Το μέτρο της αύξησης του κατώτατου μισθού θα μεταφραστεί σε υψηλότερη ιδιωτική κατανάλωση (τουλάχιστον σε πρώτη φάση), αλλά τα όποια κέρδη θα μπορούσαν να εξανεμιστούν από ενδεχόμενη μείωση του αφορολόγητου το 2020.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού ήλθε και διχάζει. Κοινωνικοί φορείς, εργοδοτικές ενώσεις και έμποροι έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους σε σχέση με τις επιπτώσεις που μπορεί να σημάνει το μέτρο για τις επιχειρήσεις, καταδεικνύοντας σε αρκετές περιπτώσεις την ανάγκη για μείωση της φορολογίας και των εισφορών, ως αντιστάθμισμα στην αύξηση του κατώτατου μισθού.
Η ανησυχία που διατυπώνεται και η οποία εάν επαληθευτεί, θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην αγορά εργασίας, είναι εάν οι μικρές κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις θα καταφέρουν να απορροφήσουν αυτήν την αύξηση ή θα κληθούν να προσφύγουν στην αλλαγή του καθεστώτος, με το οποίο απασχολούν το προσωπικό του ή και να περιορίσουν τις προσλήψεις.
Την ίδια ώρα, ενστάσεις εκφράζονται και ως προς το πόσα χρήματα από αυτήν την αύξηση θα μείνουν τελικά στην τσέπη των εργαζομένων, εάν εφαρμοστεί η μείωση του αφορολόγητου.
Ειδικοί μιλούν στο Sputnik, θίγοντας όλα αυτά τα ζητήματα που εγείρει η αύξηση του κατώτατου μισθού.
«Ανάσα», αλλά όχι για όλους και όχι για πάντα
Να αναφερθεί, κατ’ αρχήν, η παραδοχή ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού έρχεται ως μια «ανάσα», μετά από τα χρόνια οικονομικής συρρίκνωσης που βίωσε η χώρα, δίχως αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι διαγράφονται τα συσσωρευμένα βάρη της λιτότητας.
Εντούτοις, όπως παρατηρεί ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Ανάλυσης στην Εθνική Τράπεζα, κ. Νίκος Μαγγίνας, η αύξηση που επηρεάζει πάνω από 600.000 εργαζόμενους, θα αποτελέσει ώθηση στο εισόδημα και στην αγοραστική δύναμη και επομένως, θα στηρίξει και την εγχώρια κατανάλωση.
Σημειωτέον ότι η απόφαση που υπεγράφη καθορίζει τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ (από 1η Φεβρουαρίου του 2019) και καταργεί τον υποκατώτατο μισθό για τους νέους έως 25 ετών, ενώ από την αύξηση προκύπτουν και έμμεσα ωφελούμενοι, αφού έρχονται αυξήσεις και σε επιδόματα.
Αναφερόμενος στις επιδράσεις της απόφασης, ο κ. Μαγγίνας διαχωρίζει την περίπτωση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε υγιείς κλάδους από εκείνη των μικρών – για τις οποίες και η επιβάρυνση από το μισθολογικό κόστος καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι του συνολικού επιχειρηματικού κόστους. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο ίδιος, «η αύξηση μπορεί να απορροφηθεί από το υγιές κομμάτι των επιχειρήσεων».
«Ως μεμονωμένο βήμα που έγινε μετά από πολυετή περίοδο συρρίκνωσης, μπορεί η οικονομία μπορεί να το απορροφήσει», σημειώνει, επισημαίνοντας ότι θα μπορούσε να είναι εν μέρει ωφέλιμο για μία χρονιά που μάλιστα η οικονομία συνεχίζει την προσπάθεια της ανάκαμψης, αλλά η εξωτερική ζήτηση επισκιάζεται από την επιβράδυνση που διαπιστώνεται στη διεθνή οικονομία.
Αλλωστε, όπως επισημαίνει, «σε μια οικονομία που αρχίζει από πολύ μικρό παρονομαστή, μετά από χρόνια συρρίκνωσης, ακόμη και οι μικρές μεταβολές που αγγίζουν ένα ποσοστό των εργαζομένων, μπορούν να έχουν πραγματικές επιδράσεις». Ο επικεφαλής αναλυτής της ΕΤΕ σπεύδει να υπογραμμίσει ότι δεν πρόκειται για μία μόνιμη ώθηση, ούτε μια αναπτυξιακή ώθηση σε βάθος ετών, αλλά για ένα αρχικό θετικό σήμα, το οποίο θα έχει όμως πραγματική επίδραση στην καταναλωτική δραστηριότητα.
Η περισσότερο αισιόδοξη αυτή πτυχή του μέτρου αναγνωρίζεται και στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, ο αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος της IHS Markit Economics, Diego Iscaro, η απόφαση της αύξησης του κατώτατου μισθού «αντιπροσωπεύει μια σημαντική αύξηση της αγοραστικής δύναμης», καθώς κερδισμένοι βγαίνει σχεδόν 1 στους 5 εργαζόμενους, συνάμα με κάποιους δικαιούχους επιδομάτων.
Ποιοι επιβαρύνονται, ποιοι αντέχουν
Ολα τα παραπάνω συνοψίζουν τη μία όψη του νομίσματος, καθώς υπάρχει και η άλλη, εκείνη που αντικατοπτρίζει τις διάφορες «παγίδες» που ενδεχομένως κρύβει η αύξηση του κατώτατου μισθού.
Οπως προαναφέρθηκε, οι μικρές επιχειρήσεις είναι εκείνες που βρίσκονται ίσως αντιμέτωπες με ένα ρίσκο, καθώς είναι αυτές που επωμίζονται ένα μεγάλο εργοδοτικό κόστος.
Στο σημείο αυτό έγκεινται και οι ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει το μέτρο στην απασχόληση. Οπως παρατηρεί ο κ. Μαγγίνας, «οι πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερο ρυθμό ευελιξίας για να κινηθούν προς πιο ευέλικτες μορφές εργασίας» και ίσως κάποιες από αυτές, που βρίσκονται σε οριακό σημείο, «να απορροφήσουν αυτήν την αύξηση γυρνώντας σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης».
«Ο επιχειρηματικός τομέας έχει αρκετούς βαθμούς ευελιξίας για να παρακάμψει, με αλλαγές στη μορφή εργασίας, το κόστος που θα επωμιστούν», λέει ο ίδιος.
Ενα επίφοβο σημείο που θέτει, από μέρους του ο Iscaro της IHS Markit είναι το ενδεχόμενο αυτή η αναπροσαρμογή στους μισθούς να μην συνοδευτεί από βελτίωση της παραγωγικότητας.
Πάντως, όπως εξηγεί ο κ. Μαγγίνας, στις μικρές επιχειρήσεις η επιβάρυνση από το μισθολογικό κομμάτι θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από την αύξηση της ζήτησης, «γιατί οι μικρές επιχειρήσεις είναι περισσότερο εξαρτημένες από την εγχώρια ζήτηση, η οποία θα αυξηθεί με μεγαλύτερο ρυθμό».
Οσο για τις επιχειρήσεις υγιών κλάδων της οικονομίας, σύμφωνα με τον ίδιο, όσο η κερδοφορία τους αυξάνει, «η αύξηση είναι απορροφήσιμη». Ειδικότερα, στο ανταγωνιστικό κομμάτι της οικονομίας η διαφορά δεν θα είναι μεγάλη (αφού ήδη κάποιες επιχειρήσεις δίνουν ήδη μεγαλύτερους μισθούς από τον κατώτατο), όπως και στο κομμάτι του τουρισμού (όπου οι μισθοί είναι επίσης μεγαλύτεροι από τον κατώτατο).
«Καμπανάκι» ΟΕΕ: Προσοχή να μην μπει «φρένο» στη μείωση της ανεργίας
Τα «αστεράκια» που συνοδεύουν την αύξηση του κατώτατου μισθού υπογραμμίζει και ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΟΕΕ), Κωνσταντίνος Κόλλιας, μιλώντας στο Sputnik.
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος στην Ελλάδα, που να αμφισβητεί το γεγονός ότι τα εισοδήματα των πολιτών πιέζονται διαρκώς τα τελευταία εννέα χρόνια. Τόσο από τις μειώσεις μισθών, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όσο και από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και την επιβολή νέων. Συνεπώς, από τα βασικά ζητούμενα σήμερα, εν έτει 2019, είναι η αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών», σημειώνει ο ίδιος, σπεύδοντας να τονίσει ότι «οι αυξήσεις στους μισθούς δεν πρέπει να γίνουν με τη λογική του «Τσοβόλα, δώστα όλα»».
Δηλαδή, όπως επισημαίνει, «δεν πρέπει να εφαρμοστούν χωρίς να ληφθούν υπόψη τα δεδομένα της οικονομίας και το σύνολο των συνθηκών, που επικρατούν στο επιχειρείν και στην αγορά. Δηλαδή, τα συνολικά κόστη, που επωμίζονται οι επιχειρήσεις, όπως οι ασφαλιστικές εισφορές και η φορολογία (επί των κερδών, έκτακτη εισφορά, μερίσματα, κλπ)».
Αυτό σημαίνει, όπως εξηγεί, ότι για να είναι βιώσιμη η αύξηση του κατώτατου μισθού, να μην χαθούν θέσεις απασχόλησης, να μην αυξηθεί η αδήλωτη, η εκ περιτροπής και μερική απασχόληση, πρέπει να δούμε και πώς θα είναι βιώσιμες και οι επιχειρήσεις.
«Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και των φορολογικών συντελεστών, ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τις θέσεις απασχόλησης και να τις αυξήσουν, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κατώτατο μισθό», υπογραμμίζει και εκφράζει τον φόβο ότι σε διαφορετική περίπτωση, το μέτρο «θα οδηγήσει σε ανάσχεση της μείωσης της ανεργίας».
«Σε ό,τι αφορά τον υποκατώτατο μισθό, η κατάργησή του είναι στη σωστή κατεύθυνση, δεδομένου ότι δεν επέφερε την αύξηση των προσλήψεων, στην οποία στόχευε ο νομοθέτης. Επιπλέον, μέτρα όπως αυτό, δε λύνουν το πρόβλημα της αποκατάστασης των μακροχρόνια ανέργων. Ειδικά όσων βρίσκονται και σε ηλικία, η οποία κάθε άλλο παρά ελκυστική είναι για πρόσληψη. Το αντίθετο. Στη συγκεκριμένη συγκυρία αποτελούν σημαντικό αντικίνητρο, οδηγώντας τις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες σε περαιτέρω περιθωριοποίηση», παρατηρεί ακόμη.
Οι φόβοι για το αφορολόγητο και τι ισχύει
Ο πρόεδρος του ΟΕΕ αναφέρεται και στο θέμα του αφορολόγητου, τονίζοντας ότι «για να μην εξανεμιστεί το όφελος των εργαζομένων από την εν λόγω αύξηση, είναι μείζονος σπουδαιότητας η κυβέρνηση να επιδιώξει και να διαπραγματευτεί τη ματαίωση του μέτρου της μείωσης του αφορολόγητου, από τα 8.636 ευρώ που είναι σήμερα».
«Πρόκειται, άλλωστε, για ένα μέτρο, που θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, ακόμα και όσων δεν καρπωθούν τη συγκεκριμένη αύξηση», σχολιάζει.
Ο φόβος που εκφράζεται, ειδικότερα, είναι ότι μία μεταβολή του φορολογικού καθεστώτος και καθώς το μέτρο του αφορολόγητου στηρίζει τους χαμηλόμισθους, θα χτυπήσει εκείνους που αμείβονται με τον βασικό μισθό, κάτι που ο κ. Μαγγίνας της Εθνικής Τράπεζας δεν αποκλείει ως ενδεχόμενο, αλλά όπως λέει «μετατίθεται σαν επίδραση στο 2020, δεν θα επηρεάσει το 2019».
Οπως εξηγεί ο ίδιος, πρόκειται για ένα προνομοθετημένο μέτρο, «το οποίο θα μπορούσε να μπει σε μια διαδικασία αντίστοιχη με αυτό που συνέβη με τις συντάξεις. Δηλαδή στον βαθμό που κάποια κυβέρνηση δείχνει ότι συνεχίζει τη δημοσιονομική υπεραπόδοση και ότι στην ατζέντα της έχει άλλα μέσα για να προωθήσει τις πολιτικές της, ενδεχομένως να έβρισε κατανόηση σε βάθος χρόνου από το Eurogroup».
Πάντως, εάν εφαρμοστεί, αναμένεται να απορροφήσει κομμάτι των κερδών που θα προκύψουν από την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Η μείωση του αφορολόγητου θα μπορούσε να «πάρει πίσω», επί της ουσίας, σχεδόν όσα θα δώσει στους εργαζομένους, με το μέτρο της αύξησης του κατώτατου μισθού, η κυβέρνηση, αναφέρει ο λογιστής – φοροτεχνικός κ. Κωνσταντίνος Κοντίνος. Μένει να φανεί, εντούτοις, τι θα μέλλει γενέσθαι το 2020 – οπότε άλλωστε και θα υποβληθεί η φορολογική δήλωση για το 2019.
Σαφής απάντηση για το αφορολόγητο, λοιπόν, θα δοθεί κατά το επόμενο έτος.
«Δεν είναι σίγουροι οι χειρισμοί, η μείωση του αφορολόγητου ήταν φτιαγμένο, ώστε να εφαρμοστεί και ταυτόχρονα να ληφθούν ισόποσα επεκτατικά μέτρα. Δημοσιονομικά είναι ένα μέτρο ουδέτερο, αλλά εάν εφαρμοστεί θα επιβαρύνει τους χαμηλόμισθους, αλλά και κομμάτι εκείνων που φοροδιαφεύγουν και δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα», σημειώνει τέλος ο κ. Μαγγίνας.
Πηγή Sputniknews
Αύξηση κατώτατου μισθού: Ποιους αγγίζει, σε ποιους κοστίζει, τι ισχύει για το αφορολόγητο
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ