Της Τόνιας Α. Μανιατέα
Θα μπορούσε να είναι μία κλασική περίπτωση αυτοκτονίας από ερωτική απογοήτευση. Έτσι δείχνει στην αρχή τουλάχιστον… Μία ευειδής νεαρή, με οικογενειακές περγαμηνές και τίτλο ευγενείας, εντοπίζεται ένα ανοιξιάτικο καταμεσήμερο στα βραχάκια του Αγίου Κοσμά με διαμπερές τραύμα από σφαίρα στον δεξιό κρόταφο. Φορά ένα μεταξωτό σεμιζιέ και κιλότα ιππασίας. Στο χέρι της καπνίζει ακόμη ένα μικρό περίστροφο. Πλάι της ένα μπουκέτο παπαρούνες, που η ίδια μάζεψε προηγουμένως από τους αγρούς της περιοχής, και μία ασημένια ταμπακιέρα, απ’ όπου προφανώς ψάρεψε το τελευταίο της τσιγάρο. Στα δάχτυλά της λαμποκοπούν δύο βαρύτιμα δαχτυλίδια. Το ένα φέρει εντυπωσιακό διαμάντι και το άλλο ένα οικόσημο, που αργότερα θα αποδειχθεί ότι ανήκει στην οικογένειά της.
Ο Παναγιώτης Κρεούσης, ιδιοκτήτης παρακείμενου καφενείου, έχει παρακολουθήσει όλη τη σκηνή. Η γυναίκα, βλέπεις, λίγο νωρίτερα ξεπέζευε έξω από το μαγαζί του και τον παρακαλούσε να δώσει λίγο ψωμί στο άλογό της. Έως ότου φάει το ζωντανό, εκείνη είχε βολευτεί σ’ ένα από τα βραχάκια του Αγίου Κοσμά και κάπνιζε κοιτώντας τη θάλασσα. Όταν ο καφετζής την είδε από μακριά να πετάει το τσιγάρο, να στηρίζει στον κρόταφό της ένα περίστροφο και να πυροβολεί, σπεύδει αιφνιδιασμένος προς την πλευρά της, αλλά είναι πια αργά…
Δύσκολοι καιροί- Ποιά είναι η Μυστηριώσης γυναίκα;
Το ημερολόγιο δείχνει 17 Μαΐου του 1934. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου βράζει. Οξύς διχασμός ανάμεσα σε πολιτικούς και στρατιωτικούς, ο Τσαλδάρης έχει παραλάβει την εξουσία μετά την καταστολή του κινήματος Πλαστήρα, αλλά δυσκολεύεται να βάλει τάξη («πολύ φοβούμαι ότι τα πολιτικά μας πράγματα θα τραβήξουν κακό δρόμο και δεν μπορώ να κάνω τίποτα» γράφει αυτές τις μέρες στα κατάστιχά του ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου»). Μέσα στα τρία δραματικά χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, από το 1929 στο 1932 το εθνικό εισόδημα συρρικνώνεται σχεδόν στο ήμισυ (από 640 εκατ. δραχμές σε 330), ενώ και το κατά κεφαλήν χάνει πολύτιμο έδαφος. Το σκηνικό της χώρας συνθέτουν δυναμικές πανελλαδικές απεργιακές κινητοποιήσεις, εξεγέρσεις υπερχρεωμένων αγροτών, φοιτητικές διαμαρτυρίες. Αναβρασμός επικρατεί ακόμα και στους κόλπους της Εκκλησίας. Στην κοινότητα του Αγίου Όρους, με παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου, μόλις αποσοβήθηκε πραξικόπημα αυτονόμησης της Μονής Χιλιανδαρίου. «Ανέτρεψα εν τη Μονή Χιλιανδαρίου το δια ξενικής επεμβάσεως του σέρβου επισκόπου Αχρίδος και του εν Θεσσαλονίκη σέρβου προξένου δια της βίας επιβληθέν εις την Μονήν ταύτην καθεστώς του κοινοβίου και αποκατέστησα δια της ελευθέρας ψήφου των μοναχών της Μονής το ιδιόρρυθμον καθεστώς…» γράφει ο ιεράρχης σε επιστολή του προς την Πηνελόπη Δέλτα, την 7η Μαρτίου του 1934.
Παραπαίουσα και κουρασμένη από τα εσωτερικά της, η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί με αξιοπρέπεια και ασφάλεια έναντι των γειτόνων της. Λίγο νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και οι συνάδελφοί του της Τουρκίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας συνυπέγραψαν στην Αθήνα το Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης, αποσκοπώντας στην κατοχύρωση της ειρήνης στην περιοχή και στη διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος. Στο δεύτερο άρθρο του το Σύμφωνο προβλέπει για τα μέλη του τη μη ανάληψη πολιτικής δράσης εναντίον οποιασδήποτε βαλκανικής χώρας, μη συμμετέχουσας στη συμμαχία, δηλαδή εναντίον της Βουλγαρίας και της Αλβανίας. Αυτή η τελευταία, παρότι επιθυμούσε συμμετοχή στο Σύμφωνο, δεν κατάφερε να υπογράψει. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης 1929-1933, ο Αλβανός βασιλιάς, Ζογ, ζήτησε από την Ιταλία δάνειο 100 εκατ. χρυσών φράγκων, το οποίο τού χορήγησε η κυβέρνηση του Μουσολίνι. Αλλά οι Αλβανοί δεν έχουν καταφέρει να αποπληρώσουν το δάνειο κι έτσι η χώρα μένει σε κατάσταση εξάρτησης από την Ιταλία, η οποία αυτήν την εποχή δυναμιτίζει κάθε πρωτοβουλία για σταθεροποίηση στη Βαλκανική.
Με την Τουρκία, πάντως, η Ελλάδα κατέβαλε προηγουμένως μεμονωμένες προσπάθειες για να διασφαλίσει τα νώτα της. Η ήττα στο μέτωπο της Μικρασίας και οι κατοπινές απεγνωσμένες προσπάθειες του Βενιζέλου να κλείσει τις επικίνδυνες εκκρεμότητες με τη γείτονα έστησαν ένα οικοδόμημα ελληνοτουρκικής φιλίας -ανισοβαρές βέβαια σε ό,τι αφορά παραχωρήσεις της Ελλάδας- που δείχνει να εξασφαλίζει μία πολυπόθητη διακρατική ειρήνη. Τον Οκτώβριο του ’33, η κυβέρνηση συνασπισμού του Τσαλδάρη και η Τουρκία συνυπέγραψαν σύμφωνο υπό τον εντυπωσιακό τίτλο «Εγκάρδια Συνεννόηση». Προς ώρας οι σχέσεις των δύο χωρών βαίνουν καλώς. Αλλά, «σε μία συμμαχία, ο ένας κάνει το άλογο κι ο άλλος τον καβαλάρη» έλεγε ο Λένιν και εν προκειμένω οι δύο σύμμαχοι είναι υποχρεωμένοι να διεκδικήσουν ο καθείς για τον εαυτό του τον ισχυρό ρόλο.
Αυτόν τον Μάιο του ’34 διαπιστώνεται ότι η όμορφη αυτόχειρ του Αγίου Κοσμά εμπλέκεται στις προσπάθειες των Τούρκων να διασφαλίσουν τον ρόλο του καβαλάρη…
Αρχικά, η Αστυνομία αναζητεί την ταυτότητα της νεκρής γυναίκας. Το ίδιο κιόλας απόγευμα του τραγικού συμβάντος, στο Αστυνομικό Τμήμα Καλλιθέας παρουσιάζεται ο Κωνσταντίνος Ευθυμίου για να δηλώσει ότι τη γνωρίζει. Ο μάρτυρας διατηρεί στο φαληρικό δέλτα ιπποφορβείο, το οποίο η νεαρή επισκεπτόταν συχνά για να νοικιάζει άλογα. «Όλας τα οικονομίας της διέθετε δια να ενοικιάζει ίππους εκτελούσα μακρούς περιπάτους» δημοσιεύει η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα». Έτσι, λοιπόν, και το μεσημεράκι της 17ης Μαΐου, ήρθε στην επιχείρηση του Ευθυμίου και νοίκιασε ένα άλογο για να ιππεύσει στην τοποθεσία του Αγίου Κοσμά, όπου συνήθιζε να πηγαίνει. Η γυναίκα αυτή, λοιπόν, μετρά 29 Μάηδες, ονομάζεται Δωροθέα ντε Ροπ και είναι Λετονή βαρόνη. Η έρευνα αποκαλύπτει ότι πρόκειται για την εν διαστάσει σύζυγο του βαρόνου Πέτερ ντε Ροπ, μεγαλοβιομήχανου που διαμένει στη Βιέννη, γεννήθηκε στο Βλαδιβοστόκ και μπήκε στην Ελλάδα με διαβατήριο της Λετονικής Δημοκρατίας τον Ιούνιο του 1833 προερχόμενη από την Αλβανία. Στην Αθήνα διέμενε σε πανσιόν της Κηφισιάς. Οι αναζητήσεις προσώπου του οικογενειακού περιβάλλοντός της οδηγούν σε κάποια θεία της, επίσης βαρόνη, η οποία ζει επίσης στην Κηφισιά και είναι η πρώτη που φιλοξένησε την κοπέλα όταν εκείνη έφτασε στην Αθήνα από τα Τίρανα. Η βαρόνη Γκάρσιν, ωστόσο, δεν δύναται ή και δεν προτίθεται να καλύψει τα έξοδα ταφής της ανιψιάς της. Η κηδεία γίνεται με δαπάνες της εφημερίδας «Ελεύθερος Άνθρωπος» στο ρωσικό κοιμητήρι του Πειραιά, στις 9 το βράδυ (!) της 18ης Μαΐου.
«Ο “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ” ΕΚΗΔΕΥΣΕ ΧΘΕΣ ΤΗ ΝΥΚΤΑ ΔΑΠΑΝΑΙΣ ΤΟΥ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΗΝ ΕΠΙ 30ΩΡΟΝ ΑΤΑΦΟΝ ΕΙΣ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΟΜΕΙΟΝ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ ΒΑΡΩΝΗΝ» είναι ο πηχυαίος τίτλος της εφημερίδας το Σάββατο 19 Μαΐου 1934 και το «καπέλο» του «Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ».
Ωστόσο, πρόκειται για ξένη ευγενή με υψηλές γνωριμίες σε διάφορες χώρες κι αν δεν έχει ακόμη αναζητηθεί από κάποιον του στενού περιβάλλοντός της είναι πιθανόν αυτό να γίνει στο μέλλον. Ο φάκελος δεν μπορεί να κλείσει με τη σφραγίδα μίας απλής αυτοκτονίας. Διεξάγοντας προσεκτική έρευνα, οι αστυνομικοί πέφτουν σε μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα ευρήματα. Κατ’ αρχάς διαπιστώνουν ότι το παρουσιαστικό της και τα κοσμήματα που έφερε, όταν βρέθηκε νεκρή, δεν συνάδουν με την ταπεινή πανσιόν της μακρινής Κηφισιάς, όπου πληροφορούνται ότι με αντάλλαγμα τη διαμονή της πρόσφερε υπηρεσίες καθαρίστριας. Επιπλέον, μαθαίνουν ότι για να συμπληρώνει το εισόδημά της εργαζόταν και ως δακτυλογράφος σε πρεσβεία. Κι όμως, οι εφημερίδες δημοσιεύουν ότι η Δωροθέα ντε Ροπ, απ’ όταν έφτασε στην Αθήνα, διήγε «βίο τρυφηλό», κινείτο σε κοσμικούς κύκλους και συναναστρεφόταν ισχυρούς παράγοντες της πολιτικής σκηνής.
Στο δωμάτιό της στην πανσιόν εντοπίζονται στοιχεία που αποκαλύπτουν ότι η αυτόχειρας είχε ερωτική σχέση με τον πρεσβευτή της Αλβανίας στην Αθήνα, Κότσι Μεσαρές, ο οποίος, όμως, την εγκατέλειψε βυθίζοντάς την στην απελπισία. Σ’ ένα συρτάρι βρίσκονται φωτογραφίες της μαζί του, αλλά και με τον Αλβανό βασιλιά Αχμέτ Ζογ, με τον οποίο -όπως θα αποδειχθεί αργότερα- διατηρούσε δεσμό έως ότου γνωρίσει και ερωτευτεί τον Μεσαρές. Οι μεγάλες αποκαλύψεις, ωστόσο, έρχονται από δύο επιστολές της σφραγισμένες με κερί, που απευθύνονται προς τον γραμματέα Α’ της τουρκικής πρεσβείας, Ζεκή Μπέη.
Η Λετονή βαρόνη «πλην του δεσμού τον οποίον διετηρούσε με τον Αλβανόν πρεσβευτήν, εβρίσκετο και εις την υπηρεσίαν κατασκοπείας της τουρκικής κυβερνήσεως!» θα γράψει στην αναφορά του ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών, Ιωάννης Βαβούρης.
Στη μία επιστολή αποκαλύπτεται εμπλοκή της σε υπόθεση κλοπής, από βίλα της Κηφισιάς, αλληλογραφίας μεταξύ του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Γεράσιμου Κοντομίχαλου, επιφανούς ομογενούς του Σουδάν, που είχε προκαλέσει πονοκέφαλο στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες. «Μου παραγγείλατε να βοηθήσω τον αναμενόμενον από το Παρίσι Ζ.Α. Σας διαβεβαιώ, αγαπητέ μου φίλε, ότι μου είναι πολύ δύσκολον αυτόν, διότι εάν εις τα χίλια ένα οι ελληνικές Αρχές υποπτευθούν τη συνενοχή μου, εκτός του ότι μπορεί -το ολιγότερον- να με απελάσουν, είναι δυνατόν να ανακαλύψουν και τη συνενοχή μου εις την κλοπήν της αλληλογραφίας της βίλλας» ανέφερε η Λετονή στη μία επιστολή. Η άλλη φανέρωνε δυσφορία από πιέσεις που της ασκούσαν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες μάλιστα ξεπερνούσαν τα εσκαμμένα του αδιαπραγμάτευτου έρωτά της για τον Αλβανό επιτετραμμένο… «Η πρότασις να εγκαταλείψω τον Μ. (σσ: Μεσαρές) και να παντρευτώ Τούρκο διπλωμάτη δια να συνάπτω σχέσεις με Έλληνες υπουργούς και στρατηγούς, εγγίζει τα όρια της αχαρακτηρίστου ατιμίας. Εγώ εγκατέλειψα ολόκληρον βασιλέα χάριν του Μ. και σεις μου προτείνετε παρόμοιας ατιμίας; Όχι, κ. Ζεκή, είμαι πολύ ακατάλληλον πρόσωπον δια τόσον μεγάλας τουρκικάς ατιμίας».
Τα αρχικά Ζ.Α. στην πρώτη επιστολή της ντε Ροπ μετατρέπονται στη νέα σπαζοκεφαλιά των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών. Είναι πλέον σίγουροι ότι η αυτόχειρ λειτουργούσε ως πράκτορας των Τούρκων στην Ελλάδα, αλλά αυτός ο άνδρας, ο Ζ.Α. πρέπει να ταυτοποιηθεί και να εντοπιστεί.
Μία πρόταση που δεν ήταν γάμου…
Πώς γίνεται κανείς κατάσκοπος; Οι ειδικοί λένε ότι τρία είναι τα κίνητρα που μπορούν να σε κατευθύνουν σε αυτόν τον δρόμο. Ιδεολογία, χρήμα, έρωτας… Η περίφημη Μάτα Χάρι έμεινε στην ιστορία της κατασκοπείας, επειδή διεκδίκησε την περιουσία που της είχαν αποσπάσει. Η Δωροθέα ντε Ροπ επειδή ερωτεύτηκε πολύ… Χρόνια μετά την αυτοκτονία της, ήρθαν στο φως ένα προς ένα τα βήματά της.
Το 1931 ο Αλβανός βασιλιάς Ζογ βρέθηκε να παρακολουθεί μία παράσταση όπερας στο κρατικό θέατρο της Βιέννης. Αποχωρώντας, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από την οποία σώθηκε σαν από θαύμα. Τότε θεώρησε γούρι του τη βαρόνη ντε Ροπ, που τον συνόδευε τιμητικά ως σύζυγος του ισχυρότερου βιομηχάνου της Αυστρίας. Στην αρχή συνδέθηκε μαζί της φιλικά κι ύστερα ερωτικά. Εκείνη στο μεταξύ είχε απομακρυνθεί από τον άνδρα της και συνόδευε τον Ζογ σε όλα τα ταξίδια του. Ώσπου η νεαρή βαρόνη έπεσε στον έρωτα του διευθυντή του βασιλικού πολιτικού γραφείου, Κότσι Μεσαρές. Το αίσθημα ήταν αμοιβαίο, αλλά ο Ζογ είχε βαλθεί να το εμποδίσει να αναπτυχθεί. Διόρισε τον διευθυντή του στην Αθήνα και κράτησε διά της βίας τη ντε Ροπ στα Τίρανα, η οποία κοπίασε πολύ και κυρίως πλήρωσε πολλά για να καταφέρει να ξαγκιστρωθεί από τον βασιλικό κλοιό και να διαφύγει στην Ελλάδα. Όταν έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα δεν είχε, πλέον, την οικονομική ευρωστία που θα της επέτρεπε να συνεχίσει τον πολυτελή βίο, στον οποίο ήταν μαθημένη. Περίμενε, βέβαια, πρόταση γάμου από τον Μεσαρές, αλλά αργούσε.
Η πρόταση ήρθε από άλλον και δεν ήταν γάμου. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της Τουρκίας στην Αλβανία, αντισυνταγματάρχης Χαμίτ Μπέης, τον οποίο εκείνη είχε γνωρίσει στα Τίρανα, της πρότεινε πολλά χρήματα αν πρόσφερε τις υπηρεσίες της στην τουρκική κατασκοπεία. Για τους Τούρκους ήταν το ιδανικό πρόσωπο για μια τέτοια δουλειά. Λόγω του συζύγου και των εραστών της, είχε αποκτήσει ευρύ κύκλο γνωριμιών και κινείτο με ευκολία στα μεγάλα πολιτικά και επιχειρηματικά σαλόνια. Επιπλέον, ήταν μία νεαρή, όμορφη γυναίκα, της οποίας η ευγενής καταγωγή και η οικονομική άνεση δεν κρύβονταν. Τέλος, ήταν ερωτευμένη, δηλαδή ανίσχυρη, και άφραγκη. Πώς θα μπορούσε να αρνηθεί και ποιος θα την υποψιαζόταν; Η ντε Ροπ δέχθηκε αυτήν την πρόταση, αλλά δεν άκουσε ποτέ εκείνη που περίμενε με τόση αγωνία. Ο πληγωμένος αντεραστής Ζογ θέσπισε νόμο, με τον οποίο απαγόρευε τη σύναψη γάμου μεταξύ Αλβανών διπλωματών και ξένων υπηκόων. Όταν ο Μεσαρές απομάκρυνε από κοντά του τη γυναίκα, ουδείς κατάλαβε αν επρόκειτο για συνέπεια της βασιλικής απαγόρευσης ή της πληροφορίας περί κατασκοπείας, που έφτασε στ’ αφτιά του. Η ντε Ροπ βρέθηκε μόνη, απελπισμένη και δεμένη στις αξιώσεις των «αφεντικών» της.
Τα περί σχέσεώς της με τον Αλβανό βασιλιά κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα με την είδηση της αυτοκτονίας της, εκείνον τον Μάιο του ’34. Οι εφημερίδες, στο σύνολό τους, δημοσίευαν για τον δεσμό του εστεμμένου με την πράκτορα των Τούρκων, προκαλώντας την μήνι της αλβανικής κυβέρνησης, που έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση διάψευσης, χωρίς ουδεμία αναφορά σε ονόματα (!) Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε…: «Τα γραφέντα εις τα πρωινάς εφημερίδας σχετικώς με την αυτοκτονίαν ξένης κυρίας, λαβούσα χώραν εις τον Άγιον Κοσμάν, ήτις είχε δήθεν σχέσεις με το πρόσωπον της Α.Μ. του Βασιλέως των Αλβανών, είνε τελείως ανυπόστατα…».
Η επιβεβαιώση
Η υπόθεση κατασκοπείας είναι πλέον φανερή στις ελληνικές Αρχές, αλλά κάτι λείπει για να «δέσει». Ώσπου στις αρχές του Ιουνίου, ένας πελάτης του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», ο Τούρκος διπλωματικός υπάλληλος Γιουνούζ Ζία Αχράν, καταγγέλλει κλοπή, μέσα από το δωμάτιό του, βαλίτσας που περιείχε έγγραφα της πρεσβείας της χώρας του στο Παρίσι, τα οποία προορίζονταν για το υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα. Η καταγγελία είναι σοβαρότατη. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο ίδιος ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών (Βαβούρης) συνεπικουρούμενος από τον διοικητή Ειδικής Ασφάλειας αντισυνταγματάρχη Σταυρόπουλο, αξιωματικούς της Γενικής Ασφάλειας και τον εισαγγελέα Παπαθανασίου. Στο ξενοδοχείο καταφθάνουν και τρεις διπλωματικοί υπάλληλοι της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα.
Από τις πρώτες κιόλας ανακρίσεις, οι αστυνομικοί καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο Ζία Αχράν πέφτει σε αντιφάσεις. Οι δηλώσεις του για τον χώρο της κλοπής είναι μπερδεμένες. Παρά ταύτα, ένα σήμα για αρπαγή βαλίτσας με εξαιρετικά σημαντικό περιεχόμενο φτάνει σε όλα τα αστυνομικά τμήματα της Αθήνας. Την ίδια νύχτα, αστυφύλακας βρίσκει κάτω από γέφυρα στο Παλιό Φάληρο μία βαλίτσα, που ανταποκρίνεται στις περιγραφές. Είναι άδεια και τα πάμπολλα δαχτυλικά αποτυπώματα που φέρει δεν οδηγούν σε ασφαλές συμπέρασμα.
Η αστυνομική διεύθυνση έχει κάνει τη δουλειά της. Βρήκε την κλεμμένη βαλίτσα. Η ειδική ασφάλεια, όμως, φορτώνεται ένα αίνιγμα. Θα το λύσει ο διοικητής της, όταν σκεφτεί να συνδυάσει την καταγγελθείσα κλοπή με την αυτοκτονία της ντε Ροπ. Θα ανασύρει την επιστολή της γυναίκας με την αναφορά σε κάποιον Ζ.Α. προερχόμενο από το Παρίσι, τον οποίο οι Τούρκοι αξίωναν τόσο πιεστικά από τη γυναίκα να βοηθήσει. Οι έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα αρχικά ανήκουν στον Ζία Αχράν και ότι η κλοπή που αυτός κατήγγειλε δεν ήταν παρά μία προσπάθεια των Τούρκων να κλονίσουν τις σχέσεις των δύο χωρών.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
– «Δωροθέα ντε Ροπ – Πάθος και υπερηφάνεια» Γ. Πολυράκη (Εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2010)
– «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα – Ρεπορτάζ από την ελληνική μικροϊστορία» Γ. Ράγκου (Εκδ. POLARIS, Αθήνα 2016)
– «Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος» Αντ. Μακρυδημήτρη (Εκδ. Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, Αθήνα 1997)
– «Ιστορία των Ελλήνων – Νεότερος Ελληνισμός 1910-1940» συλλογικό (Εκδ. ΔΟΜΗ, Αθήνα 2000)
– Αλληλογραφία Π. Σ. Δέλτα (Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997)
– Αρχείο εφημερίδων Τ. Α. Μανιατέα