«Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων, που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δημιουργούν νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας».
Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την ετήσια έκθεση του 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), η οποία επικεντρώνεται στις μακροοικονομικές, τις δημοσιονομικές και τις χρηματοοικονομικές εξελίξεις και στην κατάσταση της αγοράς εργασίας, όπως διαμορφώθηκαν από τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης και του κύματος της ακρίβειας.
Παράλληλα, στην έκθεση επισημαίνεται ότι η συνεχιζόμενη δυναμική του κύματος της ακρίβειας θα εξανεμίσει πολύ γρήγορα τα όποια οφέλη της αύξησης του κατώτατου μισθού. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι τον Απρίλιο του 2022, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν ίση με 18% έναντι 14,7% τον Μάρτιο.
Μιλώντας στο πλαίσιο της παρουσίασης της ετήσιας έκθεσης, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, υπογραμμίζει ότι η νέα πρόκληση, μετά την υπερδεκαετή οικονομική κρίση και την πανδημία, τα αποτυπώματα της οποίας δεν έχουν σβήσει, είναι η ακρίβεια, η οποία έχει σοβαρές δημοσιονομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και δημιουργεί κλίμα μεγάλης αστάθειας.
Τόνισε δε, ότι λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων, είναι πιθανόν να βρεθούμε αντιμέτωποι με μία ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση, επισημαίνοντας ότι ιδίως στη γεωργική παραγωγή χρειάζεται σχεδιασμός.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Παναγόπουλος ανέδειξε τη σπουδαιότητα να τεθεί στον δημόσιο διάλογο η ενίσχυση των θεσμών προστασίας της εργασίας «ως το πιο αποτελεσματικό μέτρο για την υποστήριξη των οικονομιών και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων» και συμπλήρωσε ότι στόχος πρέπει να είναι η αποκατάσταση της ισχύος του συλλογικού εργατικού δικαίου. Προέβλεψε δε ότι αναμένεται αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ ως επικοινωνιακό τέχνασμα προεκλογικό.
Αποσπάσματα από την ετήσια έκθεση του επιστημονικού διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης.
– Το 2021, η Ελλάδα ανέκαμψε από το σοκ της πανδημίας, αν και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του επιπέδου του 2019 κατά περίπου 1%. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει τη δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων.
– Παρά το γεγονός ότι τα κέρδη των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν σε σχέση με το 2019, η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων δεν ήταν της ίδιας τάξης. Το μέγεθος της μεταβολής και η κλαδική διάρθρωσή τους δεν συνθέτουν ισχυρή ένδειξη μακροοικονομικού και παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας.
– Η ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων το γ’ τρίμηνο του 2022 θα καθορίσει τις εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας, καθώς οι εξαγωγές προϊόντων δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την πανδημική κρίση.
– Το δ’ τρίμηνο του 2021, η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ. Παράλληλα, για τα τελευταία έτη, οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας καταγράφουν στασιμότητα ή επιδείνωση. Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ένδειξη της ανάγκης για άμεση ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση και αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, με τρόπο που να περιοριστεί η εισαγωγική εξάρτηση της χώρας και να ενισχυθεί η επάρκεια και η αυτάρκειά της σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά. Οι νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες επιβάλλουν τη διαμόρφωση μίας εξελικτικής βιομηχανικής πολιτικής στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των εγχώριων αλυσίδων αξίας, της αειφόρου παραγωγής υγιεινών και ασφαλών τροφίμων και της διαφοροποίησης της παραγωγής, σε συνδυασμό με μία στρατηγική διαχείρισης αποθεμάτων. Το όφελος θα είναι η δημιουργία μίας πιο ισορροπημένης, βιώσιμης και ανθεκτικής ελληνικής οικονομίας.
– Το εξωτερικό χρέος της οικονομίας παρουσιάζει σταθερή άνοδο, με την Ελλάδα να έχει το 2021 το τρίτο υψηλότερο καθαρό εξωτερικό χρέος στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, το 2021, η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση στην ΕΕ (-175% του ΑΕΠ), με μεγάλη διαφορά από τη δεύτερη χειρότερη Ιρλανδία.
Ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα είχε απολέσει τον Απρίλιο του 2022 το 9,9% της αγοραστικής του δύναμης, ενώ ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%.
Η επίδραση της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών είναι ιδιαίτερα άνιση.
– Αντίστοιχα άνιση είναι η αμοιβή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, όπως και των γυναικών έναντι των ανδρών, αν συνυπολογιστούν και οι ώρες εργασίας.
Γ.Μπ.
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Αναμένεται αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ