«..Χριστούγιαννα, Χριστούγιαννα, τώρα Χριστός γεννιέτι, γιεννιέτι κι ανατρέφετι στο μέλι και στο γάλα…»
Παραμονή Χριστουγέννων και σχεδόν αχάραγα, οι μικροί καλαντιστές ανά ομάδες επικοινωνούν το μήνυμα της γέννησης του Χριστού, επισκεπτόμενοι κάθε σπίτι στις γειτονιές των χωριών του Έβρου.
«Κόλιαντα μπάμπου τσιτσί», ήταν η φράση που ηχούσε από τα ξημερώματα, την παραμονή των Χριστουγέννων, με τους μικρούς καλαντιστές να τραγουδούν τα κάλαντα και τις νοικοκυρές να τους προσφέρουν κυρίως στρόγγυλα κουλουράκια, τα οποία περνούσαν σ’ ένα μακρόστενο ξυλάκι, την κολιαντίνα, αλλά και σύκα και καρύδια που στην πάροδο των ετών, αντικαταστάθηκαν από χρήματα και γλυκίσματα.
Το βράδυ, τη σκυτάλη των καλάντων έπαιρναν, σύμφωνα με τον Γιώργο Ζιώγα, χοροδιδάσκαλο του πολιτιστικού συλλόγου παραδοσιακών χορών “ο Έβρος”, τα παλικάρια, αρραβωνιασμένα και νιόπαντρα, που με τα όργανα γύριζαν κι έλεγαν τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, ακόμη κι αν έπρεπε να καλαντίζουν δύο ή και τρεις ημέρες, αν το χωριό ήταν μεγάλο. Ποτέ δεν έλεγαν τα κάλαντα έξω από το σπίτι αλλά μόνο μέσα σε αυτό και παρουσία της οικογένειας, καθώς οι στίχοι αναφέρονταν αρχικά στη γέννηση του Χριστού και συνέχιζαν με παινέματα, με το περιεχόμενό τους να διαφοροποιείται από χωριό σε χωριό και προσαρμοσμένο στην κάθε οικογένεια που επισκέπτονται οι καλαντιστές, καθώς γίνονται αναφορές σε νεογέννητα, σε ηλικιωμένους που ασθενούν, ή σε μέλος της οικογένειας που είναι σε ηλικία γάμου. Εάν δεν τους άνοιγαν σε κάποιο σπίτι, τότε οι στίχοι ήταν σκωπτικοί. Η παραμονή των Χριστουγέννων, είναι και η μέρα θυσίας του χοίρου που ακόμη και τώρα πολλές οικογένειες στα χωριά κυρίως του βόρειου Έβρου, μεγαλώνουν στο σπίτι τους. Σήμερα βέβαια το μόνο που χρησιμοποιούν είναι το κρέας, που παλαιότερα έδινε τροφή στην οικογένεια καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Τότε το λίπος του ζώου θ’ αντικαθιστούσε το λάδι, από τις τρίχες του θα γίνονταν βούρτσες, από το δέρμα τσαρούχια και το έντερό του θα χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή των λουκάνικων.
Στο τραπέζι, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, οι γυναίκες εξακολουθούν να φροντίζουν να υπάρχουν τα «εννιά φαϊά» (εννέα φαγητά), όσοι και οι μήνες της κύησης της Παναγιάς και όλα νηστίσιμα. Το κυρίως φαγητό ήταν, σύμφωνα με τον κ. Ζιώγα, λάχανο τουρσί με φασόλια, ενώ δεν έλειπε το ψωμί, το κρεμμύδι, το μέλι, το σαραγλί, το καρπούζι ή το πεπόνι (που τα κρατούσαν στα άχυρα), αλλά και «βαρβάρα», καθώς συμπίπτει με τα 20ημερα της Αγίας Βαρβάρας. Το κάθε ένα από τα φαγητά έχει το δικό του συμβολισμό (το καρπούζι μεγάλη παραγωγή όσα και τα σπόρια του, το κρασί για να προοδεύσει η οικογένεια όπως αναπτύσσεται η κληματαριά κ.ο.κ.). Στο τραπέζι υπήρχε πάντα ένα μπουκάλι κρασί, που όμως δεν έπινε κανείς, λόγω της αυστηρής νηστείας και γιατί την επομένη η οικογένεια θα κοινωνούσε, ενώ όλοι θα πρέπει να φάνε και από τα εννέα φαγητά. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής μεταξύ των εδεσμάτων, το χριστόψωμο, για την προετοιμασία του οποίου η νοικοκυρά βάζει όλη της την τέχνη καθώς πρόκειται για ζυμωτό ψωμί διακοσμημένο με παραστάσεις από την αγροτική παραγωγή (δέμα από σιτάρι, έναν ζυγό εφ’ όσον υπάρχουν ζώα ή και το ίδιο το ζώο). Στο νηστίσιμο αυτό τραπέζι οι συνδαιτυμόνες ζητούν ο ένας από τον άλλο συγχώρεση και η οικοδέσποινα θυμιατίζει τα φαγητά πριν καταναλωθούν. Όταν τελειώσει το δείπνο, το εναπομείναν ψωμί τυλίγεται με μία μεσάλα (υφαντό ύφασμα) και αυτό θα τρώνε επί τρεις ημέρες. Σε κάποια χωριά τα μέλη της οικογένειας πιέζουν με το χέρι τους προς τα κάτω τον «μπόγο» με το ψωμί καθώς ο μικρότερος σε ηλικία το σηκώνει και ρωτάνε όλοι μαζί «τι σηκώνεις;» για να πάρουν την απάντηση «μάλαμα» και αυτό γίνεται τρεις φορές, οπότε και του επιτρέπουν να σηκώσει το ψωμί από το τραπέζι.
Ανήμερα της γέννησης του Χριστού, με τη λήξη της νηστείας της Σαρακοστής, στο εορταστικό τραπέζι υπάρχει κότα, συνήθως μαγειρεμένη με λάχανο τουρσί, γιατί το συγκεκριμένο πουλερικό σκαλίζει το χώμα προς τα πίσω, όπως προς τα πίσω θα μείνει, εντός των επόμενων ημερών, και ο παλιός χρόνος.
Η περίοδος του Δωδεκαημέρου, που αρχίζει από την παραμονή των Χριστουγέννων και τελειώνει την παραμονή των Θεοφανείων, ήταν πάρα πολύ σημαντική από άποψη εθιμικής και λαογραφικής παρουσίας των κατοίκων των χωριών της Θράκης, κυρίως στο βόρειο τμήμα του Έβρου. Σχεδόν σε όλα τα χωριά του νομού, εξακολουθούν να υπάρχουν ομάδες καλαντιστών που μεταμφιεσμένοι (έθιμα της «Καμήλας», του «Πουρπούρη», του «Αράπη» και του «Μπαμπούσιαρου»), περιφέρονται σε όλες τις γειτονιές αυτοσχεδιάζοντας. Οι μεταμφιέσεις του 12ημέρου, συνδέονται με την έκκληση των γεωργών για γονιμότητα. Άνδρες μεταμφιεσμένοι με προβιές, ή κάπα τσομπάνη, με μάσκα από νεροκολοκύθα το πρόσωπο και κουδούνια στη μέση, πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, συνοδεία νέων του χωριού και εύχονταν για την καλή σοδειά της άνοιξης.
Στο πέρασμα των χρόνων, οι Εβρίτες εξακολουθούν να διαφυλάττουν όλα εκείνα που θεωρούν σημαντικά, τις παραδόσεις που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, τα αρώματα, τις εικόνες και τους ήχους που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς τους.
«..Χριστούγιαννα, Χριστούγιαννα, τώρα Χριστός γεννιέτι, γιεννιέτι κι ανατρέφετι στο μέλι και στο γάλα…».
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ Λ. Παπαδημητρίου
Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ