Με τη λήξη του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, εξαγγέλλεται η «επιστροφή» στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Να ξεκαθαρίσουμε καταρχήν ότι συλλογικές συμβάσεις υπήρχαν πριν την κρίση, κατά τη διάρκειά της και, φυσικά, θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο μέλλον. Για τους εργοδότες και εργαζόμενους που συμφωνούν τους όρους εργασίας, στο πλαίσιο των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Είναι σήμερα σε ισχύ περισσότερες από 40 διεπιχειρησιακές συμβάσεις, σε επίπεδο εθνικό (π.χ. ΕΓΣΣΕ 2018, καπνοβιομηχανιών, τσιμεντοβιομηχανιών, τραπεζών, μεταλλείων – λιγνιτωρυχείων, ζαχαρωδών, ξενοδοχοϋπαλλήλων κ.α.) ή τοπικό. Είναι, επιπλέον, σε ισχύ περισσότερες από 500 επιχειρησιακές συμβάσεις. Oλες αυτές αποτελούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Η εξαγγελία περί «επιστροφής» αφορά ουσιαστικά την αναβίωση διαφόρων προβληματικών διατάξεων, όπως η επέκταση ισχύος των συμβάσεων στο σύνολο των επιχειρήσεων του εκάστοτε κλάδου, δηλαδή και σε μη συμβαλλόμενα μέλη. Μια πρακτική που ήταν μέρος των αιτίων της κρίσης και είχε ανασταλεί κατά τη διάρκεια των τριών μνημονίων.
Για δεκαετίες έως το 2011, γινόταν συστηματικά, με υπουργικές αποφάσεις, επέκταση ΣΣΕ (αλλά και αποφάσεων της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία δεν είναι συμβατή με τους διεθνείς κανόνες των ελευθέρων συλλογικών διαπραγματεύσεων) χωρίς καμία αξιολόγηση της αντιπροσωπευτικότητας του 51% των συμβαλλομένων μερών που τις συνυπέγραφαν, αν και ο νόμος το προέβλεπε. Εάν εξετασθούν οι συμβάσεις αυτές, θα αποκαλυφθεί ότι οι περισσότερες από τις ΣΣΕ που κατέστησαν υποχρεωτικές για όλες τις επιχειρήσεις, δεν ικανοποιούσαν την προϋπόθεση του 51%.
Αυτή η πρακτική ήταν αποτέλεσμα:
Πρώτον, ενός άκριτου «φιλεργατικού λαϊκισμού» στον οποίο υπέπεσε το σύνολο του πολιτικού συστήματος, αλλά και συχνά εργοδότες και εργαζόμενοι.
Δεύτερον, της δαιμονοποίησης της επιχειρηματικότητας, της εκτεταμένης παραοικονομίας αλλά και του φθηνού και απρόσκοπτου δανεισμού. Σε αυτές τις συνθήκες η εργοδοσία επεδίωξε την εργασιακή ειρήνη, συναινώντας σε αθρόες μισθολογικές αυξήσεις, που δεν ανταποκρίνονταν στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Κόντρα σε θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη όπως είναι η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα.
Και τρίτον, της στρεβλής οικονομικής αντίληψης που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, προτάσσοντας την τόνωση της ζήτησης, και άρα την κατανάλωση, ως βασικό επιταχυντή της ανάπτυξης. Η άποψη αυτή αγνοεί και υπονομεύει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Επιπλέον, όπως επιβεβαιώνουν οι αθρόες εισαγωγές προϊόντων που υπερβαίνουν ακόμη και σήμερα κατά 21,5 δις ευρώ ετησίως τις εξαγωγές, πρόβλημα ζήτησης δεν υπάρχει στην ελληνική οικονομία, όσο πρόβλημα παραγωγής και προσφοράς.
Εν τέλει, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, η πολιτική αυτή ήταν απολύτως ατελέσφορη πρωτίστως για τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ακόμη και στις καλές εποχές εξωθούσε πολλές επιχειρήσεις στην αδήλωτη εργασία και την παραοικονομία, καταλήγοντας στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, την εκτίναξη της ανεργίας και του brain drain.
Το δίδαγμα της κρίσης είναι πως όσο ψηλά κι αν ορισθούν οι μισθοί στο σύνολο ενός κλάδου με μια υπουργική απόφαση, αν μια επιχείρηση που βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης -και αυτές είναι ακόμη η πλειονότητα στην Ελλάδα της κρίσης- δεν μπορεί να τους καλύψει, τότε έχει τέσσερεις επιλογές: Να κάνει απολύσεις, να καλύψει με «μαύρα» μέρος ή το σύνολο του μισθού, να αυξήσει τις τιμές της, ή να βάλει λουκέτο. Και οι τέσσερεις την εξωθούν στο περιθώριο της οικονομικής ζωής και καμία από αυτές δεν αφήνει θετικό αποτύπωμα στην οικονομία. Και εδώ ακριβώς κρύβεται ο κίνδυνος των άκριτων, χωρίς διαφάνεια και αυστηρές προϋποθέσεις επεκτάσεων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στο σύνολο του κάθε κλάδου.
Συνεπώς η αναβίωση, μετά την 21η Αυγούστου 2018, του υπουργικού δικαιώματος της επέκτασης και της κήρυξης γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών ΣΣΕ, οφείλει να τηρεί έξι συγκεκριμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις:
1) Να αποκλεισθεί η παθογένεια της επέκτασης των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, καθώς καλύπτουν εργαζόμενους σε τελείως ανόμοιες μεταξύ τους επιχειρήσεις, με πολύ διαφορετική οικονομική κατάσταση και διαφορετικούς κλάδους. Είναι μία στρέβλωση που έρχεται από το παρελθόν και δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Μόνο προβλήματα δημιουργεί στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
2) Να τηρείται η αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον του 51% των εργαζομένων του κλάδου, ως απαραίτητη προϋπόθεση διαφάνειας και πλήρους σεβασμού της διαδικασίας που ορίζει ο νόμος.
3) Οι συμβαλλόμενες οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων να συμφωνούν στην επέκταση ισχύος της κλαδικής ΣΣΕ.
4) Να μην υπάρχει δυνατότητα επέκτασης των ρυθμίσεων που είναι παράγωγα της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία ούτως ή άλλως αντίκεται στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και επ’ αυτού έχουν γίνει επανειλημμένες συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) προς τη χώρα μας.
5) Να υπάρχει ρήτρα εξαίρεσης σε επιχειρησιακό επίπεδο, όπως συμβαίνει σε όλα τα εξελιγμένα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, που όταν έχουν διαδικασίες επεκτάσεων, περιλαμβάνουν ειδικές πρόνοιες για τις επιχειρήσεις που είναι υπερχρεωμένες ή σε διαδικασία αναδιάρθρωσης.
6) Οι διαδικασίες επέκτασης κλαδικών συμβάσεων και οι σχετικές αποφάσεις θα πρέπει να συνοδεύονται από ανάλυση επιπτώσεων στην αγορά εργασίας, στην απασχόληση και στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου τον οποίον αφορούν, ενώ πριν την επέκταση εργοδότες και εργαζόμενοι επί των οποίων η επέκταση θα εφαρμοσθεί, θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν στις διαδικασίες του ΑΣΕ τις θέσεις τους. Οι επεκτάσεις να μην γίνονται με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες για λόγους εφήμερης πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η σχετική εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας καλύπτει μερικώς μόνο τις παραπάνω προϋποθέσεις, με σοβαρό κίνδυνο να υπάρξουν επεκτάσεις που δεν θα πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος και άρα να κηρυχθούν άκυρες στα δικαστήρια. Μένει λοιπόν να τηρηθεί στην πράξη η ορθή διαδικασία, ώστε να μην επανέλθουν οι παθογένειες και στρεβλώσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Αν συμβεί αυτό, θα επιβεβαιώσουμε δυστυχώς ότι δεν μάθαμε τίποτα από τα λάθη που προκάλεσαν την κρίση.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ευνοούνται όλοι οι εργαζόμενοι από την επεκτασιμότητα των ΣΣΕ
“Είναι σαφές ότι με τη ρύθμιση που κάνουμε, δηλαδή την επαναφορά της επεκτασιμότητας δύο βασικών αρχών των συλλογικών συμβάσεων, της επεκτασιμότητας και της συρροής, δηλαδή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, ευνοούνται όλοι οι εργαζόμενοι που δεν έχουν υπαχθεί με ευθύνη των εργοδοτών τους στις κλαδικές συμβάσεις”, τόνισε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας, Ανδρέας Νεφελούδης, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων “Πρακτορείο 104,9 FM” για τις επεκτάσεις των ΣΣΕ.
“Σήμερα, στο τέλος καλοκαιριού, έχουμε τη δεύτερη συνεδρίαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ), θα συζητήσουμε εισήγηση που θα μας παρουσιάσει το Σώμα Επιθεώρησης, μετά από σχετικό έλεγχο που έχει κάνει, στις συμβάσεις που έχουν ζητηθεί για να πιστοποιηθεί αν καλύπτουν αυτές 51% των εργαζόμενων, άρα άν θα προχωρήσουμε στην επέκτασή τους στη γενική τους υποχρέωση για να μπορέσουν να εφαρμοστούν σε όλο τον κλάδο”, σημείωσε ο κ. Νεφελούδης.
“Είμαι αισιόδοξος ότι θα προχωρήσει”, σημείωσε και πρόσθεσε πως “στόχος είναι να πείσουμε και τους εργοδότες και τους εκπροσώπους εργαζομένων να προχωρήσει επιτέλους αυτή η διαδικασία για κλαδικές συμβάσεις”.
“Με τη νέα νομοθεσία θα ισχύει ότι οι κλαδικές (συμβάσεις) στον βαθμό που καταστούν υποχρεωτικές θα κυριαρχούν πάνω σε όλες τις επιχειρησιακές, εκτός και αν η επιχειρησιακή είναι ευνοϊκότερη”, επισήμανε ο κ. Νεφελούδης.
Σε ό,τι αφορά τη “μαύρη” ή αδήλωτη εργασία, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας σημείωσε ότι είναι ένα “μόνιμο μέτωπο, εχθρός της πολιτικής μας”, επισήμανε πως “είμαστε σε καλό δρόμο” για την αντιμετώπισή της και ανέφερε πως “ο πρωθυπουργός έθεσε στόχους ώστε να μειωθεί η αδήλωτη στο 5% και ακόμα περισσότερο έτσι ώστε να μπορούμε να διαμορφώνουμε το πλαίσιο μιας αξιοπρέπειας στον χώρο εργασίας”.
“Πήραμε τα μέτρα μας, κάναμε την τελευταία νομοθετική παρέμβαση για να δημιουργήσουμε και κίνητρα στους εργοδότες να είναι νόμιμοι, με το δεδομένο ότι η νομιμότητα συμφέρει με μετατροπή αδήλωτης σε συμβασιοποιημένη εργασία, ασφαλισμένη για συγκεκριμένα χρονικά όρια· όλα αυτά θα παίξουν ρόλο στην αποτύπωση της νέας κατάστασης κανονικότητας στην αγορά εργασίας”, σημείωσε ο κ. Νεφελούδης.
Κώστας Παπαδάκης, Σοφία Παπαδοπούλου