«Τόσες γυμνές ψυχές μαζεμένες…»
Απ’ όλα τα τσιτάτα του κειμένου είναι ίσως η μόνη πικρή αλήθεια που δικαιολογεί απόλυτα την όποια διαχρονικότητα του έργου, κοντά 90 χρόνια μετά. Γιατί στην πραγματικότητα, πέρασαν πολλά χρόνια από το 1948, όταν ο οργισμένος 19χρονος Βρετανός Τζον Οσμπορν αποτύπωνε τον θυμό του σ’ ένα θεατρικό σενάριο υπό τον τίτλο «Κοίτα πίσω οργισμένος». Τότε, εκτός από τη βαθιά ανάσα ελευθερίας που απολάμβανε ο κόσμος μετά τον β’ μεγάλο πόλεμο, ένιωθε ζωηρό τον χτύπο στη φλέβα της Οκτωβριανής Επανάστασης, ζωηρό και τον άλλο στη φλέβα της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Αλλά έκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι…
Σήμερα, ύστερα από τις πάμπολλες αλλαγές ενός διαρκώς εξελισσόμενου κόσμου, η ανάγκη για σεξουαλική απελευθέρωση τακτοποιήθηκε και με το παραπάνω. Η δε ταξική πάλη, ως «εργαλείο» ανύψωσης ψυχών και μυαλών, μοιάζει με φάντασμα από το μακρινό παρελθόν, ανίσχυρο να εμπνεύσει νέους ανθρώπους. Είναι η ιστορία, που χώνει στο χρονοντούλαπό της ιδέες, που έσφιγγαν άλλοτε αποφασιστικά τις γροθιές των νέων. Που γεννούσαν αντίδραση, και θυμό, και επανάσταση. Γιατί άλλες είναι σήμερα οι ανησυχίες των νέων. Αλλες οι πάλες τους.
Από μια αναμέτρηση με τον εαυτό του, από μια διαρκή αντιπαράθεση με τους δαίμονές του κατατρύχεται ο σημερινός νέος, γιατί αναζητεί τη δική του αναφορά, το δικό του πεδίο δράσης και δημιουργίας στον χωροχρόνο και δυσκολεύεται να το βρει.
Παρότι κείμενο ελαφρώς παλιομοδίτικο στην κεντρική του ιδέα, μέσα από τις αράδες των «Οργισμένων Νιάτων» του Οσμπορν -τις «πειραγμένες», ευτυχώς, από τη σκηνοθέτη- μπορεί κανείς να βρει παράθυρα. Να αλιεύσει σύγχρονες αναφορές και να δέσει τον μίτο του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον. Γιατί πράγματι, όπου υπάρχουν «γυμνές ψυχές μαζεμένες», ακόμη συντελούνται πράγματα. Δίνονται μάχες σώμα με σώμα (ή μάλλον ψυχή με ψυχή), ταυτοποιούνται ελλείμματα, καυτηριάζονται προβληματικές συμπεριφορές, αναζητούνται ή «προκαλούνται» λύσεις.
Η παράσταση των Οργισμένων Νιάτων που σκηνοθέτησε η Κίρκη Καραλή και εξελίσσεται στη σκηνή του Olvio είναι μία έντιμη δουλειά, με θαυμάσιους διεκπεραιωτές. Στο λειτουργικό σκηνικό του Αγγελου Μέντη, όσο οι μέρες «τρέχουν», η ένταση της νεανικής φόρας «διατρέχει» πόλεις (Σικάγο, Παρίσι, Μιλάνο, Αθήνα, Μόσχα, Βερολίνο), όπου γίνονται αλλαγές μέσα κι έξω από τους ήρωες και αποκαλύπτονται σε όλο τους το μεγαλείο οι δαίμονες του καθενός από τους τέσσερις νέους επί σκηνής.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ