Αρθρο του Βασίλη Κορκίδη, Προέδρου Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής
Με άξονα την ελληνική οικονομία και βασικά γνωρίσματα την εξωστρέφεια, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, θα ήθελα να χαιρετίσω την έναρξη της 84ης Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, του μεγαλύτερου εκθεσιακού γεγονότος της χώρας μας και ενός εκ των σημαντικότερων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το βήμα της Δ.Ε.Θ. παραδοσιακά και ουσιαστικά σηματοδοτεί τις προσδοκίες της επιχειρηματικής κοινότητας για το επόμενο οικονομικό έτος της Χώρας μας.
Στη φετινή διοργάνωση, αποφασίστηκε Τιμώμενη Χώρα να είναι η Ινδία, που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αγορές του κόσμου. Κατ’ επέκταση, η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα, ανοίγοντας πάντα διαύλους επικοινωνίας, προσδοκά την προσέλκυση επενδύσεων από Ινδικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα δώσουν προστιθέμενη αξία στο Α.Ε.Π. της χώρας μας και, το σημαντικότερο απ’ όλα, θα δημιουργήσουν περισσότερες εμπορικές συναλλαγές με έμφαση στις εξαγωγές μας.
Η 84η Δ.Ε.Θ. πραγματοποιείται σε μία πολιτική συγκυρία κατά την οποία η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα, βγαίνοντας δυναμικά από τη δεκαετία της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης. Η αλλαγή του κλίματος, με βασικό καταλύτη, τις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2019, έχει αρχίσει να γίνεται πλέον αισθητή στην ελληνική οικονομία. Απέκτησε, όμως ιδιαίτερη δυναμική μετά τις εθνικές εκλογές, που ερμηνεύτηκε, ως καθαρή ένδειξη της οικονομικής αλλαγής στη Χώρα. Το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα αναθερμάνθηκε και βρίσκεται είτε σε εξέλιξη, είτε προ των θυρών, αλλά φυσικά εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση ό,τι, θα επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για τη σταδιακή εφαρμογή του φορολογικού προγράμματος της νέας κυβέρνησης, που είναι ξεκάθαρα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Ομολογουμένως, η Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης αποτελεί έναν πραγματικό καθρέφτη της οικονομίας, των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σ’ αυτή, αλλά και γενικότερα της ζωής του τόπου, καθώς αντανακλά τη φυσιογνωμία, την εξέλιξη και την προοπτική του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας, για το οποίο, ως παραγωγικοί φορείς, έχουμε καταθέσει πολλές φορές στο παρελθόν τις απόψεις μας. Δυστυχώς, όμως, η ανάπτυξη που καταγράφηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019 ήταν αναιμική, καθώς περιορίστηκε σε χαμηλά επίπεδα, συνεχίζοντας μία αδύναμη πορεία που υπολείπεται κατά πολύ του ετήσιου στόχου ανάπτυξης στα επίπεδα του 4%. Η επίδοση αυτή προφανώς προκαλεί προβληματισμό για την πορεία του ελληνικού Α.Ε.Π. στο σύνολο του 2019, αφού μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, ο ρυθμός ανάπτυξης, αντί να επιταχυνθεί, κινήθηκε στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών. Η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει ουραγός σε όλες τις διεθνείς κατατάξεις για την ανταγωνιστικότητα, ενώ η αναλογία των επενδύσεων, ως προς το Α.Ε.Π. περιορίστηκε την περασμένη χρονιά στο 11%, που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη, με μεγάλη διαφορά από το μέσο όρο. Το παραγωγικό κενό της χώρας, δηλαδή η διαφορά μεταξύ πραγματικού και δυνητικού Α.Ε.Π., φθάνει τα 100 δισ. ευρώ και οπωσδήποτε πρέπει να «τρέξει» και να αποδώσει άμεσα το συγκροτημένο σχέδιο της νέας Κυβέρνησης για την αναπλήρωσή του. Ως εκ τούτου ζητούμενο εξακολουθεί να παραμένει η προσέλκυση άμεσων ξένων και εγχώριων επενδύσεων, καθώς και η ενδυνάμωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, ώστε να παραχθούν κέρδη και να δημιουργηθούν νέες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Κατά την άποψή μου, ζητήματα που πλέον αντιμετωπίζονται ρεαλιστικά και με αποφασιστικότητα είναι: η δημιουργία ενός σύγχρονου, απλού, σταθερού φορολογικού συστήματος, που ενισχύει την αύξηση των εισοδημάτων και είναι φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, η δημιουργία σύγχρονων δομών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, που αποδομούν τη γραφειοκρατία, ο ταχύτερος και αποδοτικότερος ψηφιακός εκσυγχρονισμός της σχέσης κράτους και επιχειρηματικότητας. Πρότασή μας είναι η μετεξέλιξη των Επιμελητηρίων σε «κέντρα ψηφιακών γνώσεων», που θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια στη ψηφιακή οικονομία και σε μία βιώσιμη ανάπτυξη, αντίστοιχη των οικονομικά ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών. Αλλωστε, τα Επιμελητήρια της χώρας προσφέρουν δημόσιες υπηρεσίες στον ιδιωτικό τομέα, με χρήματα των επιχειρήσεων, χωρίς να επιβαρύνουν καθόλου τον κρατικό προϋπολογισμό, γι’ αυτό πρέπει να αξιοποιηθούν ακόμη περισσότερο από τη νέα κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, καταβάλλοντας συνεχώς συστηματικές προσπάθειες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας των επιχειρήσεων-μελών του, αποτελεί έναν αξιόπιστο σύμμαχο της επιχειρηματικότητας. Προς αυτή τη κατεύθυνση, συμμετέχει με δικό του Περίπτερο στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, με στόχο να προβάλει την πειραϊκή εμπορική, βιομηχανική και ναυτιλιακή επιχειρηματικότητα. Επιπλέον παρουσιάζει και φέτος το πρώτο ελληνικό ναυτιλιακό Cluster «Maritime Hellas», εκπροσωπώντας δυναμικά τον κλάδο της Ναυτιλίας σε συνεργασία με το Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος και την Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών. Παράλληλα, φιλοξενεί και συνδιοργανώνει, στο τέλος Σεπτεμβρίου, Διεθνές Συνέδριο στον Πειραιά, με θέμα τις «Σύγχρονες Τεχνολογίες στη Ναυτιλιακή Βιομηχανία της Ελλάδας και της Γερμανίας» κατά την οποία γερμανικές και ελληνικές εταιρίες του κλάδου θα παρουσιάσουν τα προϊόντα, τις δυνατότητες συνεργασίας και κυρίως τις προοπτικές εφαρμογής νέων «οικολογικών» τεχνολογιών στη παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά.
Με αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους τους συμμετέχοντες καλή επιτυχία, στις επιχειρήσεις πολλές επικερδείς συμφωνίες και, στη πατρίδα μας να επιτύχει το «restart» της ελληνικής οικονομίας, να αντιστρέψει το «brain drain», αλλά και το «business drain» και τέλος να κλείσει οριστικά όλες τις ανοικτές πληγές της οικονομικής κρίσης.