«Μέλλοντα ταύτα». Αυτά είναι τα μελλούμενα. Αυτά είναι όσα θα γίνουν στο μέλλον…
Το 441 π.Χ. ο μεγάλος τραγωδός Σοφοκλής φέρνει στα «Μεγάλα Διονύσια» την «Αντιγόνη» του. Ενα έργο 1353 στίχων, έμπλεο δράματος και πόνου, δυνατό, διδακτικό, που περιγράφει με απόλυτα τραγικό τρόπο τη θεία τιμωρία στην ανθρώπινη αλαζονεία. Στους καταληκτικούς στίχους της τραγωδίας του ο Σοφοκλής βάζει στο στόμα του σοφού χορού τη φράση «μέλλοντα ταύτα», ζητώντας από τον αμαρτωλό βασιλιά Κρέοντα να επικεντρώσει την προσοχή του στο παρόν, στο τώρα, διότι το (τραγικό) μέλλον του το έχουν ήδη προδιαγράψει οι θεοί.
Σ’ εκείνη την «πρώτη» της Αντιγόνης, στην Αθήνα, εκατοντάδες θεατές παρακολουθούν και αποθεώνουν το αριστούργημα του τραγωδού που έχει ήδη δώσει εντυπωσιακά δείγματα γραφής. Τον ενθουσιασμό τους, βέβαια, επιτείνουν τόσο ο ευχάριστος χαρακτήρας όσο και η δραστήρια ζωή του. Βλέπεις, ο Σοφοκλής δεν είναι σαν τον ανταγωνιστή του, Ευριπίδη, απομονωμένος και μουρτζούφλης. Είναι κοινωνικός, ομιλητικός, με πλούσια θρησκευτική και πολιτική δράση.
Δύο χιλιετίες και πλέον μετά, ένας άλλος δημιουργός, από μία μακρινή ήπειρο, την Αμερική, φανατικός λάτρης του αρχαιοελληνικού πνεύματος της ελληνικής γλώσσας και συνεπής ονειροπόλος ενός ταξιδιού στην Ελλάδα, που εντέλει δεν προλαβαίνει να κάνει, δημοσιεύει μία ιστορία επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «Mellonta tauta», για να ατενίσει, και κυρίως να σατιρίσει, το παρόν ταξιδεύοντας θεωρητικά με ένα αερόστατο με το όνομα «Skylark» που τον μεταφέρει στο μέλλον. Η επιστολή που γράφει μέσα σε αυτή την… ιπτάμενη μηχανή του χρόνου, απευθύνεται σε φιλικό του πρόσωπο και φέρει χρονολογία «Απρίλιος, 2848»! Με χειμαρρώδη σαρκαστικό λόγο, εστιάζει στην αποπομπή του ατόμου στο όνομα του «καλού της μάζας» και στην ελλαττωματική φύση της ανθρώπινης μνήμης, που οδηγεί στη λήθη του παρελθόντος…
Αυτός ο δημιουργός ούτε ευχάριστος είναι, ούτε κοινωνικός. Είναι κάτι παραπάνω από σκοτεινός και απαισιόδοξος, με σύνθετη σκέψη και πολυτάραχη ζωή γεμάτη εξαρτήσεις και εμμονές. Εχει δώσει κι αυτός προηγουμένως δείγματα γραφής, έχει αναγνωριστεί (μερικώς), αλλά δεν έχει απολαύσει ούτε δόξα, όπως ο αγαπημένος του Σοφοκλής, ούτε πλούτη. Σε αντίθεση με τον αρχαίο Ελληνα… μέντορά του, ο Εντγκαρ Αλλαν Πό(ε) (Edgar Allan Poe, Πόου στην ακριβή αγγλοσαξονική απόδοση), όπως μαρτυρούν σύγχρονοί του, είναι ένας μίζερος αλκοολικός, που από την παιδική του ηλικία έχει γνωρίσει την εγκατάλειψη και την απώλεια και έχει κλειστεί στο καβούκι του. Εχει δοκιμαστεί σε πολλές δουλειές, έχει αποτύχει, ζει με τα στοιχειώδη, και το μόνο που αγαπά, είναι να γράφει και να αμείβεται γι αυτό. Μόνο που η εποχή δεν ευνοεί τον δημιουργό και όσα αριστουργήματα κι αν δημοσιεύσει στο εξής, πνευματικά δικαιώματα δεν θα αξιωθεί… Το σίγουρο είναι πως με τα γραπτά του προβληματίζει, αλλά και προκαλεί. Δείχνει πως επιδιώκει να τσιγκλήσει το κοινό. «Είναι σε μόνιμη κατάσταση δυσθυμίας, απογοήτευσης, σκληρής κριτικής. Ολη του η ζωή μετατρέπεται σε ένα διαρκές “κατηγορώ”», ο σαρκασμός και η σάτιρα γίνονται δεύτερη φύση του, μαρτυρούν χρονικογράφοι της εποχής. Σε σκοτεινά μεταφυσικά μυστικιστικά περιβάλλοντα, όπου ο θάνατος χρησιμοποιείται συστηματικά ως εργαλείο απόδοσης της απόλυτης αλήθειας του, ο νεαρός ανήσυχος λογοτέχνης παράγει αριστουργήματα, που συχνά πυκνά διχάζουν το κοινό. Ο συμβολισμός ως ρεύμα της τέχνης είναι στα σκαριά, στην Ευρώπη, κι εκείνος, συνδεδεμένος με έναν αόρατο μίτο με τον βασικό συμβολιστή, τον Σαρλ Μποντλέρ, ποτίζει ασυνείδητα τα έργα του με ζόφο και σκοτάδι. Όσο ο Μποντλέρ προκαλεί το δημόσιο αίσθημα και εντέλει «εκτοπίζεται» από τους πολλούς ως «καταραμένος» ποιητής, τόσο ο συμβολισμός τροφοδοτεί τον πυρήνα του εγκεφάλου του Πό(ε). Οι δύο τους συνδέονται πρώτα με έναν κοινό άστατο, ταραχώδη βίο κι έπειτα με έναν κοινό τρόπο έκφρασης της τέχνης τους. «Ελευθερώνει σαν χείμαρρο την περιφρόνηση και τη βδελυγμία του για τη δημοκρατία, είναι ο ίδιος που για να ανυψώσει την ευπιστία και να εξαλείψει την αδράνεια των αισθήσεων, βάζει σε περίοπτη θέση στο έργο του την ανθρώπινη εξουσία και κατασκευάζει με πολύ έξυπνο τρόπο μυθιστορίες από τις πιο κολακευτικές για τη ματαιοδοξία του συγχρόνου ανθρώπου. Τοποθετημένος κάτω απ’ το φως της μέρας, ο Πόε μου φαίνεται σαν ένας είλωτας που θέλει να κάνει τ’ αφεντικό του να ντραπεί» θα προλογίσει ο Γάλλος ποιητής ένα μεταφρασμένο ανθολόγιο του Αμερικανού συναδέλφου του, κάπου εκεί στα 1855.
Η ελληνολατρία του Πο(ε) – φανατικός οπαδός και μιμητής του Βύρωνα
Η αλήθεια είναι ότι ο Πό(ε) έχει χάσει τους γονείς του από τα τρία του κιόλας χρόνια, έχει μεγαλώσει σε ξένη οικογένεια, έχει συγκρουστεί με τον θετό πατέρα του, έχει εγκαταλείψει το σπίτι του, έχει πιάσει ανεπιτυχώς διάφορες δουλειές, έχει παντρευτεί τη μόλις 13χρονη ξαδέλφη του και την έχει χάσει από φυματίωση. Ο δρόμος που βαδίζει είναι στρωμένος με αγκάθια… Αλλά διαβάζει. Διαβάζει πολύ. Αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ελληνική γλώσσα. Ονειρεύεται να ταξιδέψει στην Ελλάδα, να πατήσει τον βράχο, να δει την Ακρόπολη… Σε κάθε κείμενό του βρίσκει ευκαιρία να κάνει τουλάχιστον μία αναφορά στην αρχαία Ελλάδα, εισάγοντας είτε απευθείας ελληνικές λέξεις, είτε εικόνες, είτε λογοπαίγνια ονομάτων αρχαίων φιλοσόφων (Aries Tottle είναι το όνομα του φιλοσόφου που επικαλείται στο έργο του «Mellonta tauta», παραπέμποντας ευθέως στον Αριστοτέλη).
Στις 29 Ιανουαρίου του 1845, σαν σήμερα πριν από 177 χρόνια δηλαδή, δημοσιεύει «Το κοράκι» του, το αφηγηματικό ποίημα των 108 στίχων που καθιερώνεται ως ένα από τα λυρικότερα και ατμοσφαιρικότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Το ποίημα που «φιλοξενεί» η «New York Evening Mirror» πραγματεύεται τη διαδρομή προς την τρέλα ενός φοιτητή, που έχει χάσει την αγαπημένη του και δέχεται την επίσκεψη ενός ομιλούντος κορακιού. Επαναλαμβάνοντας τη φράση «ποτέ πια» (nevermore) το μαύρο πτηνό, το απόλυτα συνδεδεμένο με τον θάνατο, επιτείνει τον θρήνο του νεαρού πενθούντα και τον οδηγεί στην απελπισία. Ακόμη και σε αυτό το δημιούργημά του ο ποιητής εισάγει το αρχαιοελληνικό πνεύμα βάζοντας το κοράκι να κάθεται επάνω σε μία προτομή της θεάς Αθηνάς, που βρίσκεται μέσα στο φοιτητικό δωμάτιο. «Ως νεαρός, είναι πιστός μιμητής του λόρδου Βύρωνα. Τον θαυμάζει για την ανδρεία του και τον ρόλο του στην Ελληνική Επανάσταση. Είναι ένθερμος υποστηρικτής των ελληνικών δικαίων. Η διακαής επιθυμία του για μια φιλελληνική περιπέτεια, τον ωθεί κάποτε να ισχυρισθεί ότι έφυγε “χωρίς ένα δολάριο σε μια δονκιχωτική εκστρατεία για να ενταχθεί στις ελληνικές δυνάμεις που αγωνίζονταν για την ελευθερία”» θα δηλώσει αργότερα ο εκδότης του, Thomas Ollive Mabbott, ερμηνεύοντας την εμμονή του Πό(ε) με την Ελλάδα. Ουδείς βρίσκεται να πιστοποιήσει ότι αυτό το ταξίδι έγινε ή έστω ότι ο Πό(ε) προσπάθησε να φτάσει στον τόπο, που τόσο διακαώς επιθυμούσε να επισκεφθεί. Καθώς και στα έργα του δεν αναφέρει λεπτομέρειες που να μαρτυρούν την παρουσία του στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι αυτή η «δονκιχωτική εκστρατεία» δεν είναι παρά αποκύημα της φαντασίας του. Η κοντινότερη προς την Ελλάδα διαδρομή του είναι ίσαμε την Αγγλία. Ομως, προσπαθεί σκληρά να μάθει την ελληνική γλώσσα και μελετά τους Ελληνες φιλοσόφους. Ετσι κι αλλιώς, το σύνολο του έργου του διαπνέεται από τις αρχές της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και δραματουργίας, όπου θριαμβεύουν οι συμβολισμοί.
Και μπορεί ο Πό(ε) να μην εισέρχεται στην Ελλάδα ως φυσική παρουσία, το έργο του και το πνεύμα του, όμως, μπαίνουν για τα καλά στη χώρα και μάλιστα από την… κεντρική είσοδο. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, γοητευμένος από τον μεστό λόγο, τη μουσικότητα, την αναλυτική σκέψη και το ιδιότυπο χιούμορ του Αμερικανού συγγραφέα, βλέπει επάνω του στοιχεία και της δικής του ζωής. Ο Πό(ε) είναι σε μόνιμη σύγκρουση με το χάος μέσα του και με την καθημερινότητα γύρω του και έχει επιλέξει τον σαρκασμό και τη φάρσα για να γίνει αποδεκτός από το κοινό του. Οσο για το σκοτάδι και τον θάνατο με τα οποία περιβάλλει συχνά τις αφηγήσεις του, δεν φιλοδοξεί να φτιάξει σχολή, ασχέτως αν στο τέλος βαφτίζεται «πατέρας» της αστυνομικής λογοτεχνίας… Στην πραγματικότητα, το μαύρο είναι το βασικό χρώμα του βίου του και το ιδανικό για να αποδώσει τους προβληματισμούς του…
Από την άλλη, ο Ροΐδης έχει έρθει σε σύγκρουση με το πνευματικό κατεστημένο της εποχής του στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι η «ποίηση χαμηλής ποιότητας αποδίδεται στην απουσία της ατμόσφαιρας που θα εμπνεύσει τον δημιουργό» (στον αντίποδα βρίσκεται η σχολή του Άγγελου Βλάχου, σύμφωνα με την οποία, το θαυμαστό έργο είναι αποτέλεσμα ποιητικής ευφυίας και όχι κοινωνικής συνθήκης). Νιώθει τη μοναξιά του πνευματικού δημιουργού που το βάθος της σκέψης του δεν γίνεται κατανοητό. Κάπως σαν τον Πό(ε)… Οι δύο τους θα «γνωριστούν» μέσω των μεταφράσεων του Μποντλέρ, που έχει πάρει σχεδόν κατ΄ αποκοπήν το έργο του Αμερικανού. Για την ακρίβεια, τότε θα γίνει η επίσημη «χειραψία» γνωριμίας. Διότι από την αναφορά του στα έργα του Πό(ε), ο Ροΐδης αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι γνωρίζει το έργο του Αμερικανού, αρκετά πριν μελετήσει τις μεταφράσεις του Μποντλέρ, παρά το γεγονός ότι ως μπούσουλα στην απόδοση του έργου του Πό(ε), χρησιμοποιεί τη γαλλική μετάφραση. Ετσι κι αλλιώς, σε σχέση με το ποιητικό ύφος του Αμερικανού, οι δύο λογοτέχνες φτάνουν σε ταύτιση, αλλά από διαφορετικές διαδρομές. Ο μελοδραματισμός του Μποντλέρ εκπορεύεται από την άθλια ζωή ενός μεγάλου συγγραφέα. Ο αντίστοιχος μελοδραματισμός του Ροΐδη εστιάζει στην άθλια κατάσταση μιας χώρας, την οποία παραλληλίζει με την Ελλάδα.
Σημασία έχει ότι το 1877 δημοσιεύονται στην Ελλάδα η πρώτη μετάφραση («το πάθημα του κυρίου Βλδεμάρου») και το πρώτο κριτικό κείμενο («Εδγάρδος Πόου») του Αμερικανού λογοτέχνη και φυσικός και ηθικός αυτουργός είναι ο Ροΐδης. Η υποδοχή των έργων του Πό(ε) από τον πνευματικό κόσμο στην Ελλάδα είναι κάπως αμήχανη. Ο συμβολισμός που αντιπροσωπεύει το έργο του, κρύβοντας τις αλήθειες μέσα σε προκλητικές έννοιες και εικόνες σάτιρας και ζόφου, στην καρδιά της Ευρώπης είναι υπόθεση ήδη γνωστή από τη λογοτεχνία του Μποντλέρ και του Μαλαρμέ και του Βερλέν. Στην Ελλάδα, όμως, είναι ξένη ακόμα. Θα πάρει χρόνο και αρκετή δοκιμασία. Αιώνες μετά, θα αποκτήσει και εδώ ένα παθιασμένο κοινό, αλλά νωρίτερα, στις δικές του εμμονές και ανησυχίες, στο δικό του προσφιλές περιβάλλον του σκότους, της ανησυχίας, της παραδοξότητας, της νοσηρότητας, της ικανοποίησης που δεν έρχεται ποτέ, θα «πατήσουν» Ελληνες πεζογράφοι, όπως ο Νιρβάνας, ο Ροδοκανάκης, ο Καζαντζάκης.
Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν όπως ήρθαν κι όπως έφυγαν. Μόνοι. Ο Πόε είναι ένας από αυτούς. Από επιλογή ή από επιβολή; Ισως κι από τα δυο. Έφυγε πριν καλά καλά κλείσει τα 40 του χρόνια έχοντας στο ενεργητικό του μερικές δεκάδες αριστουργηματικά δοκίμια, πεζογραφήματα και ποιήματα, που τον έκαναν παγκοσμίως δημοφιλή, μετά τον θάνατο του, όπως συμβαίνει συνήθως.
Η ζωή του θα είναι πάντα μία οδυνηρή σπαζοκεφαλιά. Ακόμα κι αυτός ο θάνατός του αποτελεί ίσαμε σήμερα μυστήριο. Εντοπίστηκε σε δραματική κατάσταση σε κάποιο πανδοχείο της Βαλτιμόρης, φορώντας ξένα ρούχα και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου εξέπνευσε λίγα 24ωρα μετά.
Είναι αποκαλυπτική η τελευταία στιχομυθία με τον γιατρό του…
-Κύριε Πό(ε), είναι οδυνηρό μου καθήκον να σας ενημερώσω ότι έχετε ελάχιστο χρόνο ζωής. Αν υπάρχουν άνθρωποι, φίλοι, που θα θέλατε να δείτε, ευχαρίστως να τους καλέσω.
-Φίλοι! Ο καλύτερός μου φίλος θα ήταν αυτός που θα έπαιρνε ένα περίστροφο και θα τίναζε στον αέρα τα άθλια μυαλά μου…
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ/Τόνια Α. Μανιατέα
Εντγκαρ Αλλαν Πό(ε) – Ο λάτρης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και το ταξίδι στην Ελλάδα, που δεν έγινε ποτέ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ