20 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΕΛΛΑΔΑΉμουν ευτυχισμένη σε μια άλλη Αθήνα πριν από σαράντα χρόνια

Ήμουν ευτυχισμένη σε μια άλλη Αθήνα πριν από σαράντα χρόνια

«Για μένα η Αθήνα ήταν πιο όμορφη από το Παρίσι, η Αθήνα μου έμαθε ότι μπορεί κανείς να ανήκει οπουδήποτε»: Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σάρα Γουίλερ γράφει στην Telegraph για την Αθήνα του 1982 όπως την έζησε

Ηδουλειά μου σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο της Αθήνας είχε να κάνει κυρίως με τη συλλογή παραγγελιών και με την καθημερινή μετακίνηση με το τρόλεϊ, από το γραφείο στο Μετς στα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Όπως συμβαίνει σε όλες τις μικρές επιχειρήσεις, ως η νεότερη υπάλληλος έκανα τα πάντα. Ήμουν εικοσιενός ετών.

Τις περισσότερες ημέρες κουβαλούσα βιβλία σε μια πάνινη τσάντα που έριχνα στον ώμο μου και τα παρέδιδα με τιμολόγια που είχα κόψει αφού οι πελάτες έπαιρναν τις παραγγελίες. Συχνά έκανα διάλειμμα για μια ρουφηξιά ελληνικό καφέ παρέα με τους φιλικούς βιβλιοπώλες στη Φωλιά του βιβλίου, στον Ελευθερουδάκη και σε μια σειρά από μικροσκοπικά βιβλιοπωλεία που έμοιαζαν με σκονισμένες κρύπτες.

Με κάποιους από τους νεότερους υπαλλήλους σ’ αυτά τα βιβλιοπωλεία γίναμε κολλητοί. Όλα ήταν φτηνά τότε. Βγαίναμε για χορό τόσο συχνά που κρατούσα ένα φόρεμα στο γραφείο, καθώς μερικές φορές έφτανε οκτώ το πρωί πριν τελειώσει η νύχτα. Εκείνη την εποχή η κρεαταγορά στην οδό Αθηνάς είχε μια σειρά από μικρά εστιατόρια που τάιζαν κρεοπώλες και ξενύχτηδες, και καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλον, εκείνοι με τις αιματοβαμμένες ποδιές τους κι εμείς με τα λαμέ παντελόνια.

Έμενα κοντά στο γραφείο, στο Παγκράτι. Η γκαρσονιέρα μου βρισκόταν στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας, που στέγαζε επίσης ένα παντοπωλείο πλάι μου. Εκεί συναντούσα τα πρωινά τις γειτόνισσες, όλες μας με νυχτικά, για να αγοράσουμε ένα σακουλάκι καφέ ή μια κονσέρβα μέλι.

Εκείνη την εποχή η κρεαταγορά στην οδό Αθηνάς είχε μια σειρά από μικρά εστιατόρια που τάιζαν κρεοπώλες και ξενύχτηδες, και καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλον, εκείνοι με τις αιματοβαμμένες ποδιές τους κι εμείς με τα λαμέ παντελόνια.
Εκείνες ήταν που με έμαθαν να φτιάχνω κάποια βασικά ελληνικά πιάτα, τα οποία εξακολουθώ να μαγειρεύω τακτικά. (Ερώτηση: «Να στύψω κι ένα λεμόνι στο τζατζίκι;», Απάντηση (με μορφασμό): «Αν το θες να πικρίζει…»). Το παράθυρο του δωματίου μου έβλεπε στην οδό Κυνίσκας, και φυσικά, όταν ήμουν εκεί, η περσίδα ήταν σηκωμένη και το παράθυρο ανοιχτό. Πού και πού κάποιος περαστικός έβαζε το κεφάλι του μέσα για να ρωτήσει: «Τι ενοίκιο πληρώνεις γι’ αυτό;».

Εκείνο το χειμώνα έπεσε χιόνι στην πόλη, και από την κοινόχρηστη στέγη μπορούσα να βλέπω την Ακρόπολη να αστράφτει στο λευκό χαλί της. Η διάστικτη βουνοκορφή της Πάρνηθας φαινόταν στο βάθος, με τους χαμηλότερους φρουρούς της Άγρας και του Αρδηττού να στέκονται άγρυπνοι εκατέρωθεν.

Για μένα η Αθήνα ήταν μια όμορφη πόλη, πιο όμορφη από ό,τι ήταν το Παρίσι όταν είχα ζήσει εκεί τρία χρόνια πριν. Ήταν λιγότερο καθαγιασμένη, και ένιωθα ότι είχα κατά κάποιο τρόπο ένα μερίδιο σε αυτήν, που δεν είχα ποτέ στο Παρίσι. Στην Αθήνα άρχισα να καταλαβαίνω ότι μπορεί κανείς να ανήκει οπουδήποτε.

Είχα σχέση με ένα παιδί από ένα κομμουνιστικό βιβλιοπωλείο και τα βράδια με πήγαινε στις αθηναϊκές παραλίες με ένα σκούτερ. Στο σπίτι κουβαλούσαμε ψάθινες νταμιτζάνες μέχρι την ταβέρνα του Μεγαρίτη όπου οι φίλοι μας οι σερβιτόροι τα γέμιζαν με ρετσίνα από βαρέλι. Το μαγαζί στην Πλατεία Βαρνάβα, που όλοι το έλεγαν του Κώστα, αλλά επισήμως δεν είχε όνομα, δεν είχε ούτε μενού. Κάθε βράδυ ο ίδιος ο Κώστας μας παρουσίαζε τα τρία ή τέσσερα πιάτα της ημέρας.

Φίλοι και γνωστοί στοιβάζονταν στην γκαρσονιέρα της Κυνίσκας, και συχνά σκαραφάλωναν στο περβάζι και έμπαιναν από το παράθυρο. Με τους φίλους μου ανταλλάσσαμε πάντα ρούχα, και καθώς δεν είχα καθρέφτη ολόσωμο ανοίγαμε την εξώπορτα του διαμερίσματός μου και μπαίναμε στο μικρό ασανσέρ που είχε καθρέφτη. Αυτό είχε τακτικά ως αποτέλεσμα το ασανσέρ να ανεβαίνει ξαφνικά με κάποιον από εμάς που χαμογελούσε αμήχανα όταν κάποιος ξαφνιασμένος γείτονας άνοιγε την πόρτα κάπου από πάνω. Μια φορά, ανέβηκα με μπικίνι.

Η Ελλάδα είχε ενταχθεί στην ΕΕ (ΕΟΚ τότε) τον προηγούμενο χρόνο (το 1981), αλλά το ευρώ ήταν ακόμη πολύ μακριά. Η χώρα παρέκκλινε χαρούμενα από την υπερεθνική νομοθεσία και τα δημόσια οικονομικά δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο άθλια όσο θα γίνονταν αργότερα.

Το αγαπημένο μου μέρος για εκδρομές ήταν η Εύβοια. Ένα βράδυ στο Κάβο Ντόρο σχεδίασα να κοιμηθώ στην παραλία. Ένα γιοτ είχε αγκυροβολήσει στον κόλπο. Όχι κάποιο ακραίο σούπερ γιοτ, πολυτελές πάντως. Καθώς ξετύλιγα τον υπνόσακο μου το σούρουπο, ένα ζευγάρι εμφανίστηκε στο κατάστρωμα και μετά κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλο σε ένα τραπέζι. Το σκάφος ήταν τόσο κοντά, και η νύχτα τόσο καθαρή, που μπορούσα να δω ότι φορούσαν βραδινό ένδυμα. Το πλήρωμα με τις λευκές στολές γλιστρούσε τριγύρω τους σερβίροντας το δείπνο. Το ζεστό αεράκι ήταν σαν βάλσαμο. Τότε, καθώς το χείλος του ήλιου γλιστρούσε πάνω από τον σκοτεινό ορίζοντα, μια στρογγυλή φιγούρα με λευκή γραβάτα και κάτι που έμοιαζε με φράκο εμφανίστηκε στο πάνω κατάστρωμα.

Η στιγμή έμεινε να στέκεται στη σιωπή, με τα νερά του κόλπου να αντανακλούν μόνο το ολόγιομο φεγγάρι. Ο χοντρός άντρας σήκωσε το χέρι του και το “E lucevan le stelle” από την Tosca άρχισε να αντηχεί ανάμεσα στα βράχια του Κάβο Ντόρο, καθώς τα αστέρια πράγματι έλαμπαν: “E non ho amato mai tanto la vita” («Και ποτέ δεν αγάπησα τόσο πολύ τη ζωή»).

Πηγή: The Telegraph

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

spot_img

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ