Κάθε κράτος – μέλος που αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφήνει τη «σφραγίδα» του με γραβάτες, μαντίλια, ομπρέλες, γραφική ύλη…
Η Γερμανία φιλοδοξούσε να ανατρέψει αυτή την «παράδοση», επικαλούμενη το θέμα της βιωσιμότητας.
Η δική της προεδρία ωστόσο έμελλε να εισαγάγει ένα νέο συλλεκτικό αξεσουάρ με το λογότυπό της: την προστατευτική μάσκα. Επιπλέον, κατά την προεδρία της Γερμανίας έμελλε – λόγω των μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας του νέου κορονοϊού – να ανασταλούν και οι σημαντικότερες κατακτήσεις της ενωμένης Ευρώπης.
Στις Βρυξέλλες λέγεται ότι ο θεσμός της κυλιόμενης προεδρίας ξαναβρίσκει λίγη από την παλιά του αίγλη όταν έρχεται η σειρά μιας μεγάλης χώρας, ή όταν η ΕΕ διέρχεται μια σοβαρή κρίση. Κατά το περασμένο εξάμηνο συνέτρεξαν και οι δύο συνθήκες, με αποτέλεσμα, αν μη τι άλλο, να δημιουργηθούν υπερβολικές προσδοκίες σχετικά με τις δυνατότητες του Βερολίνου σε μια συγκυρία σχεδόν υπαρξιακής απειλής για την Ένωση.
Το φιλόδοξο πρόγραμμα του Βερολίνου, στο οποίο κυριαρχούσε η ανάγκη για νέα ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου και περιγράφονταν πολιτικές για μια «ισχυρότερη, καινοτόμο, δίκαιη, βιώσιμη, ασφαλή και ισχυρή» Ευρώπη, έμεινε, λίγο ως πολύ, στα χαρτιά. Η γερμανική προεδρία θα επεδίωκε ασφαλώς την συμφωνία για το νέο επταετές δημοσιονομικό πλαίσιο, αλλά σκόπευε να ρίξει το βάρος της στην στροφή της ΕΕ προς πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, σε μια γενναία μεταρρύθμιση της κοινής αγροτικής πολιτικής και στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με δύο κράτη υποψήφια μέλη.
Για πολλούς αναλυτές, η σφοδρότητα με την οποία χτύπησε την Ευρώπη η πανδημία δεν ανέτρεψε απλώς το, ούτως ή άλλως πολύ εμπροσθοβαρές, πρόγραμμα των Γερμανών. Η ΕΕ θα μπορούσε να είχε ανατιναχτεί στα χέρια τους, σχολιάζει χαρακτηριστικά το περιοδικό Der Spiegel, αναφερόμενο στη διαμάχη για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο.
Η αποτυχία της μαραθώνιας Συνόδου Κορυφής του Ιουλίου, η αντίσταση των «τεσσάρων τσιγκούνηδων» και κατόπιν της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, δεν άφηναν περιθώρια για μεγάλη αισιοδοξία. Η τελική συμφωνία, με τους απαραίτητους – όμως για πολλούς αμφιλεγόμενους – συμβιβασμούς, επετεύχθη την τελευταία στιγμή και παρουσιάστηκε από γερμανικά ΜΜΕ ως «θρίαμβος» της Άγγελας Μέρκελ, η οποία, κατά τη Deutsche Welle, αξιοποίησε ολόκληρο το πολιτικό της βάρος, την εμπειρία της ως η αρχαιότερη αρχηγός κυβέρνησης στην ΕΕ και την οικονομική σημασία της Γερμανίας προκειμένου να αρθούν οι επιφυλάξεις.
Η λέξη θρίαμβος δεν είναι τόσο υπερβολική, αν αναλογιστεί κανείς ότι η ιδέα της δημιουργίας χρέους ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ από την ίδια την ΕΕ θα ακουγόταν πριν από μόλις έναν χρόνο σαν παραλογισμός στο Βερολίνο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Στα «συν» του εξαμήνου δεν μπορεί λοιπόν παρά να καταγραφεί η νέου τύπου αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ, με όλες τις παραφωνίες που είχαν στόχο να αποφευχθεί ο μηχανισμός που διασφάλιζε την προστασία του κράτους δικαίου. Μηχανισμός που, τουλάχιστον ως αρχική του σύλληψη, χρειάστηκε να θυσιαστεί στον βωμό της συνοχής, η οποία ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη ενόψει των καταστροφικών συνεπειών της πανδημίας.
Στα θετικά της γερμανικής προεδρίας, αν και πέρασε «στα ψιλά», λόγω του νέου κορονοϊού, συγκαταλέγεται επίσης η απόφαση για μείωση των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 55% (από 40%) έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Διατηρείται έτσι «ζωντανός» ο στόχος για ΕΕ κλιματικά ουδέτερη έως το 2050.
Αυτή η λογική δεν επικράτησε πάντως στην αγροτική πολιτική. Σύμφωνα με το Spiegel, η υπουργός Αγροτικής Οικονομίας της Γερμανίας, η Γιούλια Κλέκνερ, προχώρησε τις διαπραγματεύσεις σχεδόν σαν να μην υπήρχε η κλιματική κρίση, με αποτέλεσμα, όπως επισημαίνεται, στον μεγαλύτερο βαθμό οι κοινοτικοί πόροι να εξακολουθούν να διατίθενται ανάλογα με το μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, όχι με περιβαλλοντικά κριτήρια. «Η κυρία Κλέκνερ είχε υποσχεθεί αλλαγή του συστήματος και έφερε ακινησία», εκτιμά το γερμανικό περιοδικό.
Στις αποτυχίες της γερμανικής προεδρίας εγγράφεται επίσης – από τους ίδιους τους Γερμανούς αξιωματούχους πολύ περισσότερο – η αδυναμία εισαγωγής νέου πλαισίου για το άσυλο και την μετανάστευση, προτεραιότητα που ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ χαρακτήριζε κορυφαία πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Ο υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μίχαελ Ροτ παραδέχθηκε πριν από λίγες ημέρες ότι το θέμα δεν προχώρησε ικανοποιητικά, επιμέρισε ωστόσο την ευθύνη ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, όπως είπε, καθυστέρησε να καταθέσει τις προτάσεις της, στερώντας έτσι τον απαιτούμενο χρόνο για διαπραγματεύσεις, καθώς και στους γνωστούς απρόθυμους της Ένωσης, οι οποίοι αρνούνται να μοιραστούν το βάρος της μετανάστευσης με χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα και η Ισπανία.
Μια από τις «κορυφαίες» στιγμές της γερμανικής προεδρίας υποτίθεται ότι θα ήταν η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Αλβανία και την Βόρεια Μακεδονία, για την οποία άλλωστε είχε εργαστεί μεθοδικά το Βερολίνο. Η αντίσταση όμως της Βουλγαρίας και η γενικότερη απροθυμία για ανοίγματα σε περίοδο εσωστρέφειας οδήγησαν σε αδιέξοδο. Στο κενό έπεσαν και οι προσωπικές προσπάθειες της καγκελαρίου Μέρκελ να μεταπείσει τους Βούλγαρους.
Άκαρπες φαίνεται πως έμειναν και οι επανειλημμένες προσπάθειες διαμεσολάβησης στην κρίση μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας, με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να περιφρονεί συστηματικά τις παρεμβάσεις της κυρίας Μέρκελ και να συνεχίζει τις προκλήσεις στην ανατολική Μεσόγειο. Στην διάρκεια των προηγούμενων έξι μηνών, κατέστη απολύτως σαφές ότι η καγκελάριος, παρότι αναγκάστηκε να μιλήσει για «προκλητική» συμπεριφορά της Τουρκίας, δεν επιθυμούσε να επιβληθούν αυστηρότερες κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας.
Η στάση της έναντι του Ερντογάν δέχεται έντονη κριτική στο εσωτερικό της Γερμανίας, με την αντιπολίτευση και μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ να ζητούν συνολική αναθεώρηση των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας και Γερμανίας – Τουρκίας και να καλούν να υπάρξει «πάγωμα» των πωλήσεων όπλων στην Άγκυρα. Η εξαγγελθείσα προσπάθεια του Βερολίνου για νέα, εποικοδομητική ατζέντα των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία απέτυχε και επισήμως, παραδέχθηκε πρόσφατα η κυρία Μέρκελ, καταλογίζοντας την ευθύνη στην άλλη πλευρά.
«Θύμα» του κορονοϊού ήταν μεταξύ άλλων και η πολυαναμενόμενη Σύνοδος ΕΕ – Κίνας, η οποία επρόκειτο να γίνει τον Σεπτέμβριο στην Λειψία, με στόχο την προώθηση της επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Στην συνεργασία με το Πεκίνο το Βερολίνο έχει ούτως ή άλλως στηρίξει σημαντικά σχέδια για το μέλλον, τόσο της ΕΕ, όσο και της Γερμανίας. Ματαιώθηκαν ακόμη η Σύνοδος με την Αφρικανική Ένωση και η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης.
Παράγων Άγγελα Μέρκελ
Όταν σχεδίαζε την 13η γερμανική προεδρία, η Άγγελα Μέρκελ είχε σίγουρα στο πίσω μέρος του μυαλού της την επικείμενη αποχώρησή της από την πολιτική, εντός του 2021. Έπειτα από 15 χρόνια στην ηγεσία της ισχυρότερης χώρας της ΕΕ, έχοντας αντιμετωπίσει την τραπεζική κρίση, την κρίση της Ευρωζώνης και την προσφυγική κρίση, θα ήθελε ενδεχομένως μια σημαντική επιτυχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πάντως μάλλον λιγότερο «συναρπαστική» έξοδο.
Το μεταναστευτικό, αν και εξαιρετικά δύσκολο ως προς τις ισορροπίες με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, είχε επιλεγεί ως το «μεγάλο θέμα» της γερμανικής προεδρίας και πολλοί προσέβλεπαν στην επιρροή της ίδιας της καγκελαρίου για την επίτευξη συμφωνίας.
Η πανδημία όμως ανέτρεψε τα πάντα – στις Βρυξέλλες όσο και στο Βερολίνο. Η κυρία Μέρκελ ξαναμπήκε σε «λειτουργία κρίσης», αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά σε αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται στο στοιχείο της.
Στο εσωτερικό, ο χειρισμός της πανδημίας εκτόξευσε και πάλι στα ύψη την δημοτικότητά της. Αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκλήθη να υπερβεί όλα όσα είχε υπερασπιστεί τα προηγούμενα χρόνια. Γερμανία και Γαλλία παρουσίασαν τον Μάιο την πρότασή τους, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «κυματοθραύστη» απέναντι στην καταστροφή και τον πανικό.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πρόσφατα ότι ήταν ευτύχημα το γεγονός ότι την προεδρία του Συμβουλίου ασκούσε η Γερμανία, ενώ η Suddeutsche Zeitung δημοσίευσε την περιγραφή ευρωπαίου διπλωμάτη, ο οποίος αποκάλυψε ότι στις διαπραγματεύσεις όλοι περίμεναν από την κυρία Μέρκελ να δώσει λύση.
Σε σχόλιό της, η εφημερίδα αναφέρεται επίσης στην πίεση που δέχτηκε η καγκελάριος αφενός από την συγκλονιστική κατάσταση στην Ιταλία, αφετέρου από την στάση του Εμανουέλ Μακρόν.
Σε εκείνο το σημείο – καμπή, η Άγγελα Μέρκελ αποφάσισε ότι μια τόσο ιδιαίτερη κρίση δεν μπορούσε να επιλυθεί με τα συνηθισμένα μέσα, σημειώνει η SZ και αναγνωρίζει στην Γερμανίδα πολιτικό ότι «διαθέτει μεγαλύτερο ρεπερτόριο απαντήσεων από τους συναδέλφους της σε ό,τι αφορά το πώς μπορεί να αποτραπεί το βέτο από έναν οικονόμο Βορειοευρωπαίο ή έναν ανατολικοευρωπαίο πρωθυπουργό».
Στην Άγγελα Μέρκελ απομένει περίπου ένας χρόνος στην Καγκελαρία. Η μάχη με την πανδημία, το στοίχημα των εμβολίων και των πολιτικών αποφάσεων για τον περιορισμό της κρίσης αναμένεται να την απασχολούν ως και την τελευταία μέρα της θητείας της.
Μπορεί κανείς να πει με αρκετή βεβαιότητα ότι η παράδοση αύριο της σκυτάλης της προεδρίας της ΕΕ στην Πορτογαλία θα γίνει με αρκετή ανακούφιση…
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ