη», καθώς πρέπει να περιμένουν για να δουν αν ο ιός θα «επιστρέψει».
Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 2020 σταμάτησε να παίρνει αντιρετροϊκή θεραπεία, την οποία τα οροθετικά άτομα λαμβάνουν σε τακτικές δόσεις προκειμένου να διατηρήσουν τις λοιμώξεις τους σε χαμηλά επίπεδα. Να σημειωθεί, επίσης, πως η μεταμόσχευση πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2017.
Όσοι νοσούν και ζουν με τον ιό HIV, μπορούν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να κατανοήσουν πώς να αναπτύξουν νεότερες γονιδιακές θεραπείες που είναι «κλιμακωτές» σε μεγαλύτερους πληθυσμούς, χρησιμοποιώντας τα κύτταρα ενός ασθενούς, τα οποία θα ήταν ασφαλέστερα, δήλωσε ο Steven Deeks του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, στη «WSJ».
Ο HIV, όταν ανακαλύφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες, εντοπίστηκε κυρίως μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών και τρανσέξουαλ γυναικών, το κοινωνικό στίγμα των οποίων οδήγησε σε χρόνια αδιαφορία από επαγγελματίες υγείας και εθνικούς ηγέτες.
Έτσι, μέχρι να βρεθεί μια αποτελεσματική θεραπεία το 1996, η προσβολή από τον ιό HIV θεωρήθηκε από πολλούς ως θανατική καταδίκη.
Παρά την ανακάλυψη του φαρμάκου, οι θάνατοι από HIV δεν μειώθηκαν παρά μια δεκαετία αργότερα, καθώς η θεραπεία ήταν εξαιρετικά ακριβή.
Ενώ πολλά νέα φάρμακα έχουν παραχθεί από τότε, καμία πραγματική θεραπεία δεν έχει αναπτυχθεί ποτέ πέρα από τους τέσσερις λήπτες της γονιδιακής θεραπείας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας έκθεση σχετικά με την Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS την 1η Δεκεμβρίου 2021, περίπου ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι μολύνθηκαν πρόσφατα από τον ιό HIV το 2020 και 680.000 άνθρωποι πέθαναν από αιτίες που σχετίζονται με τον ιό HIV.
Τέλος, περίπου 36,6 εκατομμύρια έχουν πεθάνει από επιπλοκές του AIDS από την έναρξη της επιδημίας το 1981.
Πηγή Sputniknews.gr
Mε μεταμοσχεύσεις βλαστοκυττάρων η πρώτη αποτελεσματική θεραπεία για τον HIV
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ