Εκτός πολικής δίνης, που προκάλεσε πέρσι έναν πολύ κρύο χειμώνα στην Ελλάδα και φέτος πολύ χαμηλές θερμοκρασίες στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, έμεινε αυτό το χειμώνα η χώρα μας, με αποτέλεσμα ο καιρός σε αυτή τη χρονική περίοδο να χαρακτηρίζεται ήπιος και σχετικά ξηρός. Βέβαια, όπως αναφέρει ο καθηγητής Θεόδωρος Καρακώστας, διευθυντής του Εργαστηρίου Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το φαινόμενο της πολικής δίνης είναι πολύ σπάνιο.
Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να είναι σχετικά συχνό, αν λάβει υπόψιν του κανείς ότι επηρέασε τις ΗΠΑ το 2014, την Ευρώπη και την Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2017 και φέτος την Κεντρική Ευρώπη κυρίως. Εξηγώντας το φαινόμενο από το οποίο «γλίτωσε» αυτή τη φορά ο ελλαδικός χώρος, ο κ. Καρακώστας σημειώνει ότι ο όρος πολική δίνη περιγράφει, ουσιαστικά, τις πολύ ψυχρές αέριες μάζες που στροβιλίζονται στην αρκτική περιοχή, στο Βόρειο Πόλο.
«Ο Πολικός Αεροχείμαρρος γενικά περιορίζει τις αέριες μάζες να κινηθούν προς τα νότια. Κάτω από πολύ εξαιρετικές συνθήκες, νότιες θερμές αέριες μάζες μεταφέρονται προς την αρκτική περιοχή, πιέζοντας τον πολικό αεροχείμαρρο σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργηθεί «χαοτική» κατάσταση στην κίνηση της πολικής δίνης. Το αποτέλεσμα είναι ο εκτροχιασμός της από την κανονική της πορεία, όπως ακριβώς ένα ποδήλατο ή ένα αυτοκίνητο την ώρα που προσπαθεί να πάρει μια κλειστή στροφή, και ξεφεύγει από την πορεία του και εκτροχιάζεται λόγω της φυγόκεντρου δύναμης» προσθέτει.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι αυτό συνέβη πέρσι (τον Ιανουάριο του 2017) και στην Ελλάδα, όπου σημειώθηκε έντονος παγετός και η χώρα μπήκε στην «κατάψυξη». Μάλιστα, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, καταγράφηκε ρεκόρ ολικού παγετού (θερμοκρασία συνεχώς κάτω από το μηδέν) για πέντε συνεχείς μέρες, από το 1930, δηλαδή από τότε που υπάρχουν μετρήσεις του Μετεωρολογικού σταθμού του ΑΠΘ.
«Φέτος, ο εκτροχιασμός της πολικής δίνης επηρέασε τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη, όπου καταγράφηκαν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και χιονοπτώσεις, αλλά δεν έφτασε στην Ελλάδα» λέει ο κ. Καρακώστας και διευκρινίζει ότι το φαινόμενο αυτό, μεταξύ άλλων, έχει κάποιες επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή με την έννοια ότι αποδυναμώνεται σταδιακά ο ψυχρός αέρας στον Βόρειο Πόλο.
«Επιπρόσθετα, η Αρκτική περιοχή είναι ένα από τα ταχύτερα θερμαινόμενα μέρη του πλανήτη στη Γη. Οι θερμοκρασίες αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα (περίπου δύο φορές πιο γρήγορα) από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Καθώς η ατμόσφαιρα θερμαίνεται, η παγοκάλυψη της Αρκτικής συρρικνώνεται. Μάλιστα, έχει εκτιμηθεί ότι από το 1978 έως και σήμερα συρρικνώθηκε έως και 10-12%. Ετσι λοιπόν, καθώς η επιφάνεια του πάγου μικραίνει, μικρότερη ποσότητα της ενέργειας του ήλιου αντανακλάται λόγω της λευκαύγειας (albedo), και από την άλλη μεριά μεγαλύτερη ποσότητα της θερμότητας απορροφάται από τον Αρκτικό Ωκεανό (μικρότερη λευκαύγεια)» λέει χαρακτηριστικά.
Ηπιος και ξηρός ο φετινός χειμώνας
Στο μεταξύ, ο φετινός χειμώνας ήταν σχετικά θερμοκρασιακά ήπιος και σχετικά ξηρός και σε σχέση με το μέσο χειμώνα της περιόδου αναφοράς 1961-1990, παρουσίασε μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 2,4 βαθμούς Κελσίου. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ο υδράργυρος έπεσε κάτω από το μηδέν μόνο στις 25 και 26 Ιανουαρίου και μάλιστα διαμορφώθηκε στους -0,6 βαθμούς Κελσίου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ, Θεόδωρο Καρακώστα, η διαφοροποίηση των τριών μηνών του χειμώνα δεν ήταν μεγάλη. Θα πρέπει όμως να τονιστεί η συνεισφορά του Δεκεμβρίου του 2017 ως προς τη μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία, δηλαδή στις θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας, που ήταν αρκετά ανεβασμένες. Ως παράδειγμα, στις πρώτες τρεις ημέρες του Δεκεμβρίου, καθώς και στις 15 και 16 του ίδιου μήνα, είχαμε θερμοκρασίες γύρω στους 20ο C, ενώ από τις 24 έως και τις 29 Δεκεμβρίου, δηλαδή την περίοδο των Χριστουγέννων, γύρω στους 15ο C, δηλαδή αρκετά υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες. Η συνεισφορά του Φεβρουαρίου στη μέση θερμοκρασία, από την άλλη μεριά, ήταν ως προς τις ελάχιστες θερμοκρασίες, δηλαδή τις όχι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της νύχτας. Για παράδειγμα, τις πρώτες οκτώ ημέρες του μήνα η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν πάνω από 8 βαθμούς Κελσίου. Μάλιστα, στις 4 Φεβρουαρίου έφτασε τους 12 βαθμούς Κελσίου.
Από πλευράς βροχοπτώσεων, ο φετινός χειμώνας στη Θεσσαλονίκη ήταν σχετικά ξηρός, παρουσιάζοντας ένα έλλειμμα βροχόπτωσης, ως προς τη μέση τιμή της περιόδου 1961-1990, κατά 25%. «Οι μήνες Δεκέμβριος και Ιανουάριος ήταν πολύ ξηροί μήνες. Η συνεισφορά τους στο φετινό χειμώνα έφθασε μόνο στο 30 με 35%. Από την άλλη μεριά, ο Φεβρουάριος ήταν πολύ υγρός, καλύπτοντας το μέσο όρο κατά 1,7 φορές (περίπου διπλάσιος του μέσου όρου του μήνα). Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικά έντονες βροχοπτώσεις στις 12 Φεβρουαρίου, καθώς και της περιόδου 25-28 Φεβρουαρίου, με αντίστοιχα ποσά 23 και 27 χιλιοστά» προσθέτει ο κ. Καρακώστας.
Π. Γιούλτση