Αρθρο του Νικ Κόεν, βρετανού συγγραφέα, δημοσιογράφου και πολιτικού σχολιαστή στην Washington Post
Η Βρετανία του Brexit έχει φτάσει στην αναπόφευκτη κορύφωση του λαϊκισμού. Η κυβέρνηση καταρρέει, καθώς Συντηρητικοί υπουργοί ψηφίζουν εναντίον της χωρίς να υποστούν καμιά συνέπεια. Η εξίσου χαώδης αντιπολίτευση δεν μπορεί να αντιπολιτευτεί. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν η χώρα μου θα βγει χωρίς συμφωνία από την ΕΕ προκαλώντας μια οικονομική και κοινωνική κρίση. Οι έντιμοι σχολιαστές δεν προβαίνουν πλέον σε προβλέψεις, απλώς παρατηρούν έκπληκτοι τα ερείπια.
«Δεν έχουμε ιδέα πού πηγαίνουμε», είπε την περασμένη εβδομάδα ο Σαμ Γκίμα, από το κόμμα της Τερέζα Μέι. «Δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει σχέδιο».
Η βρετανική κρίση είναι βαθύτερη από την αμερικανική γιατί στον πυρήνα της βρίσκεται η αποτυχία της αφήγησης της αλήθειας. Δεν υπάρχει ισοδύναμο της ελεγχόμενης από τους Δημοκρατικούς Βουλής των Αντιπροσώπων, δεν υπάρχει κάποιο κέντρο εξουσίας ή κάποια φωνή που να μπορεί να αποκαλύψει τον κυνισμό των λαϊκιστών πολιτικών οι οποίοι μας έφεραν σε αυτό το σημείο.
Το Brexit που ψηφίστηκε στις 23 Ιουνίου 2016 θα μπορούσε να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Η Βρετανία θα μπορούσε να επιλέξει μια πλήρη ρήξη με την ΕΕ. Αυτό θα σήμαινε την επιστροφή σκληρών συνόρων μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Ιρλανδικής Δημοκρατίας, που θα έθεταν σε κίνδυνο τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Θα έθετε τη Βρετανία εκτός της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ, που είναι ο προορισμός του 44% των εξαγωγών μας, και εκτός συμφωνιών 46 ετών που εξασφαλίζουν την ανεμπόδιστη κίνηση αγαθών, υπηρεσιών και ανθρώπων. Θα κατέστρεφε την τελωνειακή ένωση της Βρετανίας με την ΕΕ, μαζί με τις εμπορικές συμφωνίες με 56 χώρες. Θα μπορούσε να γίνει, αλλά, Χριστέ μου, θα πονούσε.
Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να παραμείνουμε στην Ενιαία Αγορά και την Τελωνειακή Ενωση, να δεχθούμε τους κανόνες της ΕΕ και να αποχωρήσουμε μόνο στη θεωρία. Η επιλογή αυτή θα έθετε το ερώτημα: και τι έγινε;
Οπως όλα τα λαϊκιστικά κινήματα της Δύσης, το στρατόπεδο Leave αρνήθηκε να υποστηρίξει μια συγκεκριμένη εκδοχή. Αντί γι’ αυτό, υποσχέθηκε ότι οι αλλαγές θα γίνονταν χωρίς κόστος. Αντίθετα με τους εθνικιστές του 20ου αιώνα, που έκαναν τη θυσία φετίχ τους, οι διάδοχοί τους θέλουν να τα έχουν όλα. Ο Μπόρις Τζόνσον και οι άλλοι υποστηρικτές του Brexit υποσχέθηκαν ότι η εξασφάλιση μιας νέας εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ θα ήταν το ευκολότερο πράγμα στην ανθρώπινη ιστορία. Οπως αποδείχθηκε, η συμφιλίωση της λαϊκιστικής προπαγάνδας με την προστασία της οικονομίας προκάλεσε νευρικό σοκ στην πολιτική – και οι πραγματικές διαπραγματεύσεις δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει. Στο μεταξύ, οι Brexiteers επέμεναν ότι οι άλλες χώρες θα υποχωρούσαν μπροστά στην αποφασιστικότητά μας. Η ΕΕ μας χρειάζεται περισσότερο απ’ ό,τι τη χρειαζόμαστε, έλεγαν. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που κάθε ημέρα ακούγεται και πιο παράλογος.
Αυτό που σκότωσε τη Βρετανία, όμως, είναι τα όσα ακολούθησαν το δημοψήφισμα. Η Τερέζα Μέι είχε υποστηρίξει την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, αλλά ποτέ δεν έδειξε τι σημαίνει η σκληρή λύση. Το Εργατικό Κόμμα βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Τζέρεμι Κόρμπιν και της άκρας Αριστεράς, που βρίσκονται πιο κοντά στην κομμουνιστική απ’ ό,τι στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Ο Κόρμπιν ήταν πάντα αντιευρωπαϊστής. Και πιστεύει ότι η Βρετανία μπορεί να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό σε μια χώρα. Φυσικό είναι λοιπόν ο ίδιος και οι οπαδοί του να μην έχουν καμιά διάθεση να υποστηρίξουν μια φιλοευρωπαϊκή γραμμή.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν πως το Brexit αποτυγχάνει όχι επειδή ήταν εξαρχής ένα καταδικασμένο σχέδιο, αλλά επειδή μια μοχθηρή ελίτ υπονομεύει τη λαϊκή βούληση.
Η συνενοχή των πολιτικών μας ηγετών αποθράσυνε τους εθνικιστές. Οι ακραίοι δεξιοί σταμάτησαν δύο φορές την προσπάθεια της Μέι να κλείσει μια συμφωνία με την Ευρώπη προστατεύοντας την ειρηνευτική συμφωνία της Ιρλανδίας. Ο συμβιβασμός είναι μια άγνωστη λέξη γι’ αυτούς. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες δημοσιογράφων, ακτιβιστών και πολιτικών, τα 17,4 εκατομμύρια των Βρετανών που ψήφισαν το Brexit δεν είδαν να καταλογίζονται ευθύνες σε όσους τους παραπλάνησαν.
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ζητήσει από την ΕΕ παράταση του χρονοδιαγράμματος για την αποχώρηση της χώρας. Η ΕΕ δεν είναι υποχρεωμένη να συμφωνήσει. Αλλά και να συμφωνήσει, τι νόημα έχει; Κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η Βρετανία βρίσκεται σε αδιέξοδο αι η πιθανότητα αποχώρησής της από την ΕΕ χωρίς συμφωνία δεν πρέπει να υποτιμάται.
Δεν έχω καμιά πρόθεση να μειώσω τη σημασία της κριτικής που ασκείται στον Τραμπ ή να υποστηρίξω ότι είναι κατάλληλος να ηγηθεί της χώρας του. Ομως ο Τραμπ θα φύγει το 2020 ή, αν οι Δημοκρατικοί τα κάνουν σαλάτα, το 2024. Το Brexit φαίνεται ότι θα προκαλέσει παράλυση της Βρετανίας για μια ολόκληρη γενιά.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ, Washington Post