Την ανάγκη να γίνουν προσπάθειες να σταματήσει η σύγκρουση στην Ουκρανία το συντομότερο δυνατό, διαφορετικά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κλιμακωθεί, καθώς η δημόσια πίεση για περισσότερη εμπλοκή από το ΝΑΤΟ θα αυξηθεί, προτάσσει με συνέντευξή της στον Δημήτρη Μάνωλη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Σούζαν Θόρντον. Η επί τριάντα χρόνια υψηλόβαθμη Αμερικανίδα διπλωμάτης στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και νυν συνεργάτης και επισκέπτρια λέκτορας για την εξωτερική πολιτική στη Νομική Σχολή του Γέιλ αναφέρει ότι αυτό που πρέπει να γίνει είναι μια συμφωνία κατόπιν διαπραγμάτευσης μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας που θα παρέχει κάποιο βαθμό ουκρανικής στρατιωτικής ουδετερότητας με αντάλλαγμα τη διατήρηση της κυριαρχίας της Ουκρανίας, σοβαρές εγγυήσεις ασφάλειας και τη δυνατότητα της Ουκρανίας να συνδεθεί οικονομικά με όποιον θεωρεί ότι εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της.
Η έμπειρη περί των διεθνών σχέσεων Αμερικανίδα πρώην διπλωμάτης προβλέπει ότι στο καλύτερο σενάριο θα υπάρξει ρωσική απόσυρση από την Ουκρανία που θα αφήνει την Κριμαία, το Ντονμπάς και την ακτή της Αζοφικής Θάλασσας υπό τον de facto ρωσικό έλεγχο.
Σε σχέση με τον Πούτιν, αναφέρει πως «αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν το μυαλό του, κανείς δεν ξέρει πραγματικά πώς σκέφτεται και με τι θα συμβιβαζόταν σε σχέση με την Ουκρανία. «Πολλοί ελπίζουν ότι ο Πούτιν θα “εξαφανιστεί”, αλλά δεν πιστεύω ότι πρέπει να βασιζόμαστε σε αυτό» προσθέτει.
Σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, σημειώνει πως δεν μπορεί να αλλάξει τη γεωγραφία της και πρέπει να αξιολογήσει με σύνεση τις προοπτικές για το μακροπρόθεσμο μέλλον της, καθώς και να αξιοποιήσει στο έπακρο τη θέση της. «Αυτό θα είναι σαφώς πολύ δύσκολο στον απόηχο της τρέχουσας ρωσικής καταστροφής, αλλά ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι αποδεικνύεται ένας αξιόλογος πολιτικός, οπότε ίσως είναι δυνατό» θεωρεί. Σε αυτό το τελευταίο σημείο, εκφράζει την πεποίθηση πως η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ μπορεί («και μάλλον πρέπει») να είναι πολύ μακριά στο μέλλον, αλλά ένας οδικός χάρτης που θα διευκρινίζει πώς η Ουκρανία θα μπορούσε να ενταχθεί, με ενδιάμεσα βήματα που σηματοδοτούν την πρόοδο προς αυτόν τον στόχο, θα μπορούσε να είναι χρήσιμος.
Αναφερθείσα στις κυρώσεις, προτρέπει τη Δύση να εξετάσει σοβαρά τι θα κάνει εάν επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός και εάν θα αφήσει στη Ρωσία έναν οικονομικό δρόμο να κινηθεί, ενώ διεξάγονται διαπραγματεύσεις για μια άλλη μετασοβιετική «ψυχρή σύγκρουση». «Ο κόσμος έμαθε ύστερα από δύο παγκοσμίους πολέμους ότι είναι σημαντικό να αφήσεις τον εχθρό με κάποια αξιοπρέπεια και προοπτικές, αλλά οι αναμνήσεις είναι βραχείς και τα συναισθήματα είναι στα ύψη» υπογραμμίζει.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ενόψει της συμμετοχής της στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που θα πραγματοποιηθεί 6-9 Απριλίου στους Δελφούς, η Σούζαν Θόρντον δηλώνει πως φοβάται ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα εδραιώσει μια εκ νέου διαίρεση του κόσμου, σε μια αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου. «Φαίνεται ότι κατευθυνόμαστε σε μια νέα μεταψυχροπολεμική διαίρεση του κόσμου, αλλά δεν είναι ακόμη ευδιάκριτο ποιες θα είναι οι σφαίρες (επιρροής)» τονίζει.
Αποτυπώνοντας το νέο περιβάλλον ασφαλείας, εκτιμά πως θα επιβεβαιωθεί το όραμα της διακυβέρνησης Μπάιντεν για μια «μάχη δημοκρατιών εναντίον απολυταρχιών τον 21ο αιώνα», καθώς και ότι αυτό θα οδηγήσει σε μια αναδιάταξη της ιεράρχησης των πόρων, από την παγκόσμια διακυβέρνηση και την οικονομική ενσωμάτωση της παγκοσμιοποίησης προς τις αμυντικές δαπάνες και τις προσπάθειες εκδίωξης και μετασχηματισμού των απολυταρχιών, εκείνων για τις οποίες θεωρείται ότι υπάρχει τέτοια δυνατότητα.
Ωστόσο, δεν προβλέπει μια διαίρεση του κόσμου σε σφαίρες δημοκρατίας εναντίον αυτοκρατορίας. «Οσο κι αν επιθυμούμε μια απλή αφήγηση, στην πραγματικότητα ο κόσμος είναι πολύ περίπλοκος», προσθέτει.
Εν συνεχεία σκιαγραφεί τον οικονομικό αντίκτυπο και την αρνητική επιβάρυνση στην παγκόσμια ανάπτυξη από τη σύγκρουση στην Ουκρανία. «Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καταλάβει ακόμη ότι αυτό θα σημαίνει πτώση του παγκόσμιου βιοτικού επιπέδου και της ευημερίας, καθώς οι χώρες ενισχύουν την άμυνα, την αποτροπή και την ασφάλεια, και ανταλλάσσουν “το βούτυρο με όπλα” και το ελεύθερο εμπόριο με φραγμούς και προστατευτισμό. Και αυτή η πτώση [του βιοτικού επιπέδου] θα οδηγήσει σε ακόμη περισσότερα προβλήματα και αστάθεια, φυσικά». Επίσης, εκτιμά πως θα επιβαρύνει αρνητικά τις προσπάθειες για την καταπολέμηση διασυνοριακών ζητημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή και άλλα προβλήματα και ότι «θα βάλει τις χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ στη δύσκολη θέση ανάμεσα στην αναπτυγμένη Δύση και τους καθορισμένους εχθρούς της, την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν κ.ά.». Αποκρυσταλλώνοντας περαιτέρω το νέο περιβάλλον ασφαλείας, αναφέρει πως θα είναι ένας κόσμος γεμάτος μεγαλύτερη ένταση και συγκρούσεις απ’ ό,τι έχουμε δει στην πρόσφατη μεταψυχροπολεμική περίοδο.
Ερωτηθείσα τι σηματοδοτεί η ανακοίνωση της Γερμανίας να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες, απαντά πως είναι μια απόφαση που αναγνωρίζει ότι η παγκοσμιοποίηση έχει τελειώσει και «οπισθοχωρούμε σε έναν πιο επικίνδυνο και διχασμένο κόσμο».
Παράλληλα, απαντά καταφατικά στην ερώτηση αν υπάρχει ανάγκη για μια πιο κυρίαρχη και ανεξάρτητη Ευρώπη, με δική της άμυνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αδυνατούν ολοένα και περισσότερο να εγγυώνται την άμυνα της Ευρώπης στο μέλλον, επομένως, τουλάχιστον η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και μαζί με αυτό θα έρθει η βούληση για αυξημένο λόγο στον τρόπο ανάπτυξής της, εξηγεί.
Επιπλέον, είναι κατηγορηματική πως ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία θα πρέπει να αποφασίσουν για το ποιος ηγείται της κυβέρνησης της Ουκρανίας.
Περαιτέρω, διαπιστώνει πως σήμερα η Κίνα και η Ρωσία είναι πιο κοντά απ’ ό,τι ήταν τη δεκαετία του 1960. «Η Κίνα και η Ρωσία έχουν κοινά παράπονα για το διεθνές σύστημα, βλέπουν τις ΗΠΑ ως τον κοινό τους καταπιεστή και έχουν οικονομίες που είναι αξιοσημείωτα συμπληρωματικές. Εχουν αυξήσει τη στρατιωτική συνεργασία τις τελευταίες δεκαετίες και αυτή η συνεργασία είναι επί του παρόντος πιο ισχυρή από ποτέ. Στις 4 Φεβρουαρίου, ενώ ο Πούτιν βρισκόταν στο Πεκίνο για τα εγκαίνια των Ολυμπιακών Αγώνων, οι δύο Πρόεδροι υπέγραψαν κοινή δήλωση που διακήρυξε “χωρίς όρια” τη σινο-ρωσική συνεργασία, και η προφανής έλλειψη ένστασης και οι προσπάθειες της Κίνας να δικαιολογήσει την απρόκλητη εισβολή της Ρωσίας σε ένα κυρίαρχο κράτος εταίρο είναι τρομακτική» υποστηρίζει. Κατά την Αμερικανίδα πρώην διπλωμάτη, δεν πρόκειται για «συμμαχία απολυταρχιών», αλλά για δύο κράτη των οποίων η διπλωματία βασίζεται αποκλειστικά στα δικά τους συμφέροντα, με τη φαινομενική εγγύτητά τους να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κοινή και αυξάνουσα αντιπάθειά τους για την ηγεμονία και την πίεση των ΗΠΑ και όχι σε κοινές αξίες. «Ο Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ δεν κάνουν “χάρες” ο ένας στον άλλο και καμία πλευρά δεν θα βάλει τον εαυτό της σε θέση να “χρωστάει” στην άλλη», προσθέτει και υποστηρίζει ότι «η δυσπιστία, η ζήλια και η βασική έλλειψη σεβασμού μεταξύ των δύο χωρών είναι πολύ βαθιές, αλλά παραμερίζονται και από τις δύο για την προώθηση των πραγματιστικών συμφερόντων σε έναν κόσμο όπου και οι δύο πιστεύουν ότι καταπιέζονται και αντιμετωπίζονται με ασέβεια από τη Δύση».
Απαντώντας σε ερώτηση για την Τουρκία, αναφέρει πως το διακύβευμα είναι μεγάλο για την ίδια από την εξέλιξη αυτής της σύγκρουσης. «Η Τουρκία θα πρέπει να ενδιαφέρεται να σταματήσει τη σύγκρουση το συντομότερο δυνατό, τόσο για να περιορίσει τη ζημιά στην Ουκρανία και τη Ρωσία που είναι και οι δύο εταίροι της, όσο και για να σταματήσουν η ζημιά και η αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας».
Σε ό,τι αφορά τη μη συμμετοχή της Τουρκίας στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, υπογραμμίζει πως με την απουσία τους, είναι δύσκολο να δούμε πώς θα ασκηθεί πρόσθετη πίεση στη Ρωσία για να διαπραγματευτεί τον τερματισμό του πολέμου. Παραδέχεται ότι για να επιτευχθεί μια πολιτική διευθέτηση, πρέπει να υπάρχει ένας δρόμος που να επιτρέπει την άρση των κυρώσεων.
Τέλος, αναφορικά με το casus belli της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας αν η χώρα μας ασκήσει τα δικαιώματα τα οποία προβλέπονται από το Δίκαιο της Θάλασσας, η Αμερικανίδα διπλωμάτης καθιστά σαφές πως μια διαμάχη για την άσκηση των δικαιωμάτων σε μια ΑΟΖ δεν πρέπει να καταλήγει σε ένοπλες συγκρούσεις στον 21ο αιώνα και προσθέτει ότι: Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν μια μακρά και δύσκολη ιστορία, αλλά έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος και δεν πρέπει να τη χάσουμε. Ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να μας θυμίζει ότι έχουμε πολλά να χάσουμε και λίγα να κερδίσουμε από τέτοιες ενέργειες. Οταν προκύψει πολιτική βούληση και δεινότητα, μπορεί να επιτευχθεί μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων. Μέχρι τότε, πρέπει να ελπίζουμε ότι η αντιπαράθεση δεν θα εξελιχθεί σε κάτι θλιβερό».
Βιογραφικό
Η Σούζαν Θόρντον αφυπηρέτησε το 2018, με σχεδόν 30 χρόνια εμπειρίας, από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπου είχε ειδικότερη εστίαση στην Ευρασία και στην Ανατολική Ασία. Αυτή τη στιγμή είναι συνεργάτιδα και επισκέπτρια λέκτορας στο Paul Tsai China Center στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ, διευθύντρια του Φόρουμ για την Ασφάλεια Ασίας- Ειρηνικού στην Εθνική Επιτροπή Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής και συνεργάτης στο Brookings Institution.
Μέχρι τον Ιούλιο του 2018, η Θόρντον ασκούσε καθήκοντα αναπληρώτριας γραμματέως για Υποθέσεις Ανατολικής Ασίας και Ειρηνικού στο υπουργείο Εξωτερικών και ηγήθηκε της πολιτικής για την Ανατολική Ασία εν μέσω κρίσεων με τη Βόρεια Κορέα, κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων με την Κίνα και ενός ταχέως μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος. Σε προηγούμενες θέσεις της στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εργάστηκε για την πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, της Κορέας και της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και υπηρέτησε σε ηγετικές θέσεις σε πρεσβείες των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία, τη Ρωσία, τον Καύκασο και την Κίνα.
Αν και πολλοί ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν το μυαλό του, κανείς δεν ξέρει πραγματικά πώς σκέφτεται και με τι θα συμβιβαζόταν σε σχέση με την Ουκρανία.
Ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία θα πρέπει να αποφασίσουν για το ποιος ηγείται της κυβέρνησης της Ουκρανίας.