Τέσσερα χρόνια ή αλλιώς 50 μήνες. Αυτό ήταν το χρονικό διάστημα, το οποίο απαιτήθηκε, προκειμένου να αρθούν πλήρως οι κεφαλαιακοί περιορισμοί στις ελληνικές τράπεζες.
Εκείνη η Δευτέρα, 29 Ιουνίου του 2015, ήταν μία διαφορετική ημέρα για τους Έλληνες πολίτες. Ήταν η ημέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι τράπεζες έμειναν κλειστές. Είχε προηγηθεί η προκήρυξη του δημοψηφίσματος, το μαζικό «bank-run» (φυγή κεφαλαίων) και η επιβολή των capital controls.
Ουρές στα ATMs, αγωνία για το αύριο, συνταξιούχοι χωρίς κάρτες αναλήψεων, απελπισία, φόβος. Αυτό ήταν το σκηνικό των πρώτων στιγμών. Ήταν μία κατάσταση πρωτόγνωρη για τους Έλληνες, οι οποίοι όμως, είχαν πάρει μία γεύση από τις τηλεοράσεις τους, παρακολουθώντας τις εικόνες από την Αργεντινή του 2001 ή την Κύπρο του 2013.
Οι τράπεζες άνοιξαν εκ νέου στις 20 Ιουλίου του 2015, τρεις εβδομάδες αργότερα. Τα capital controls, όμως, ήρθαν για να… μείνουν. Και έμειναν για κάτι περισσότερο από τέσσερα χρόνια.
Μόλις τη Δευτέρα, 26 Αυγούστου του 2019, ο νυν πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ανακοίνωσε την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, αρχής γενομένης από την 1η Σεπτεμβρίου.
«Πρόκειται για ένα βήμα, το οποίο σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα, την επιστροφή στην ομαλότητα, την επιστροφή σ’ αυτό που θα πρέπει να συμβαίνει σε κάθε κανονική οικονομία» σχολιάζει στο Sputnik o Μιχαήλ Ανθρωπέλος, επίκουρος καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής, στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Με ημερήσιο όριο 60 ευρώ
Οι πρώτες ημέρες εκείνης της περιόδου, κύλησαν με… 60 ευρώ ημερησίως. Τόσο ήταν το ανώτατο επιτρεπτό όριο ανάληψης ανά καταθέτη και ανά λογαριασμό. Οι μεταφορές στο εξωτερικό απαγορεύονταν. Οι όποιες συναλλαγές πραγματοποιούνταν, υπόκειντο στην κρίση και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οικονομία, εμπόριο, χρηματιστήριο, εισαγωγές, εξαγωγές. Όλα αυτά είχαν «παγώσει», καθώς είχαν εγκλωβιστεί στη «θηλιά» των capital controls, τα οποία περιόριζαν ή απαγόρευαν:
- Αποπληρωμή δανείων σε πιστωτικά ιδρύματα
- Αναλήψεις μετρητών
- Μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό.
«Είναι βέβαιο ότι η ζημιά στην οικονομία είναι ανυπολόγιστη. Αλλά η μεγαλύτερη ζημιά αφορά την εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα, η οποία επλήγη ανεπανόρθωτα» σπεύδει να σχολιάσει ο κ. Ανθρωπέλος.
Δεν παραλείπει, μάλιστα, να εκτιμήσει ότι «χρειάζεται ακόμη αρκετό διάστημα, προκειμένου να αποκατασταθεί πλήρως η τραπεζική αξιοπιστία». Εξάλλου, όπως παρατηρεί, «κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να γίνει σε μία νέα κρίση».
Τις πρώτες ώρες των capital controls, τα χρηματικά αποθέματα εξαντλούνταν στο ένα ATM μετά το άλλο. Η ανησυχία μεγάλη και τα χρηματικά διαθέσιμα περιορίζονταν με γοργούς ρυθμούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χαρτονομίσματα των 20 ευρώ εξαντλήθηκαν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός ATMs να διαθέτει μόνο χαρτονομίσματα των 50 ευρώ.
Και έτσι, το ημερήσιο όριο των 60 ευρώ, ατύπως μειώθηκε στα… 50 ευρώ.
Η πορεία προς την… κανονικότητα
Η κατάσταση ξεκινά να εξομαλύνεται μετά τη συμφωνία του τότε πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, με τους ηγέτες της ΕΕ και την υπογραφή του τρίτου προγράμματος διάσωσης. Προηγήθηκε το «όχι» στο δημοψήφισμα, η παραίτηση Βαρουφάκη, η διαπραγμάτευση των 17 ωρών και εντέλει, ο συμβιβασμός.
Οι πρώτες χαλαρώσεις των capital controls σταδιακά καθίστανται πραγματικότητα. Οι αναλήψεις επιτρέπονται πλέον έως 420 ευρώ εβδομαδιαίως, ενώ σταδιακά επιτρέπεται η μεταφορά χρηματικών ποσών στο εξωτερικό.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό για την οικονομία.
«Παρά τις κατά καιρούς χαλαρώσεις, μόνο και μόνο η διατήρηση των περιορισμών αρκούσε ώστε να αποτελέσει τροχοπέδη στη λειτουργία της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος» παραδέχεται ο κ. Ανθρωπέλος.
Την 1η Οκτωβρίου του 2018 – τρία και βάλε χρόνια μετά την καθιέρωση των capital controls – οι αναλήψεις μετρητών απελευθερώνονται τελείως και πλέον, απομένουν μόνο οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Αυτό θα απέλθει την 1η Σεπτεμβρίου του 2019, όταν και τεθεί σε ισχύ η απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η «αναγκαιότητα» και το κόστος
Τα αίτια που οδήγησαν στην επιβολή των capital controls, λίγο πολύ, είναι γνωστά σ’ όλους. Το ποιος ευθύνεται γι’ αυτά, όμως, εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Ενδεχομένως θα καταστεί γνωστό από τον ιστορικό του μέλλοντος. Ενδεχομένως και όχι.
Σε κάθε περίπτωση – ανεξάρτητα των αιτιών και δεδομένων των συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί εκείνη την περίοδο – ο κ. Ανθρωπέλος θεωρεί ότι η απόφαση για την επιβολή των capital controls ήταν απολύτως αναγκαία, καθώς σε διαφορετική περίπτωση, οι τράπεζες θα κατέρρεαν με απρόβλεπτες συνέπειες για καταθέτες, επιχειρήσεις και οικονομία.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι καταθέσεις τον Ιούνιο του 2014 ανέρχονταν σε 163,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Μέχρι τις 27 Ιουνίου του 2015 – ημέρα εξαγγελίας του δημοψηφίσματος – έκαναν «φτερά» πάνω από 40 δισ. ευρώ, με τις καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων να περιορίζονται σε 122,23 δισ. ευρώ.
Το μεγάλο bank-run, όμως, κορυφώθηκε από την Παρασκευή (27 Ιουνίου 2015) έως την Κυριακή (29 Ιουνίου 2015), διάστημα κατά το οποίο οι εκροές από τα ATMs εκτιμάται ότι άγγιξαν τα 2 δισ. ευρώ!
Σήμερα (με βάση τα στοιχεία του Ιουνίου), οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν εν μέρει ανακάμψει, καθώς ανέρχονται σε 136,9 δισ. ευρώ. Απομένουν ακόμη περίπου 25-27 δισ. ευρώ, προκειμένου να φθάσουν τα επίπεδα του 2014.
Ψυχολογική ένεση, παρά ουσία
«Οι καταθέσεις ανακάμπτουν με μικρό ρυθμό, γιατί ουσιαστικά είναι αυτό που είπαμε και προηγουμένως. Η αδυναμία των Ελλήνων να εμπιστευτούν ξανά τις τράπεζες» επαναλαμβάνει ο κ. Ανθρωπέλος.
Πάντως, δεν χάνει την αισιοδοξία του, προσβλέποντας σε βελτίωση του ρυθμού αύξησης των καταθέσεων, υπό την προϋπόθεση της περαιτέρω ενίσχυσης της εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες.
Όπως σπεύδει να επισημάνει, τέλος, η πλήρης απελευθέρωση των τραπεζικών κινήσεων δεν πρόκειται να επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές στις καταθέσεις των νοικοκυριών. Άλλωστε, οι περιορισμοί στις αναλήψεις έχουν αρθεί από το προηγούμενο έτος.
«Αυτό που θα συνεπάγεται είναι η επιστροφή της ομαλότητας για τις επιχειρήσεις που συνδιαλέγονται με το εξωτερικό», καθώς πλέον δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στη μεταφορά κεφαλαίων.
«Θα βοηθήσει σίγουρα τις επιχειρήσεις με εξαγωγικό χαρακτήρα». Αλλά το κυριότερο είναι ότι θα αποτελέσει μία ένεση εμπιστοσύνης στην ψυχολογία του Έλληνα καταθέτη.
Πηγή Sputniknews, Γεράσιμος Χιόνης