Την ανθρωπογεωγραφία του σημερινού Ελληνα της μετα-καπιταλιστικής χαμέρπειας, της τσαλαπατημένης μαγκιάς και της ξοφλημένης κουτοπονηριάς αποτυπώνει ο Δημήτρης Κεχαϊδης στο «Τάβλι», έργο του 1972, που όμως φαίνεται τόσο σημερινό. Τι σκέφτονται άραγε οι δυο ήρωες του έργου, ο Φώντας και ο Κόλλιας; Ο Ντίνος Ποντικόπουλος και ο Θοδωρής Σκυφτούλης μας μιλούν εξ ονόματος των δυο ηρώων που ερμηνεύουν στην μπεκτικής ατμόσφαιρας παράσταση που σκηνοθέτησε η Δανάη Σπηλιώτη. Η παράσταση αφού παίχτηκε σε καφενεία της περιφέρειας και ολοκλήρωσε ένα κύκλο παραστάσεων στο Καφενείο Εξαρχειώτης, εδώ, στην Αθήνα, συνεχίζει από τη Δευτέρα 13/1 τις παραστάσεις στο καφενείο «Η Μουριά».
Θοδωρής Σκυφτούλης-Κόλλιας
“ Είμαι ο Κόλλιας και προσπαθώ εδώ και χρόνια να γράψω ένα βιβλίο για την Κατοχή. Πουλάω λαχεία αλλά κάνω και πολλές βόλτες στην Αθήνα. Θα με βρείτε στο αεροδρόμιο να υποδέχομαι τον Καραμανλή, θα με βρείτε στην ιστορική συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος να αποθεώνω τον Αντρέα. Κυκλοφορούσα στη Σοφοκλέους πριν κλείσει και μεταφερθεί αλλού το χρηματιστήριο. Θα με βρείτε στα γραφεία επιδοτήσεων για κάτι σχέδια που σκεφτόμασταν με τον γαμπρό μου, τον Φώντα.”
Είναι άνθρωποι αναγνωρίσιμοι μέσα στην κοινωνία. Οι χαρακτήρες τους περικλείουν όλο το φάσμα των ανθρώπινων αδυναμιών. Φανερώνεται η σκοτεινή πλευρά τους, είναι διαλυμένοι αλλά φλέγονται να κάνουν μπίζνα. Αποκαλύπτεται η ζωώδης διαστάση του ατόμου απέναντι στην ίδια την ζωή και αν μη τι άλλο αυτό είναι γοητευτικό. Το έργο διαπερνά όλη την πορεία του Νεοέλληνα έως σήμερα. Το “Τάβλι” σίγουρα δεν το αντιμετωπίσαμε ως μια ηθογραφία δύο κακομοίρηδων, που παλεύουν να ζήσουν. Αυτοί οι τύποι από το πρώτο δευτερόλεπτο έχουν αρπάξει φωτιά και τίποτα δεν τους σταματά. Θεωρώ ότι το “Τάβλι” δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ελαφριά κωμωδιούλα δύο καταφερτζηδων. Είναι μια βαθιά και σκοτεινή ενδοσκόπηση του θηρίου που κρύβει ο άνθρωπος. Γελάς με αυτούς όχι από συμπάθεια και συμπόνια, γελάς για τις ακραίες θέσεις και σκέψεις που έχουν, για τις συμπεριφορές τους που είναι αναγνωρίσιμες και τρομάζουν. Είναι ένα ντοκιμαντέρ για τον Νεόφτωχο Νεοέλληνα, που μου θυμιζει πολύ την ταινία «Αυτή η νύχτα μένει» του Παναγιωτόπουλου. Είναι μια διαδρομή στον πυρήνα της κοινωνίας μας.
Ντίνος Ποντικόπουλος-Φώντας
“ Γεια σας! Είμαι ο Φώντας κι έχω ένα όνειρο, να γίνω μέγας. Μέγας επιχειρηματίας. Να φτιάξω όνομα στην κοινωνία. Είχα πολλές ιδέες, να εκτρέφουμε γουρούνια, να πουλάμε σωλήνες, αλλά δεν είχαμε τη… συρμαγιά να γίνει η δουλειά. Αλλά τώρα, έχουμε τον Συμεωνίδη, θα τον κάνει η Καλλιοπίτσα τελατίνη. Αρκεί να δώσει το πράσινο φως ο Κόλλιας. Κι όλα θα γίνουν αλλιώτικα. Θα την πιάσουμε την καλή, σας λέω. Το πουλί πετάει μια φορά. Σήκωσες το όπλο και το πυροβόλησες. Δεν το πυροβόλησες; Μια ζωή φτωχός! Ψωριάρης! Και να σας πω! Να’ ρθείτε στη Μουριά να μας καμαρώσετε. Θα’ χει μέσα την κουζίνα να δουλεύει, θα σπάει τον πάγο, να’ ρθει ο κόσμος να πιει τσίπουρο, να γελάσει. Θα πάει να βάλει στο κουτί να γεμίσει απάνου, να βαρέσει απ’ έξω τους τουρίστες. Δε θα’ χετε καμία υπόνοια. Θα’ ναι όλα κομπλέ. Κακακακακα… το χρήμα”.
Τα γοητευτικά στοιχεία του Φώντα είναι η ασταμάτητη ανάγκη του για περιπέτεια, η ευρηματικότητά του και η δύναμή του να ονειρεύεται και να εμπνέει. Υπάρχουν βέβαια και οι σκοτεινές πλευρές ενός καταπιεσμένου ανθρώπου, που μπορεί πολύ εύκολα να γίνει ο ίδιος καταπιεστής. Πολλά από αυτά τα στοιχεία των ρόλων υπήρξαν στοιχεία του Νεοέλληνα μικροαστού που διαμόρφωσε τη σημερινή Ελλάδα.
ΠΗΓΗ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ / Από την Μαρία Κρύου
Φωτογραφία ΑΠΕ-ΜΠΕ