Η τεράστια δασική πυρκαγιά Ντίξι, που έγινε χθες, Κυριακή, η δεύτερη μεγαλύτερη στην πρόσφατη ιστορία της πολιτείας, αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον άλλες δέκα ημέρες, οδηγώντας στην απομάκρυνση χιλιάδων κατοίκων, ενώ εξακολουθεί να αγνοείται η τύχη τριών ανθρώπων.
Σύμφωνα με τον τελευταίο απολογισμό που έδωσε την Κυριακή η πυροσβεστική υπηρεσία της Καλιφόρνιας, η φωτιά μετέτρεψε σε στάχτη λίγο παραπάνω από 1.980.000 στρέμματα αφότου ξέσπασε στις 13 Ιουλίου στο βόρειο τμήμα της πολιτείας. Η καμένη έκταση καλύπτει στο εξής επιφάνεια μεγαλύτερη του Λος Άντζελες.
«Ήταν σαν να οδηγείς για να φύγεις από μια πολεμική ζώνη, όπως βλέπουμε στις ταινίες», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Τάμι Κούγκλερ, καθισμένη κοντά σε ένα αντίσκηνο που στήθηκε σε έναν καταυλισμό για τους πυρόπληκούς στον οποίο κατέφυγε αφού έφυγε από το Γκρίνβιλ.
Η πόλη καταστράφηκε πλήρως πριν από μερικές ημέρες και τρεις άνθρωποι εξακολουθούν να φέρονται ως αγνοούμενοι.
«Η γειτονιά μου δεν υπάρχει πια — έχει ισοπεδωθεί. Τα σπίτια όλων που ξέρω και αγαπώ στη γειτονιά αυτή χάθηκαν», επιμένει η Τάμι Κούγκλερ. «Δεν ήμουν ασφαλισμένη», ομολογεί.
Ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ περιηγήθηκε το Σάββατο στα ερείπια της πόλης, εκφράζοντας «τη βαθιά ευγνωμοσύνη» του για την αδιάκοπη εργασία των πυροσβεστών. Δήλωσε πως οι αρχές θα αφιερώσουν περισσότερους πόρους στη διαχείριση των δασών και στην πρόληψη των πυρκαγιών.
Όμως «οι ξηρασίες είναι πολύ πιο σοβαρές, κάνει πιο πολλή ζέστη από ποτέ άλλοτε… Πρέπει να παραδεχθούμε ανοικτά πως αυτές οι πυρκαγιές προκαλούνται από το κλίμα», πρόσθεσε.
Η φωτιά μεγαλώνει συνεχώς, βοηθούμενη από την αποπνικτική ζέστη, την ανησυχητική ξηρασία και τους ισχυρούς ανέμους.
Οι δασικές πυρκαγιές είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην Καλιφόρνια — σε σημείο που οι κάτοικοι αναρωτιούνται καμιά φορά τι μένει να καεί. Όμως, λόγω της κλιματικής αλλαγής, αυτό το καλοκαίρι είναι ιδιαίτερα έντονες — έντεκα πυρκαγιές μαίνονταν χθες, Κυριακή, σε όλη την πολιτεία.
Οκτώ από τις πιο ισχυρές πυρκαγιές που ξέσπασαν ποτέ στην ιστορία της Καλιφόρνιας έχουν σημειωθεί από το 2017. Και οι έξι απ’ αυτές από το 2020, όταν ξέσπασε η μεγαλύτερη απ’ όλες –η Όγκουστ Κόμπλεξ– με 4.170.000 καμένα στρέμματα.
Ο πιο ήπιος καιρός αυτού του Σαββατοκύριακου προσέφερε μια ανάπαυλα στους 5.000 πυροσβέστες που μάχονται νύχτα και μέρα. Προχωρώντας σε εξαιρετικά απόκρημνα μονοπάτια, τρεις από αυτούς τραυματίστηκαν ενώ επιχειρούσαν.
Όμως αποπνικτικές θερμοκρασίες άνω των 38 βαθμών Κελσίου αναμένονται εκ νέου στα μέσα της εβδομάδας και οι πυροσβέστες εκτιμούν ότι η πυρκαγιά δεν θα κατασβεστεί πριν από τις 20 Αυγούστου.
Χιλιάδες κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει την περιοχή, πολλοί ανάμεσά τους καταφεύγοντας σε πρόχειρους καταυλισμούς –καμία φορά απλά αντίσκηνα– συχνά χωρίς να ξέρουν αν τα σπίτια τους γλίτωσαν από την πύρινη λαίλαπα. Περίπου 370 κτίσματα (σπίτια και άλλα κτίρια) έχουν ήδη καταστραφεί.
Σε ένα σημείο εκκένωσης κοντά στη Σούζανβιλ, εξουθενωμένες οικογένειες περιμένουν κοντά στα πρόχειρα καταφύγιά τους και στα αυτοκίνητά τους γεμάτα με κάποια πράγματα που μάζεψαν μέσα στη βιασύνη εγκαταλείποντας τα σπίτια τους μπροστά στην προέλαση της πυρκαγιάς.
Ορισμένες κοινότητες και χωριά καταστράφηκαν και, σύμφωνα με την πυροσβεστική υπηρεσία, ομάδες πυροσβεστών προσπαθούν να προστατεύσουν τη μικρή πόλη Κρέσεντ Μιλς, πέντε χιλιόμετρα από την Γκρίνβιλ.
Παρά τις εντολές για εκκένωση που απηύθυναν επανειλημμένα οι αρχές, μερικοί κάτοικοι επιμένουν να πολεμήσουν τη φωτιά με τα δικά τους μέσα, διστάζοντας να εμπιστευτούν την ασφάλεια των περιουσιών τους σε αγνώστους.
Σύμφωνα με μια προκαταρκτική έρευνα, η πτώση ενός δέντρου πάνω σε ένα από τα χιλιάδες καλώδια του δικτύου ηλεκτροδότησης που υπάρχουν στην περιοχή προκάλεσε την πυρκαγιά.
Το καλώδιο αυτό αποτελούσε μέρος του δικτύου του πάροχου ηλεκτροδότησης Pacific Gas and Electric (PG&E), ιδιωτικής εταιρείας που έχει αναγνωρίσει τις ευθύνες της για την πυρκαγιά Καμπ, η οποία σχεδόν έσβησε την πόλη Παραντάις από τον χάρτη το 2018, στοιχίζοντας τη ζωή σε 86 ανθρώπους, μόλις μερικά χιλιόμετρα από την περιοχή όπου ξέσπασε η πυρκαγιά Ντίξι.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ