Η ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη είναι ισχυρή, κυρίως χάρη στην εγχώρια ζήτηση, αλλά οι κυβερνήσεις δεν εκμεταλλεύονται επαρκώς τις καλές συνθήκες για να μειώσουν τα χρέη τους και να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Το ΔΝΤ προέβλεψε ότι η ανάπτυξη στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως η ευρωζώνη, θα επιβραδυνθεί στο 2,3% φέτος από το 2,4% το 2017 και στη συνέχεια στο 2,0% το 2019. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει την ίδια επιβράδυνση της ανάπτυξης.
«Σε καλές εποχές, ωστόσο, οι προσπάθειες για δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εξασθενούν», σύμφωνα με το ΔΝΤ.
«Με τις οικονομικές προοπτικές να συνεχίζουν να βελτιώνονται βραχυπρόθεσμα, αλλά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές να είναι λιγότερο λαμπρές, οι φορείς χάραξης της πολιτικής θα πρέπει να αδράξουν τη στιγμή για να ξαναδημιουργήσουν περιθώριο για δημοσιονομικούς χειρισμούς και να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ενισχύσουν τη δυνητική ανάπτυξη», αναφέρεται στην έκθεση του Ταμείου.
Παρά την ισχυρή ανάπτυξη, κάποιες από τις μεγαλύτερες οικονομίες στην ευρωζώνη, όπως η Γαλλία, η Ιταλία ή η Ισπανία, υπήρξαν αργές στο να μειώσουν περαιτέρω τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα στην κατεύθυνση ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, ενώ σε άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο, αυξάνεται το έλλειμμα.
«Σε πολλές οικονομίες, οι φορείς χάραξης πολιτικής αναμένεται να πασχίσουν για να φέρουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα κοντά σε ένα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό τα επόμενα λίγα χρόνια», ανέφερε το ΔΝΤ.
«Με αυτόν τον τρόπο, οι αυτόματοι σταθεροποιητές και τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και πάλι, εάν υλοποιηθούν οι καθοδικοί κίνδυνοι. Επίσης, η σταθεροποίηση και η μείωση του δημόσιου χρέους θα βοηθήσει τις οικονομίες να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις πιέσεις από τις αυξημένες δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη», σύμφωνα με την έκθεση.
Το ΔΝΤ σημείωσε επίσης ότι η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη παρέχει μια ευκαιρία για ταχύτερη εμβάθυνση της οικονομικής ενοποίησης της ευρωζώνης, κυρίως μέσω της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης.
Με τη Βρετανία, ένα σημαντικό χρηματοπιστωτικό κέντρο, να αναμένεται να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση τον Μάρτιο του 2019, η ΕΕ θα πρέπει να επισπεύσει τη δημιουργία μιας ένωσης κεφαλαιαγορών προκειμένου να διευρύνει τις χρηματοδοτικές επιλογές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, να εναρμονίσει το πτωχευτικό δίκαιο και να προστατεύσει τα δικαιώματα των διασυνοριακών επενδυτών, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ τάχθηκε υπέρ της ιδέας της δημιουργίας ενός ταμείου για τις 19 χώρες που είναι μέλη της ευρωζώνης προκειμένου να βοηθηθούν οι οικονομίες τους σε περιπτώσεις κρίσεων, για τις οποίες δεν ευθύνονται οι ίδιες.
Το ΔΝΤ το χαρακτήρισε αυτό «κεντρική δημοσιονομική δυνατότητα (CFC)» και είπε ότι θα πρέπει να βασίζεται στη λογική του δανεισμού και όχι των μόνιμων μεταβιβάσεων.
«Ο CFC θα μπορούσε να εφαρμόσει κάτι που είναι γνωστό ως «usage premium», μέσω του οποίου μία χώρα καταβάλλει παραπάνω κεφάλαια σε καλές εποχές βάσει των μεταβιβάσεων που έλαβε σε δυσχερείς συνθήκες», σύμφωνα με το ΔΝΤ.
«Δεύτερον, το CFC θα μπορούσε να ορίσει ένα ανώτατο όριο στο ποσό που οι χώρες πρέπει να συνεισφέρουν προκειμένου να μην έχουν κάποιες χώρες υψηλή καθαρή συνεισφορά. Τέλος, θα μπορούσε να περιορίσει το ποσό που μπορεί να λάβει μία χώρα, ούτως ώστε αυτές οι μεταβιβάσεις να μην υποκαθιστούν την απαραίτητη προσαρμογή της πολιτικής», σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters