Η δημόσια αναγνώριση του σημαντικού ρόλου του συστήματος υγείας από τους πολίτες και το κράτος αποτέλεσε τη θετική συνέπεια της πανδημίας, ενώ στα αρνητικά της περιλαμβάνονται οι ελλείψεις σε μέσα ατομικής προστασίας, ειδικά στην αρχή, η αδυναμία πραγματοποίησης τεστ Covid-19 στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας(ΠΦΥ), οι ελλείψεις προσωπικού στην ΠΦΥ και η αποδυνάμωσή της λόγω των μετακινήσεων προσωπικού στα νοσοκομεία. Τα παραπάνω αποτελούν απόψεις επαγγελματιών υγείας και προκύπτουν από έρευνα για το πρώτο επιδημικό κύμα της Covid-19 στην Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε από το Ερευνητικό Δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του ΑΠΘ.
Στόχος της έρευνας ήταν να διερευνηθεί ο βαθμός ετοιμότητας των επαγγελματιών υγείας της ΠΦΥ ως προς την αντιμετώπιση του πρώτου επιδημικού κύματος από τον νέο κορονοϊό (SARS-CoV2), η εξοικείωση των επαγγελματιών υγείας με τις επίσημες οδηγίες του ΕΟΔΥ και η ανάλυση των προβληματισμών και των ανησυχιών τους σε σχέση με την εμπλοκή τους στη διαχείριση της πανδημίας.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, στη διάρκεια του πρώτου κύματος, το 75% των επαγγελματιών υγείας χρησιμοποίησε ως πηγή ενημέρωσης τις ιστοσελίδες του υπουργείου Υγείας και του ΕΟΔΥ και ήταν εξοικειωμένο με τα κριτήρια παραπομπής ενός ασθενούς στο νοσοκομείο. Οι κύριες ανησυχίες των συμμετεχόντων αφορούσαν την επάρκεια προσωπικού (79%), τις ελλείψεις σε μέσα ατομικής προστασίας (μάσκες, στολές κ.λπ.) (90%), την πιθανότητα νόσησης του προσωπικού (75%), αλλά και την προστασία των μελών της οικογένειάς τους (86%). Οι αρχικές μεγάλες ελλείψεις σε μέσα ατομικής προστασίας στην αρχή της πανδημίας καλύφθηκαν σταδιακά, ιδίως στον δημόσιο τομέα, ενώ σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν και οι δωρεές, κυρίως από ιδιώτες.
Στην πρώτη φάση της πανδημίας, οι επαγγελματίες υγείας προτίμησαν την απομακρυσμένη διαχείριση ύποπτων περιστατικών και την παραπομπή τους στο νοσοκομείο ως συνέπεια της έλλειψης σε μέσα ατομικής προστασίας και της αδυναμίας πραγματοποίησης τεστ για τον κορονοϊό στα Κέντρα Υγείας. Επίσης, ο φόβος των ασθενών να μην κολλήσουν οδήγησε πολλούς με επείγοντα θέματα υγείας να μείνουν στο σπίτι τους και να μην επισκεφτούν τις Μονάδες ΠΦΥ ή τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών των νοσοκομείων.
Η λειτουργία της ΠΦΥ περιορίστηκε στην τηλεφωνική, κυρίως, επικοινωνία των επαγγελματιών υγείας με τους ασθενείς με χρόνια προβλήματα και στην πραγματοποίηση της συνταγογράφησης χρόνιων αγωγών, χωρίς τη φυσική παρουσία των ασθενών με τη βοήθεια συγγενών, του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», της τοπικής αυτοδιοίκησης και των φαρμακοποιών. Η άυλη συνταγογράφηση χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα. Με τη μη λειτουργία των τακτικών ιατρείων και την περιορισμένη επικοινωνία ιατρών και ασθενών, η διαχείριση χρόνιων νοσημάτων, όπως και τα προγράμματα πρόληψης, έμειναν πίσω.
Ταυτότητα Έρευνας
Στο πρώτο μέρος της έρευνας (Μάρτιος 2020) συμμετείχαν 444 επαγγελματίες υγείας από όλη την Ελλάδα, που συμπλήρωσαν ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο, εκ των οποίων το 34,5% είναι γενικοί ιατροί, το 72,5% εργάζονται σε Κέντρα Υγείας, ενώ το 42,8% είναι επαγγελματίες αστικών περιοχών, με μέση ηλικία 44,4 έτη και μέση διάρκεια εργασιακής εμπειρίας τα 11,9 έτη. Στο δεύτερο μέρος της έρευνας, αμέσως μετά το πρώτο κύμα (Ιούνιος 2020), έγιναν 33 συνεντεύξεις σε επαγγελματίες υγείας, γενικούς ιατρούς, παθολόγους, παιδιάτρους και νοσηλευτές από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που εργάζονταν στην ΠΦΥ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ