Από την Μάγδα Καραγιαννιώτου – Μυστικού – Δημοσιογράφος – Εκπρόσωπος F.I.J.E.T.
Με την συνεργασία του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και οργάνωσης από την αναπληρώτρια Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Δρ. Αγγελικής Κουκουβού και της Αρχαιολόγου Στυλιάνας Γκαλινίκης, επιμελήτριας της έκθεσης «Προλεγόμενες: Ιστορίες που ντύθηκε το σώμα», έχουμε την ευκαιρία να αναγνώσουμε το Project στον εκθεσιακό χώρο του Μουσείου, στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων «Ιουλία Βοκοτοπούπου».
Η καλλιτέχνης Μαρία Παπατζέλου εμπνεύσθηκε, οργάνωσε και συμμετέχει ώστε να επικοινωνήσει την ελληνική κουλτούρα με την ιστορία της εθνικής Ιαπωνικής παράδοσης του Κιμονό ως ντοκουμέντο ιστορικής αναφοράς. Το κεντρικό έκθεμα της έκθεσης αυτής είναι το κιμονό της Μαρίας Παπατζέλου από χειροποίητο παλαιό χαρτί Washi μικτής τεχνικής, ως αναφορά της σύγχρονης τέχνης για την ομορφιά και ιδιαιτερότητα της πολιτισμικής κουλτούρας των Ιαπώνων. Το κιμονό αυτό φοριόταν σε ειδικές τελετές του SINTO. Μεγάλα σε μήκος χειροποίητα (Obi) ζώνες από χειροποίητο χαρτί και φύλλο χρυσού της καλλιτέχνιδας Μαρίας Παπατζέλου αποτελούν συνέχεια της κεντρικής ιδέας του Κιμονό με πολύ εντυπωσιακή παρουσία, αναδεικνύοντας και την αξία της δικής τους αναφοράς για την ενδυμασία του κιμονό.
Στην εικαστική αυτή παρουσίαση έχουμε και την παρουσίαση ενός αυθεντικού κιμονό Παλτό Νύφης της δεκαετίας του 1920, από φυσικό μετάξι κεντημένο και ζωγραφισμένο στο χέρι. Η διακόσμησή του με το Ιαπωνικό πεύκο είναι κεντημένο με πράσινη κλωστή, συμβολίζοντας το καλοκαίρι και με κόκκινη μεταξωτή κλωστή, συμβολίζοντας το φθινόπωρο. «Matsu» σημαίνει περιμένοντας την ψυχή του θεού να κατέβει από τον ουρανό στα Ιαπωνικά.
Το Obi (Ζώνη) παλαιό αυθεντικό χειροποίητο της περιόδου 1920 αποτελεί έκθεμα της συλλογικής αυτής παρουσίασης εικαστικού δρώμενου, από φυσικό μετάξι και τα χειροποίητα μοτίβα του με έντονα χρώματα και χρυσά, έχουν νόημα για τις γυναίκες που το φοράνε για να λάμπουν πάντα έντονα. Η ζώνη αυτή τοποθετείται στο «Furisode Kimono» το οποίο αποτελεί υψηλού κύρους φόρεμα για γυναίκες που δεν έχουν παντρευτεί και το μέγεθος του τέσσερα μέτρα περίπου.
Για να κατανοήσουμε το πνεύμα της εικαστικής αυτής πρότασης είναι χρήσιμο να ακολουθήσουμε σύντομα την διαδρομή της εξέλιξης του κιμονό ως πολιτισμικό στοιχείο που έδωσε μέσα από την χρήση του ιδεολογικό και πολιτισμικό χαρακτήρα στον άνθρωπο.
Τι κιμονό είναι παραδοσιακό ένδυμα και εθνικό φόρεμα της Ιαπωνίας σε σχήμα Τ και φοριέται με ζώνη Obi (όμπι) και κάλτσες Tabi (τάμπι).
Κατά την περίοδο Kofun (Κοφούν) (300-538) μ.χ. εισάγονται από την Κίνα για την Αυτοκρατορική αυλή και την ανώτερη τάξη της Ιαπωνίας ρούχα ένδυσης. Αυτά θα προϊδεάσουν τους Ιάπωνες ώστε για λόγους οικονομικούς να δημιουργήσουν δικά τους ενδυματολογικά στοιχεία διακόπτοντας τις εισαγωγές από την Κίνα.
Κατά την διάρκεια της εποχής Heian (χεϊάν) (794-1193) μ.χ. (8ος-12ος) αιώνας οι Ιάπωνες εξελίσσουν το ένδυμα με την δική τους εθνική κουλτούρα. Κατά την περίοδο αυτή ξεκινά το Kosode (Κοσοντέ) ως εσώρουχο αλλά και για ύπνο άνδρα και γυναίκας κυρίως μεταξωτό. Σταδιακά το εσώρουχο εξελίσσεται σε μεγάλο βαθμό και έδωσε τον σχετικό σχεδιασμό στην μεταγενέστερη εποχή του κιμονό. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου άλλαξε πολλές φορές αυτό το ένδυμα που φορούσαν μόνον οι αυλικοί και η ανώτερη τάξη οικονομικά.
Από την περίοδο Kamakura (καμακούρα) και μετά (1185-1333) μ.χ. και την επιβολή στρατιωτικής κυβέρνησης από τους Σαμουράι το κιμονό επιτρέπεται να φορεθεί από όλες τις τάξεις της κοινωνίας.
Στην συνέχεια κατά την περίοδο Edo (έντο) (1603-1867) μ.χ. λόγω της καλής οικονομίας και του πολιτισμού το κιμονό έχει την υποστήριξη όλων της αριστοκρατίας, των Σαμουράι, και της χαμηλότερης τάξης Chonin (Τσόνιν) έμποροι και τεχνίτες. Επηρεάζονται τα χρώματα και τα σχέδια διότι η τάξη Chonin (Τσόνιν) δεν έχει το δικαίωμα χρήσης των χρωμάτων μωβ, κόκκινο, χρυσό και απαγορεύονται τα πλούσια σχεδιαστικά μοτίβα. Τότε δημιουργείται νέα αισθητική κιμονό εκλεπτισμένη, απλή και με ιδιαίτερο αισθητικό σχεδιασμό που έως και σήμερα επηρεάζει τόσο τα αυθεντικά κιμονό όσο και την ενδυματολογία στον κόσμο.
Την περίοδο Meiji (Μεϊτζί) (1868-1912) το άνοιγμα της Ιαπωνίας στο δυτικό εμπόριο μετά τον εγκλεισμό της περιόδου Εντο έχουμε την αντικατάσταση της ένδυσης με κιμονό στο σύνολο των Ιαπώνων σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Ετσι από το 1920 έως και το 1930 αντικατέστησαν το κιμονό σε πολλούς τομείς της ζωής τους.
Μετά τον μεγάλο σεισμό του Καντού το 1923 το κιμονό έγινε δημοφιλές με το όνομα Meisen (Μέϊσεν).
Την εποχή Meiji (Μέϊτζι) τα υλικά από το δυτικό εμπόριο όπως το μαλλί, και ο τρόπος βαφής με συνθετικές χρωστικές, οι ίνες ρεγιόν λόγω χαμηλού κόστους, έγιναν τα νέα δομικά στοιχεία του κιμονό σε μεγάλη κλίμακα. Τα σχέδια παραγωγής κιμονό ήταν και είναι δεδομένα ενώ ο ζωγραφικός σχεδιασμός των διακοσμητικών στοιχείων γίνεται με έντυπη αποτύπωση.
Τα σύγχρονα κιμονό τα συναντούμε συχνά σε πολυεστέρα λόγω κόστους όπως και σε φυσικό μετάξι με επένδυση βαμβάκι, μαλλί ή λινό με φιγούρα σατέν και υφαντό ύφασμα. Είναι κεντημένα στο χέρι ή είναι ζωγραφισμένα στο χέρι όπως και με τύπωμα σχεδίου. Σε κάθε περίπτωση αποτελούν έργα τέχνης.
Το Junihitoe (Τζουν χιτοε) είναι το πολυεπίπεδο ένδυμα για τις κυρίες της αυλής στην περίοδο Heian και αποτελείται από 12 στρώματα ρούχων με εσωτερικό το Kosode πρωτότυπο κιμονό. Το βάρος του φθάνει έως 20 κιλά και η διακόσμηση με μεγάλα μοτίβα και πολλούς συνδυασμούς χρωμάτων. Το συναντούμε ως αναπαραγωγή σε μουσεία, ταινίες, και φεστιβάλ. Χρησιμοποιείται κατά την στέψη του Αυτοκράτορα όπως το είδαμε στην στέψη του Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Ναρουχίτο φορεμένο από την Αυτοκράτειρα Μασάκο την 1η Μαΐου 2019.