Η καλή δημοσιονομική επίδοση συνεχίζεται και το 2018, όπως προκύπτει από τα πρώτα στοιχεία που δείχνουν υψηλότερα πλεονάσματα τον Ιανουάριο του 2018 συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2017, διαπιστώνει στην τριμηνιαία έκθεση του για την ελληνική οικονομία το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ).
Οι προβλέψεις του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου σηματοδοτούν την υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 έναντι 3,3% το 2017.
Στην έκθεση καταγράφεται η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων – τον Ιανουάριο περιορίστηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα ( 3,6%) – απόρροια της ενίσχυσης της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας, την οποία κατέδειξε και η αναβάθμισή της από τους οίκους αξιολόγησης. Σ’ αυτό εκτιμάται ότι συνέβαλε και η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4% το 2017, για δεύτερη φορά μετά το 2008.
Το ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει επίσης ότι «το «μαξιλάρι ασφαλείας», όπως αποκλήθηκε, μπορεί να συμβάλλει στην περαιτέρω εδραίωση της εμπιστοσύνης και σε μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς την ικανότητα χρηματοδότησης των αναγκών της ελληνικής οικονομίας στη μετά μνημόνιο εποχή».
Αναλυτικότερα στην έκθεση του ΕΔΣ μεταξύ άλλων επισημαίνονται τα ακόλουθα:
– «Τα πρώτα στοιχεία του 2018 δείχνουν ότι η καλή δημοσιονομική επίδοση συνεχίζεται αφού τόσο σε επίπεδο ΚΠ όσο και ΓΚ εμφανίζονται υψηλότερα πλεονάσματα σε σχέση µε τον Ιανουάριο του 2017. Ενθαρρυντικό είναι επίσης ότι τα έσοδα του ΠΔΕ αυξήθηκαν σημαντικά ήδη από τον πρώτο μήνα του έτους, τόσο σε σχέση µε πέρυσι όσο και ως προς τον στόχο».
– «Η απόδοση ελληνικού και γερμανικού 10ετούς ομολόγου Δημοσίου δείχνει τάση σταθερής αποκλιμάκωσης, κατά τη διάρκεια του 2017 µε την πτώση της απόδοσης να ξεπερνάει τις 300 μονάδες βάσης και να διαμορφώνεται πλέον λίγο πάνω από το 4%. Τον Ιανουάριο του 2018 καταγράφηκαν ιστορικά χαμηλές αποδόσεις οι οποίες άγγιξαν το 3,6%. Η σημαντική αυτή αποκλιμάκωση συνεπικουρήθηκε από την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελληνικής οικονομίας από διεθνείς οίκους αξιολόγησης στις αρχές του 2018. O οίκος Standard & Poor’s αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στη βαθμίδα Β από Β- και ακολούθησαν οι οίκοι Fitch, σε Β από Β- και Moody’s σε Β3 από Caa2. Επιπλέον, στις 8/2/2018 πραγματοποιήθηκε επιτυχημένη έξοδος στη διεθνή κεφαλαιαγορά µε έκδοση επταετούς ομολόγου από την οποία το ελληνικό Δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ, µε απόδοση 3,5%.
Η κυβερνητική πολιτική προβλέπει ότι ο δανεισμός από τη διεθνή κεφαλαιαγορά μέχρι τον Αύγουστο του 2018, οπότε λήγει το 3ο πρόγραμμα δανειακής διευκόλυνσης, θα αξιοποιηθούν για τη διαμόρφωση ενός «ταμειακού αποθέματος ασφαλείας» (cash buffer) που κρίνεται αναγκαίο. Το «μαξιλάρι ασφαλείας», όπως αποκλήθηκε, μπορεί να συμβάλλει στην περαιτέρω εδραίωση της εμπιστοσύνης και σε μεγαλύτερη ασφάλεια ως προς την ικανότητα χρηματοδότησης των αναγκών της ελληνικής οικονομίας στη μετά μνημόνιο εποχή».
– «Ο στόχος για μηδενικές ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις έως τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους απαιτεί εντατικοποίηση των προσπαθειών για την πλήρη εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου και την αποφυγή συσσώρευσης νέων».
– «Τη μεγαλύτερη συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ είχαν οι επενδύσεις: αύξηση του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου κατά 9,6% και του συνολικού κεφαλαίου κατά 15,7%. Η αύξηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στον «εξοπλισμό μεταφορών», ενώ οι κατηγορίες «κατοικίες» και «άλλες κατασκευές» (κυρίως ΠΔΕ) κατέγραψαν πτώση. Προβληματισμό προκαλεί η σχεδόν μηδενική συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στην αύξηση του ΑΕΠ, γεγονός που συνδέεται µε την πίεση που ασκούν στα νοικοκυριά οι ασφαλιστικές και φορολογικές τους υποχρεώσεις. Με δεδομένο ότι η ιδιωτική κατανάλωση αποτελεί σχεδόν το 70% του ΑΕΠ είναι αναγκαία η ανάκαμψή της για να επιτευχθούν ακόμα υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στο μέλλον. Σημαντική άνοδο κατά 6,8% κατέγραψαν οι εξαγωγές, κυρίως λόγω της αύξησης εξαγωγών υπηρεσιών (κατά βάση τουρισμός). Ακόμη υψηλότερη ήταν η άνοδος των εισαγωγών (+7,2%) µε αποτέλεσμα η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ το 2017 να είναι αρνητική κατά περίπου 5,1 δισ. ευρώ».
– «Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 20,8% τον Δεκέμβριο του 2017 ένα επίπεδο κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο σε σχέση µε ένα χρόνο πριν (Δεκέμβριος 2016). Ωστόσο, ο
ρυθμός της μείωσης του ποσοστού ανεργίας από μήνα σε μήνα φαίνεται να φθίνει προς το τέλος του 2017. Το Δ’ τρίμηνο του 2017 ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 3.736.333 άτομα και των ανέργων σε 1.006.844 άτομα».
– «Κατά το 2017, οι προσλήψεις εργαζομένων µε σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ανήλθαν σε 2.400.398. Από την άλλη πλευρά, οι απολύσεις/αποχωρήσεις ανήλθαν σε
2.256.853, εκ των οποίων 1.281.388 αφορούσαν καταγγελίες συμβάσεων αορίστου χρόνου ή λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου και 975.465 οικειοθελείς αποχωρήσεις. Κατά συνέπεια, το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης βελτιώθηκε σε σχέση µε το 2016 κατά 7.285 και διαμορφώθηκε σε 143.545 νέες θέσεις εργασίας, οι οποίες αποτελούν την υψηλότερη ετήσια επίδοση των τελευταίων ετών. Η θετική αυτή εικόνα διατηρείται και στην αρχή του 2018, καθώς το ισοζύγιο του πρώτου διμήνου εμφανίζεται βελτιωμένο σε σχέση µε το «αντίστοιχο περυσινό διάστημα κατά 4.965 θέσεις εργασίας».
– Σε μέση τριμηνιαία βάση, ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών στη Βιομηχανία σημείωσε αύξηση το τελευταίο τρίμηνο του 2017, μετά από δύο τρίμηνα συνεχόμενης πτώσης, ξεπερνώντας τα
επίπεδα της αρχής του έτους. Η βελτίωσή του οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των πωλήσεων αγαθών και υπηρεσιών των μεταποιητικών βιομηχανιών. Παράλληλα, ο Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής δείχνει ανοδική πορεία της παραγωγής για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο στους τέσσερεις βιομηχανικούς κλάδους, Ορυχεία – Λατομεία, Ηλεκτρισμός, Παροχή Νερού, Μεταποιητικές Βιομηχανίες και ιδίως στους δύο πρώτους».
– «Την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2017, το πρωτογενές πλεόνασμα της ΓΚ, σε ταμειακή βάση, ανήλθε σε 3,3% του ΑΕΠ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,8% του
ΑΕΠ, την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Η βελτίωση του ταμειακού αποτελέσματος της ΓΚ οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των δαπανών της ΓΚ (-1,4%) η οποία αντιστάθμισε την μείωση
των εσόδων (-0,6%). Στο σκέλος των δαπανών της ΓΚ, τη μεγαλύτερη μείωση κατέγραψαν οι δαπάνες για αγορές µη χρηματοοικονομικών παγίων, καθώς και οι δαπάνες για κοινωνικές
παροχές και ειδικότερα για συντάξεις. Στο σκέλος των εσόδων της ΓΚ, μείωση εμφάνισαν οι εισπραχθείσες μεταβιβάσεις και τα φορολογικά έσοδα. Αντίθετα, οι αυξημένες εισπράξεις από
ασφαλιστικές εισφορές και πωλήσεις µη χρηματοοικονομικών παγίων (κυρίως έσοδα από την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport) συντέλεσαν στην
συγκράτηση της πτώσης των εσόδων σε σχέση µε το 2016. Η μείωση τόσο των εισπραχθεισών μεταβιβάσεων, όσο και των αγορών µη χρημ/κων παγίων προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από
ταμειακές υστερήσεις που κατέγραψε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αφού σε επίπεδο Κρατικού Προϋπολογισμού τόσο οι δαπάνες όσο και τα έσοδα του ΠΔΕ ήταν μειωμένα σε σχέση µε το 2016 κατά 338 εκατ. ευρώ και 1.729 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Σημαντική συνεισφορά στο θετικό ταμειακό πρωτογενές αποτέλεσμα της ΓΚ είχαν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) οι οποίοι κατέγραψαν πολύ υψηλότερο πλεόνασμα από το προβλεπόμενο στην Εισηγητική Εκθεση του Προϋπολογισμού 2018. Με δεδομένο ότι, μεταξύ άλλων, οι απλήρωτες οφειλές των ΟΚΑ αλλά και του συνόλου της ΓΚ ακολούθησαν το 2017 σημαντική καθοδική πορεία αναμένεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της ΓΚ σε όρους Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (ΣΧΔ) θα υπερβεί το ταμειακό και ενδέχεται να ξεπεράσει το 3,5% του ΑΕΠ».
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ