Τόσο στη Γερμανία όσο και γενικώς στην ΕΕ υπάρχουν ολοένα και σοβαρότερες ελλείψεις φαρμάκων.
Ποια είναι τα αίτια του προβλήματος; Και πώς μπορεί αυτό να αντιμετωπιστεί;
Κοστίζουν μόλις λίγα λεπτά του ευρώ και παρ’ όλα αυτά είναι σπάνια: στα γερμανικά νοσοκομεία και φαρμακεία υπάρχει έλλειψη στα αλατούχα διαλύματα – τα οποία ωστόσο είναι απαραίτητα σε εγχειρήσεις, επεμβάσεις, εγχύσεις και αλλού. Και σύμφωνα με τον Τόμας Πράις, επικεφαλής της Ενωσης Φαρμακείων της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, τους τελευταίους μήνες η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο.
«Ενα μεγάλο πρόβλημα που αφορούσε εδώ και μήνες τις κλινικές απασχολεί πλέον και τους εξωτερικούς ασθενείς», προειδοποιεί ο Πράις σε δηλώσεις του στη Rheinische Post. «Πολλοί παραγωγοί αλατούχων διαλυμάτων δεν είναι σε θέση πια να προμηθεύσουν επαρκώς ούτε τα δημόσια φαρμακεία».
Το Υπουργείο Υγείας του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας επιβεβαιώνει τις ελλείψεις. Εδώ και καιρό οι κλινικές του κρατιδίου αλλά και της Γερμανίας γενικώς «μπορούσαν να καλύπτουν μόνο το 80% των αναγκών τους σε προμήθειες, ένα ποσοστό που πλέον βρίσκεται περίπου στο 50%», ανέφεραν οι αρχές. Και τα εν λόγω προβλήματα αναμένεται να συνεχιστούν για αρκετούς μήνες ακόμα.
Ενα πρόβλημα που επανέρχεται
Τα προηγούμενα χρόνια η Γερμανία είχε βρεθεί ξανά αντιμέτωπη με ελλείψεις φαρμάκων, όπως αντιβιοτικών και φαρμάκων για τα παιδιά. Μάλιστα, σε σχετική ερώτηση που έγινε φέτος προς τα μέλη της επαγγελματικής ένωσης παιδιάτρων, το ένα τρίτο των ερωτηθέντων εκτιμά πως η ποιότητα της περίθαλψης θα επηρεαστεί αρνητικά εξαιτίας των ελλείψεων.
Σύμφωνα δε με την ίδια έρευνα οι ελλείψεις επιπλέον περιπλέκουν την περίθαλψη των ασθενών μιας και οι γιατροί θα πρέπει προηγουμένως να ελέγξουν ποια φάρμακα υπάρχουν διαθέσιμα. Πολλοί γονείς διαμαρτύρονται επειδή αναγκάζονται να πάνε σε πολλά φαρμακεία έως ότου να καταφέρουν να βρουν το φάρμακο που χρειάζεται το παιδί τους.
Ο Γερμανικός Φαρμακευτικός Σύλλογος έχει υπολογίσει πως υπάρχουν προβλήματα στις προμήθειες περίπου 500 διαφορετικών συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Την ίδια στιγμή πάντως υπάρχουν και άλλα κράτη της ΕΕ, τα οποία αντιμετωπίζουν επίσης παρόμοια προβλήματα – και καθώς δείχνουν οι έρευνες, η κατάσταση επιδεινώνεται σε ορισμένες χώρες, όπως στην Πορτογαλία και την Ισπανία.
Καθυστερήσεις που επηρεάζουν όλη την αλυσίδα εφοδιασμού
Τα αίτια πίσω από τις ελλείψεις είναι περίπλοκα – ακριβώς όσο και η παραγωγή των φαρμάκων.
Παλαιότερα η Γερμανία, με τις μεγάλες εταιρείες παραγωγής φαρμάκων όπως η Bayer, θεωρούνταν το «φαρμακείο του κόσμου». Η παραγωγή έχει αλλάξει: πρώτα παράγονται τα συστατικά των φαρμάκων, εν συνεχεία αποκτούν την κατάλληλη μορφή και τελικώς συσκευάζονται και ενίοτε αποθηκεύονται για μελλοντική χρήση. Όλα αυτά τα βήματα πολλές φορές λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό και όχι στη Γερμανία – με αποτέλεσμα να επιμηκύνεται η αλυσίδα εφοδιασμού και ως εκ τούτου να προκύπτουν προβλήματα πιο συχνά.
Η παραγωγή των συστατικών μεταφέρθηκε στο εξωτερικό, ιδίως στην Κίνα και την Ινδία, προκειμένου να διασφαλιστεί πως η τιμή των φαρμάκων θα παραμείνει χαμηλή. Στις χώρες αυτές οι μισθοί είναι χαμηλότεροι, δίνεται λιγότερη σημασία στην περιβαλλοντική νομοθεσία και τέλος, μέσω της μαζικής παραγωγής και της μονοπώλησης τα συστατικά προσφέρονται σε ακόμη χαμηλότερο κόστος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ολοένα και λιγότερες εταιρείες να παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της παραγωγής
Πλέον «εξαρτόμαστε από λίγους παραγωγούς. Και όταν ένας από αυτούς έχει κάποιο πρόβλημα, αυτό μεταφέρεται σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασαμού», εξηγεί στην DW η καθηγήτρια Ουλρίκε Χόλτσγκραμπε από το Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ, ειδικός στη φαρμακευτική χημεία.
Ενα δυσεπίλυτο ζήτημα
Ακόμη, τα περιορισμένα αποθέματα και η just-in-time (JIT) παραγωγή μπορούν να χειροτερεύσουν την κατάσταση, μιας και τότε, σε περίπτωση που υπάρξουν έστω και βραχυπρόθεσμα προβλήματα στην αλυσίδα παραγωγής, αυτά δεν θα γίνεται να αντισταθμιστούν. Το να καλυφθούν όμως τα αποθέματα κοστίζει πολλά χρήματα σύμφωνα με τους ειδικούς εξαιτίας των τεράστιων διακυμάνσεων στη ζήτηση.
Ιδίως στα γενόσημα φάρμακα, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 80% των βασικών προμηθειών, το πρόβλημα της τιμής είναι ακόμη μεγαλύτερο, επειδή «τα περιθώρια κέρδους για την παραγωγή τέτοιων προϊόντων είναι πάρα πολύ περιορισμένα», όπως εξηγεί η Χόλτσγκραμπε
– και οι παραγωγοί αναγκάζονται να επιλέγουν τη φθηνότερη μέθοδο παραγωγής.
Σύμφωνα δε με την ειδικό, η επανεγκατάσταση της παραγωγής στην ΕΕ είναι πολύ δύσκολη και για έναν ακόμη λόγο: η περιβαλλοντική νομοθεσία καθιστά αδύνατη την παραγωγή εκλεκτών χημικών ουσιών στην Ενωση. Εξάλλου, θα χρειάζονταν τουλάχιστον πέντε χρόνια για να επανεγκατασταθεί η παραγωγή στην ΕΕ, όπως τονίζει στην DW ο καθηγητής Ντέιβιντ Φράνκας, ειδικός στις αλυσίδες εφοδιασμού. «Πρέπει να πούμε την άβολη αλήθεια: όλα κοστίζουν χρήματα. Και πρέπει να αυξήσουμε τις δαπάνες προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια στις προμήθειες».
Γιώργος Πασσάς
Πηγή:DW