Αδύναμο το εκπαιδευτικό σύστημα να διαχειριστεί την προσφορά – ζήτηση εργασίας
Η Ελλάδα συνδυάζει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό απορρόφησης από την αγορά εργασίας, γεγονός που συνετέλεσε, μεταξύ άλλων παραγόντων, στο φαινόμενο του brain drain, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Παναγιώτης Καπόπουλος, διευθυντής της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της πρόσφατης μελέτης της τράπεζας με θέμα «Αποτελεσματικότητα του Εκπαιδευτικού Συστήματος και Μακροχρόνιος Ρυθμός Ανάπτυξης: Η Σημασία των Επενδύσεων στη Γνώση και την Ανάπτυξη Δεξιοτήτων».
Πέραν της μακροχρόνιας ύφεσης, σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην χώρα μας διαδραμάτισε και η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος ως μηχανισμού αντιμετώπισης των αναντιστοιχιών στην προσφορά και ζήτηση δεξιοτήτων. Το περιεχόμενο των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει, συνεπώς, να συμπεριλάβει την περαιτέρω ενίσχυση της διασύνδεσης της μετα-δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, αντιμετωπίζοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα της αντιστοίχισης των δεξιοτήτων των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας με τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες μιας εξωστρεφούς ελληνικής οικονομίας. Τούτο θα οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών απορρόφησης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας, αποδυναμώνοντας, παράλληλα, τις τάσεις εκροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Οικονομική κρίση και ανθρώπινο δυναμικό
Οπως επισημαίνεται στη μελέτη η δεκαετής οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε τρεις δυσμενείς συνέπειες που επηρέασαν άμεσα οικονομίας, το ανθρώπινο κεφάλαιο:
– Την τάση εκροής εξειδικευμένου ανθρωπίνου δυναμικού (brain drain)
– Την αποδυνάμωση του φυσικού παγίου κεφαλαίου της χώρας που είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση της παραγωγικότητας της εργασίας, αφού το ανθρώπινο κεφάλαιο συνδυάζεται με χαμηλότερης ποιότητας κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.
– Τις περικοπές των δημοσίων δαπανών, οι οποίες επέτειναν περαιτέρω τις χρόνιες, δομικές αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος .
Ευρώπη και Ελλάδα
Η συσχέτιση μεταξύ του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιόδου 2013-2017 και των αναμενόμενων ετών εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, από το νηπιαγωγείο έως και τις διδακτορικές σπουδές, για διάφορες χώρες της Ευρώπης είναι θετική και επιβεβαιώνει ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας μακροχρόνια.
Η σχέση των δύο μεγεθών δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη: Οσο περισσότερη και ποιοτικότερη είναι η εκπαίδευση που παρέχεται, τόσο ενισχύεται η ανάπτυξη και όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη υπάρχει, τόσο περισσότερο βελτιώνεται η εκπαίδευση.
Οπως αναφέρεται στην μελέτη, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πάνω από τη γραμμή βρίσκονται χώρες της βόρειας Ευρώπης με υψηλό βιοτικό επίπεδο, όπως η Γερμανία, η Ελβετία, η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Εξ αυτών, πολύ καλή επίδοση σημειώνει η Νορβηγία, της οποίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε σε 67,9 χιλ. ευρώ (μέσος όρος) τη χρονική περίοδο 2013-2017, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των ετών εκπαίδευσης ήταν 18,2.
Η Ελλάδα, όπως αναφέρεται στην μελέτη, σε όρους ετών εκπαίδευσης, κατέχει την 7η θέση στη σχετική κατάταξη – την οποία μοιράζεται με άλλες εννέα χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ισπανία, καθώς ο μέσος όρος των ετών που απαιτούνταν την περίοδο 2013-2017, για την ολοκλήρωση των σπουδών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων ήταν 18 έτη. Ωστόσο, αναφορικά με το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, η Ελλάδα κατέλαβε την 20η θέση μεταξύ των 35 χωρών με 17,1 χιλ. ευρώ. Γιατί όμως η χώρα μας κατέχει σχετικά καλή θέση σε όρους ετών εκπαίδευσης, αλλά υστερεί στο κατά κεφαλήν εισόδημα συγκριτικά με άλλες χώρες; Οπως αναφέρει η μελέτη οι αιτίες εντοπίζονται στις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος.
Στην ανάλυση γίνεται επίσης αναφορά στο χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των νέων πτυχιούχων από την αγορά εργασίας, που είναι αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και συνάδει με το υψηλό ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας. Επιπλέον, αντανακλά την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Στην ανάλυση επισημαίνεται επίσης ότι οι δαπάνες για εκπαίδευση στη χώρα μας ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2017 (3,9%) ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ (4,6%). Οι εν λόγω δαπάνες υστερούσαν σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που ακολούθησαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως η Κύπρος, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση μειώθηκαν σωρευτικά τη χρονική περίοδο 2010-2017 κατά 14,3%.
Σύνδεση εκπαιδευτικού συστήματος με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας
Το περιεχόμενο των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει, όπως τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καπόπουλος, να συμπεριλάβει την περαιτέρω ενίσχυση της διασύνδεσης της μετα-δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και να αντιμετωπίσει την αντιστοιχία των δεξιοτήτων των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας με τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες μιας εξωστρεφούς ελληνικής οικονομίας. Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών απορρόφησης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας, αποδυναμώνοντας, παράλληλα, τις τάσεις εκροής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.
Τι ζητάει η αγορά εργασίας
Προς αυτή την κατεύθυνση, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank, στις προτάσεις πολιτικής περιλαμβάνεται η ανάπτυξη δεξιοτήτων και ειδικοτήτων που καλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς. Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, η αγορά εργασίας αλλάζει με ταχύ ρυθμό, αφού η τεχνολογική πρόοδος καταργεί πολλές θέσεις εργασίας που απαιτούν συνήθεις χειρωνακτικές δεξιότητες και δημιουργεί νέες που απαιτούν ψηφιακές δεξιότητες (digital skills). Εξίσου σημαντική θεωρείται και η ανάπτυξη των «ήπιων δεξιοτήτων» (soft skills), όπως η επίλυση προβλημάτων, η ομαδικότητα, η δημιουργικότητα και η ηγεσία, καθώς η απόκτησή τους επιτρέπει στους εργαζομένους την προσαρμογή στις καινοτομικές αλλαγές και την αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Πέραν όμως των δεξιοτήτων, είναι σκόπιμο να αναπτυχθούν ειδικότητες που ενισχύουν την απασχολησιμότητα στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στους τομείς με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Εκπαίδευση και ανάπτυξη – Πώς αλληλοεπηρεάζονται
Αναλυτικότερα, στη μελέτη τονίζεται ότι η σημασία της εκπαίδευσης και της δια βίου κατάρτισης είναι πολυδιάστατη για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, επειδή παρέχει τη γνώση και την εξειδίκευση, καλλιεργεί τις δεξιότητες και συμβάλλει στην αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής, όπως το κεφάλαιο και την τεχνολογία. Από μακροοικονομική σκοπιά, ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται προϋπόθεση για την οικονομική και την κοινωνική ευημερία, αφού επιτρέπει τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της ανεργίας, ιδιαίτερα της διαρθρωτικής.
Η ανάλυση επισημαίνει ότι τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, οι θεωρητικές προσεγγίσεις της ενδογενούς ανάπτυξης σε συνδυασμό με ένα πλήθος εμπειρικών μελετών διεθνώς, διαπιστώνουν τον καίριο ρόλο της εκπαίδευσης ως μηχανισμό συσσώρευσης και διάχυσης ανθρωπίνου κεφαλαίου, επισημαίνουν τη συμβολή της ως βασικής παραμέτρου της οικονομικής μεγέθυνσης.