Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά αναμένουμε ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα αναπτυχθεί με χαμηλότερο ρυθμό από ό,τι το παγκόσμιο ΑΕΠ, σημειώνεται σε μελέτη διεθνούς ομάδος οικονομολόγων της PwC, που δημοσιοποιήθηκε σήμερα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, η επανεμφάνιση του οικονομικού εθνικισμού σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, θα θέσει υπό αμφισβήτηση τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Η μεγαλύτερη διμερής εμπορική οδός παγκοσμίως (ΗΠΑ – Κίνα) αναμένεται να δεχθεί πιέσεις. Χωρίς τη Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership – TPP) και με τη Διατλαντική Συμφωνία και τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership – TTIP) στον «αέρα», η τάση αυτή ενδέχεται να συνεχιστεί μακροπρόθεσμα.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) συνεχίζει τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής με αύξηση επιτοκίων. Πράγματι, είναι πιθανό η Fed να την επισπεύσει ανάλογα με τον ρυθμό, την εμβέλεια και την υλοποίηση των δημοσιονομικών σχεδίων της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ. Στον αντίποδα, οι οικονομίες που βασίζουν τον δανεισμό τους στο δολάριο θα δεχθούν πιέσεις.
Εντός του έτους αναμένονται τουλάχιστον πέντε εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρωζώνη. Στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και ενδεχομένως στην Ιταλία και την Ελλάδα (που αντιπροσωπεύουν άνω του 70% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης) αναμένεται να διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές, γεγονός που θα οδηγήσει σε διατάραξη του φυσιολογικού πολιτικού κύκλου. Στην Ισπανία είναι πιθανό να διενεργηθεί δημοψήφισμα για το μέλλον της Καταλονίας.
Η διεθνής ομάδα οικονομολόγων της PwC κατέληξε σε τέσσερις αναλυτικές προβλέψεις για το 2017:
1. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η αμερικανική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2% –τον υψηλότερο μεταξύ των G7-χάρη στη δυναμική δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών. Θα αποτελέσει ευχάριστη έκπληξη εάν η νέα κυβέρνηση προχωρήσει σε μείωση της φορολογίας και προωθήσει σχέδια ενίσχυσης των δημόσιων δαπανών στον τομέα των υποδομών. Με βάση την ανάλυση, στο βασικό σενάριο, οι ΗΠΑ θα συνεισφέρουν κατά 70% περίπου στην ανάπτυξη των κρατών των G7, ενώ σε απόλυτους όρους θα συνεισφέρει κατά 50% στο ΑΕΠ των G7.
2. Οι «περιφερειακές» οικονομίες θα καταγράψουν ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις οικονομίες του «πυρήνα» για τέταρτη συνεχή χρονιά. Η Ιρλανδία αναμένεται να σημειώσει τον ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην περιφέρεια της Ευρωζώνης, ξεπερνώντας το 3% ετησίως. Στον πυρήνα θα ξεχωρίσουν η Γαλλία και η Ολλανδία με ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 1,5%. Όσον αφορά στις θέσεις εργασίας, η απασχόληση στον πυρήνα αναμένεται να αγγίξει το ιστορικό υψηλό των 97 εκατομμυρίων. Στην περιφέρεια όμως θα δημιουργηθούν ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας – περίπου 100.000 περισσότερες από τον πυρήνα.
3. Η Ασία θα παραμείνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή του κόσμου, αλλά η Ινδία και η Ινδονησία θα κλέψουν την παράσταση από την Κίνα. Πιστεύουμε ότι φέτος η Ινδονησία θα γίνει το νέο μέλος της «ελίτ των τρισεκατομμυρίων δολαρίων». Παράλληλα, η ανάπτυξη στην Κίνα αναμένουμε να διατηρηθεί στα επίπεδα-ορόσημο του 6%. Η συνεισφορά της Ινδίας στην ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ ενδέχεται να ανέλθει στο 17% φέτος. Μπορεί η ανάπτυξη στην Κίνα να σημειώνει επιβράδυνση, αλλά αν κατορθώσει να διατηρήσει τα επίπεδα του 6,5% ετησίως, θα συνεισφέρει πρόσθετα στο παγκόσμιο ΑΕΠ μια οικονομία του μεγέθους της Τουρκίας. Πιστεύουμε ότι η Βραζιλία και η Ρωσία θα επανέλθουν σε τροχιά ανάπτυξης με ετήσιους ρυθμούς 0,5% και 1% αντιστοίχως, καθώς θα ευνοηθούν από την άνοδο –παρότι περιορισμένη– στις τιμές του πετρελαίου και των commodities.
4. Το 2017, το εργατικό δυναμικό της Σαουδικής Αραβίας αναμένεται να αυξηθεί κατά «δύο Ισλανδίες». Και τα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου αναμένεται να καταγράψουν ισχυρούς ρυθμούς αύξησης του εργατικού δυναμικού τους, της τάξης του 2%. Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα κράτη του Κόλπου είναι να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης παράλληλα με τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις. Η πτώση στην τιμή του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια έχει επιφέρει επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αφού από δημοσιονομικό πλεόνασμα που είχαν καταγράψει το 2013, στο τέλος του τρέχοντος έτους αναμένεται να έχουν συσσωρεύσει καθαρό δημόσιο χρέος ίσο με το 10% του ΑΕΠ. Η διαφοροποίηση της οικονομίας με έμφαση στον ιδιωτικό κλάδο θα αμβλύνει τις πιέσεις στα δημοσιονομικά και θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της PwC, για πολλές οικονομίες, το 2017 θα είναι ένα έτος αβεβαιότητας. Παρότι δεν είναι πολλοί, υπάρχουν μακροοικονομικοί κίνδυνοι που θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τις επιχειρήσεις για τους επόμενους 12 μήνες.
Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ θα ενθαρρύνει τον σταδιακό επαναπατρισμό των δολαρίων. Η Μαλαισία, η Τουρκία και η Χιλή είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στον συγκεκριμένο κίνδυνο, καθώς το χρέος τους σε ξένο νόμισμα ανέρχεται στο 71%, 64% και 55% του ΑΕΠ τους, αντίστοιχα. Οι τράπεζες με έκθεση σε αυτές τις οικονομίες ενδέχεται να δεχθούν πιέσεις εάν δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια. Στον αντίποδα, για τις οικονομίες που εξαρτώνται από τα commodities όπως η Βραζιλία και η Ρωσία, η προοπτική ανόδου στην τιμή του πετρελαίου (και άλλων commodities), σε συνδυασμό με το καθεστώς ευέλικτων συναλλαγματικών ισοτιμιών, θα μετριάσει τις επιπτώσεις από την επιστροφή κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ.
Το χρέος του μη χρηματοοικονομικού κλάδου στην Κίνα υπερβαίνει το 250% του ΑΕΠ. Εάν αυξηθεί το 2017 με τον ίδιο μέσο ρυθμό που αυξάνεται από το 2010, το συνολικό χρέος της Κίνας θα μεγαλώσει κατά τουλάχιστον 650 δισ. δολάρια. Λόγω του σχετικά κλειστού ισοζυγίου κεφαλαίων της, η βαθμολογία της Κίνας με βάση τον κίνδυνο όπως φαίνεται στον πιο πάνω πίνακα είναι μέτρια, περιορίζοντας την έκθεσή της σε συναλλαγματικές κινήσεις. Η συσσώρευση ιδιωτικού χρέους μη χρηματοοικονομικού κλάδου όμως στην Κίνα παρουσιάζει επιτάχυνση από το 2008 προσεγγίζοντας τα υψηλά επίπεδα του λόγου «χρέος προς ΑΕΠ» που εμφανίζουν τα κράτη της Ευρωζώνης που βρίσκονται σε κρίση. Πέρυσι, το άνοιγμα του λόγου «πιστώσεις προς ΑΕΠ» της Κίνας (η διαφορά ανάμεσα στον λόγο «πιστώσεις προς ΑΕΠ» και τις μακροπρόθεσμες τάσεις που υποδεικνύουν μη βιώσιμη συσσώρευση) ξεπέρασε τα επίπεδα πάνω από τα οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για εμφάνιση κρίσης εντός της επόμενης τριετίας. Ο κίνδυνος αυτός θα ενταθεί σε περίπτωση δραματικής πτώσης στις τιμές των ακινήτων και θα υπονομεύσει τα θεμέλια του χρέους.
Μ.Τσ.