Μικρή βελτίωση παρουσίασε στο δεύτερο εξάμηνο του 2022, συγκριτικά με το πρώτο, ο δείκτης εξαγωγικών προσδοκιών TCI ΣΕΒΕ-DHL, παραμένοντας ωστόσο σε έδαφος που αποτυπώνει συνεχιζόμενη απαισιοδοξία. Ο δείκτης, που καταρτίζεται από το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών (ΙΕΕΣ) του Συνδέσμου Εξαγωγέων- ΣΕΒΕ, σε συνεργασία με την εταιρία DHL και με επιστημονικό σύμβουλο ως προς τη σχετική έρευνα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ιωάννη Χατζηδημητρίου, διαμορφώθηκε στις 88 μονάδες, έναντι 82,8 το προηγούμενο εξάμηνο και 115,0 στο διάστημα Ιουνίου-Δεκεμβρίου του 2021.
Η συγκεκριμένη επίδοση είναι -ιστορικά- η τρίτη χειρότερη μετά από εκείνες των πρώτων εξαμήνων του 2022 και του 2020, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 18 Οκτωβρίου-16 Δεκεμβρίου 2022 σε δείγμα 221 εξαγωγικών επιχειρήσεων από όλη τη χώρα και κατέγραψε τις προσδοκίες των εξαγωγέων σε τέσσερα θέματα: εξαγωγές, εγχώριες πωλήσεις, διεθνείς και εγχώριες οικονομικές συνθήκες.
Οι εξαγωγές ήταν η μοναδική κατηγορία, στην οποία οι θετικές εκτιμήσεις (αύξηση) για το μέλλον ξεπέρασαν το 50% των συνολικών και διαμορφώθηκαν στο 56% (έναντι 49% στο πρώτο εξάμηνο του 2022). Σταθερότητα στις εξαγωγικές επιδόσεις και μείωση εξαγωγών αντίστοιχα, αναμένει το 30% και το 14% του δείγματος. Βελτίωση σημείωσαν τα ποσοστά που αφορούν στην εξέλιξη των διεθνών οικονομικών συνθηκών συγκριτικά με το προηγούμενο εξάμηνο, αν και οι αρνητικές απαντήσεις εξακολουθούν να υπερτερούν σημαντικά έναντι των θετικών ή ουδέτερων: το 13% των ερωτηθέντων αναμένει ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν, το 25% εκτιμά ότι θα παραμείνουν σταθερές και το 62% ότι θα επιδεινωθούν, με τις προσδοκίες στο σύνολό τους να χαρακτηρίζονται ως απαισιόδοξες. Σημαντικά αυξήθηκε το ποσοστό όσων αναμένουν μείωση των εγχώριων πωλήσεών τους στο δεύτερο εξάμηνο του 2022, καθώς έφτασε στο 27%, έναντι 37% και 36% αντίστοιχα για όσους εκτιμούν ότι θα υπάρξει αύξηση ή σταθερότητα. Σε παρόμοια επίπεδα με το προηγούμενο εξάμηνο κινήθηκαν τα ποσοστά που αφορούν στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, με την πλειονότητα των ερωτηθέντων (ποσοστό 60%) να επιλέγει ως απάντηση την επιδείνωση. Το 31% αναμένει σταθερότητα και το 9% βελτίωση.
Η αύξηση του κόστους χρήματος εξαιτίας της γενικευμένης ανόδου των επιτοκίων δανεισμού και η υποτίμηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου στο β’ εξάμηνο του 2022 συγκριτικά με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2021, φαίνεται ότι δημιουργούν έντονο προβληματισμό στις επιχειρήσεις. Σε ό,τι αφορά στην άνοδο των επιτοκίων, το 50% εκτιμά πως θα επηρεάσει αρνητικά την αξία των εξαγωγών του, συγκριτικά με το δεύτερο εξάμηνο του 2021, με το 70% εξ αυτών να αναμένει μικρή μείωση από 0% μέχρι 10%. Αντίστοιχα, η μεγάλη υποτίμηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στην αξία των εξαγωγών, σύμφωνα με το 23% του δείγματος. Το 64% αυτών εκτιμά ότι η επιδείνωση θα ανέλθει σε ποσοστό έως 10%, το 24% ότι θα κινηθεί μεταξύ 10% και 25% και το 12% πως θα διαμορφωθεί μεταξύ 25% και 50%.
«Η μικρή βελτίωση των αποτελεσμάτων στο β’ εξάμηνο του 2022 προήλθε αφενός από την αύξηση των -διαχρονικά θετικών- αποτελεσμάτων σχετικά με τις εξαγωγές, η οποία αποτέλεσε τη μοναδική κατηγορία όπου η αύξηση/βελτίωση ξεπέρασε το 50%, αλλά και από τη μείωση των ποσοστών που αφορούν σε επιδείνωση των εγχώριων και διεθνών οικονομικών συνθηκών. Ωστόσο, η επιδείνωση στις δύο αυτές κατηγορίες συγκέντρωσε πολύ υψηλά ποσοστά (άνω του 50%), στοιχεία που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση συνολικά “ απαισιόδοξης” εικόνας» επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του ΣΕΒΕ, όπου διευκρινίζεται ότι η επιλογή των επιχειρήσεων του δείγματος (250 εκ των οποίων ανταποκρίθηκαν 221) έγινε μέσω διαστρωματικής δειγματοληψίας, στα πρότυπα αντίστοιχων ερευνών που πραγματοποιούνται από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς, ενώ για τη συλλογή των στοιχείων των επιχειρήσεων αξιοποιήθηκε η βάση δεδομένων της ICAP. Ειδικότερα, με αρχικό κριτήριο τον ετήσιο τζίρο πάνω από 1 εκατ. ευρώ, το δείγμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις από πρωτογενή παραγωγή, βιομηχανία και εμπόριο.
Κατά τον πρόεδρο του ΣΕΒΕ Συμεών Διαμαντίδη, «τα αποτελέσματα φανερώνουν τη γενική απαισιοδοξία που επικρατεί (…) και αποδεικνύουν -για ακόμη μια φορά- ότι, παρά την ευρύτερη ανησυχία για το ασταθές οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, στον τομέα των εξαγωγών οι προσδοκίες κυμαίνονται σε θετικά επίπεδα. Για να διατηρήσουμε λοιπόν την αυξητική τάση στις εξαγωγές πρέπει να μελετήσουμε με μεγάλη προσοχή τα αποτελέσματα και να αντιμετωπίσουμε τα υφιστάμενα ζητήματα, όπως είναι η άνοδος των επιτοκίων και η υποτίμηση της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου».
Αλ. Γούτα