«Με ρώτησαν αν θα φύγω από την Βρετανία τώρα με το Brexit. Από την Βρετανία του κρύου κλίματος και του Βrexit ναι, θα φύγω αναγκαστικά, όχι όμως από την Ευρώπη. Ευχαριστώ το αθηναϊκό κοινό για την θερμή υποδοχή της νέας μου ταινίας» είπε η Κινεζοβρετανίδα σκηνοθέτρια και συγγραφέας Σιαολού Γκουό στην ελληνική πρεμιέρα της ταινίας της «Πέντε άντρες κι ένας Καραβάτζιο», στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Την γνωρίσαμε χάρη στο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, που συνεχίζεται έως τις 29 Οκτωβρίου μ΄ ένα πρόγραμμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σχεδιασμένο από την διευθύντρια της Ταινιοθήκης Μαρία Κομνηνού.
Από το μακρινό χωριό της Κίνας όπου γεννήθηκε έως τα διεθνή ευρωπαϊκά κινηματογραφικά Φεστιβάλ όπου προβάλει τις ταινίες της αλλά και για τα μυθιστορήματα της με τα οποία κέρδισε το διεθνές κοινό, η 45χρονη Σιαολού Γκουό (Xiaolou Guo) διέσχισε μεγάλη απόσταση.
Η τελευταία της ταινία/ντοκιμαντέρ βασίζεται σε αληθινές ιστορίες τεσσάρων ανδρών, διανοουμένων μεταναστών στη Βρετανία, κι ενός Κινέζου χωρικού που αναπαράγει κλασικά έργα τέχνης και τα πουλά. Με ευαισθησία και αφαιρετική εικόνα η ταινία πραγματεύεται το πώς οι ήρωες της βλέπουν με φόβο τη νεότητα τους να φεύγει βαδίζοντας προς τη μέση ηλικία, σε μια συγκυρία μάλιστα που είναι υποχρεωτική η μετακίνηση τους από τη Μεγάλη Βρετανία, την ώρα που έχουν ανάγκη να ριζώσουν σ΄ έναν τόπο, σ΄ ένα σπίτι.
Η ιδέα της ταινίας ξεκίνησε από το δοκίμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η σκηνοθέτις, αν και αρχικά, όπως εξηγεί, δεν υπήρχε καθόλου στα σχέδια της ο πίνακας του Καραβάτζιο «Αγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής». Ο μεγάλος Ιταλός ζωγράφος προέκυψε στην πορεία «όταν ένας από τους τέσσερις άνδρες, ο ποιητής, έλαβε στην πραγματικότητα ως δώρο γενεθλίων, με το ταχυδρομείο στην Βρετανία, έναν ψεύτικο πίνακα του Καραβάτζιο από την Κίνα. Κι ο άλλος άνδρας της ταινίας, ο φιλόσοφος το ξαναζωγράφισε γιατί δεν υπήρχε αυθεντικότητα! Το βρήκα πολύ διασκεδαστικό όλο αυτό» λέει η Σιαολού Γκουό στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Εμπνεύστηκε την ταινία και κινηματογράφησε το προϊόν όταν έμαθε ότι σ΄ ένα χωριό στην Κίνα όλοι ζωγραφίζουν πίνακες των μεγάλων κλασικών, από ντα Βίντσι έως βαν Γκογκ. «Πράγματι πήγα σ΄ αυτό το χωριό και διαπίστωσα ότι δεν είναι ψηφιακές αναπαραγωγές των έργων τέχνης αλλά κανονική ζωγραφική, με πινέλο. Βλέπουν τον πίνακα σ’΄ ένα μικρό κινητό τηλέφωνο κι από εκεί τον ζωγραφίζουν στις διαστάσεις του. Εχουν μεγάλη επιδεξιότητα στα χέρια τους. Με τα ίδια χέρια που φτιάχνουν ιταλικά παπούτσια -κι ας μην είναι ιταλικής κομψότητας- με τα ίδια ζωγραφίζουν», λέει για τους ταπεινούς αυτούς τεχνίτες της Κίνας η Σιαολού Γκουό.
Στο πλαίσιο του αφιερώματος της Ταινιοθήκης στο έργο της, προβλήθηκε και η ταινία της «Εκείνη, μια Κινέζα» (φόρος τιμής στην «Κινέζα» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ) με την οποία η σκηνοθέτις κέρδισε τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 2009. «Σε όλες μου τις ταινίες υπάρχει η Κίνα», μας επισημαίνει. Εφυγε για την Βρετανία σε ηλικία 30 ετών, ήδη συγγραφέας οκτώ μυθιστορημάτων και με σπουδές κινηματογράφου στο Πεκίνο. «Είμαι Κινέζα από την γέννηση μου, Βρετανή στα χαρτιά μου και Ευρωπαία στο πνεύμα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σιαολού Γκουό που έχει πια συμφιλιωθεί μ΄ αυτή την παραδοξότητα και δεν θέλει να εγκαταλείψει την Ευρώπη. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο ενώ διδάσκει επίσης και στη Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης στο Βερολίνο.
Γιατί εγκατέλειψε τη χώρα της; «Εφυγα επειδή δεν άντεχα τη λογοκρισία στα βιβλία μου, αλλά και την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα της καθημερινής μου ζωής. Ημουν νέα, επαναστατημένη διανοούμενη» απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η τέχνη μπορεί να ξορκίσει το κακό, να θεραπεύσει; «Είμαι αφηγήτρια ιστοριών, εμπνέομαι από κάτι και θέλω αμέσως να το γράψω ή να κάνω ταινία. Τα έργα μου είναι και αυτοβιογραφικά» απαντά και εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τα παιδικά της χρόνια, που τα έζησε σε μεγάλη φτώχεια σ΄ ένα χωριό της Νοτιοανατολικής Κίνας με τους παππούδες της, αναλφάβητους αγρότες. «Δούλευα από πολύ μικρή στα χωράφια, όπως όλοι άλλωστε τη δεκαετία του ΄70. Σαν παιδί στερήθηκα πολύ το φαγητό και την αγάπη. Οι γονείς μου χάθηκαν μετά την Πολιτιστική Επανάσταση εκτοπισμένοι σε στρατόπεδο εργασίας. Μεγάλωσα πολύ σκληρά αλλά δεν το παίρνω και πολύ σοβαρά, επειδή ως ένα σημείο είναι φυσιολογικό για μια Κινέζα» καταλήγει μ΄ ένα πικρό χαμόγελο η Σιαολού Γκουό και την ίδια στιγμή αντιδρά όταν τη ρωτάμε αν θεωρεί τον εαυτό της τυχερό επειδή η επιτυχία της (τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 28 γλώσσες) ήρθε γρήγορα: «Πέρασα τη νιότη μου γράφοντας μυθιστορήματα, ήμουν 30 χρόνων όταν πήγα στο Λονδίνο, έζησα χωρίς τίποτε, έμεινα τα τρία πρώτα χρόνια χωρίς βίζα, σπούδασα κι έκανα στη συνέχεια δέκα ταινίες τις οποίες χρηματοδότησα μόνη μου και εξέδωσα κι άλλα δέκα βιβλία. Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι τύχη. Απαντώ λοιπόν στην ερώτηση: “βάλε όλη σου τη ζωή στη δουλειά σου και πες μου ότι αυτό είναι τύχη”. Είναι μόνο σκληρή δουλειά. Κανείς δεν είναι τυχερός εκτός από τους καπιταλιστές επιχειρηματίες γιατί εκείνοι έχουν άλλες αξίες».